Δίχως να εισέλθει κανείς στην ουσία των πραγμάτων που συμβαίνουν σήμερα στην ελληνική Δικαιοσύνη, ένα είναι σαφές.
Είτε έχουν δίκιο όσοι καταγγέλλουν την ύπαρξη παρεμβάσεων στην διαδικασία απονομής Δικαιοσύνης, είτε –αντίθετα- όσοι υποστηρίζουν ότι αυτές οι μαρτυρίες είναι ανυπόστατες, η οσμή της σήψης είναι διάχυτη.
Και τούτο διότι οι άνθρωποι οι οποίοι εμφανίζονται ως εμπλεκόμενοι σε αυτήν την υπόθεση κατέχουν -ή κατείχαν έως πρόσφατα- ανώτατες θέσεις στην ιεραρχία του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης ή ήσαν πολιτικά υπεύθυνοι του συγκεκριμένου χώρου.
Ο κ. Ι. Αγγελής, ο οποίος μεταξύ άλλων κατήγγειλε την ύπαρξη μεθοδεύσεων και προειλημμένων αποφάσεων, είναι εν ενεργεία αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην επόπτης της Εισαγγελίας Διαφθοράς.
Η κα. Ε. Ράϊκου, επίσης καταγγέλουσα, είναι εν ενεργεία Εισαγγελικός λειτουργός και τέως προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς, θέση την οποία πλέον κατέχει η Εισαγγελική λειτουργός κα. Ε. Τουλουπάκη, η οποία στέκει «απέναντί» τους.
Πολιτικός προϊστάμενος όλων των παραπάνω, δε, και φερόμενος ως παρεμβαίνων, ήταν ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, για τον ρόλο του οποίου στην υπόθεση Novartis κατετέθη χθες στη Βουλή, εκ μέρους βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας, πρόταση σύστασης ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, με στόχο τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Πρόκειται, δε, για μία υπόθεση η οποία κατά το αρχικό της σκέλος αφορούσε στην διερεύνηση του ρόλου δύο πρώην πρωθυπουργών και οκτώ πρώην υπουργών, στο τότε καταγγελλόμενο, από τον κ. Παπαγγελόπουλο, ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως Ελληνικού κράτους».
Πέραν των ορίων που θέτει η συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία εμφανίζεται να οδεύει προς διαλεύκανση, είναι απολύτως σαφές ότι η οσμή σήψης που αναδύει αφορά στην ενδεχόμενη διαπλοκή της δικαστικής με την εκτελεστική εξουσία.
Πρόκειται για μία κατάσταση πραγμάτων τον δρόμο της οποίας διανοίγει το ίδιο το Σύνταγμα προβλέποντας ότι η εκτελεστική εξουσία διορίζει την ηγεσία του συνόλου των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας.
Εκ των πραγμάτων, αυτός ο άλυτος δεσμός δημιουργεί προϋποθέσεις οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να διευκολύνουν την παρέμβαση της μίας εξουσίας προς την άλλη.
Ακόμη κι αν η παρούσα υπόθεση διαλευκανθεί πλήρως και υπάρξει καταλογισμός των τυχόν ευθυνών, το τραύμα που θα έχει επιφέρει στον τρόπο με τον οποίο η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει τα τεκταινόμενα στον χώρο της Δικαιοσύνης δύσκολα θα επουλωθεί.
Ακόμη δυσκολότερα, δε, διότι ο σπόρος αυτών των παρεμβάσεων θα εξακολουθήσει να υπάρχει ενόσω εξακολουθεί να υφίσταται η συγκεκριμένη συνταγματική πρόβλεψη.
Το γεγονός και μόνον ότι συντρέχουν αυτές οι δυνητικές προϋποθέσεις παρεμβάσεων της μίας εξουσίας προς την άλλη, τραυματίζει την κοινή πεποίθηση περί της ανεξαρτησίας του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και δυναμιτίζει τα θεμέλια του πολιτεύματος.
Σε άλλες χώρες του Δυτικού Κόσμου, αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί από την εποχή του Διαφωτισμού και του Μοντεσκιέ. Η ηγεσία της Δικαιοσύνης εκλέγεται είτε από σώμα «ίσων» προερχόμενο από την ίδια, είτε απευθείας από το εκλογικό σώμα προς το οποίο στέκει υπόλογη.
Στην Ελλάδα είδαμε πρόσφατα ότι ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης κατέστη πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ της απελθούσας κυβέρνησης και της παρούσας, η οποία λύθηκε μόνον κατόπιν της στάσης που τήρησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Νίκος Γ. Δρόσος
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια