Στο «χορό» των Ρίχτερ ζει η Κεντρική Ελλάδα µετά τον σεισµό της 19ης Ιουλίου στη Μαγούλα, ο οποίος ενεργοποίησε εκ νέου το ρήγµα της Πάρνηθας, την ώρα που οι σεισµολόγοι κοιτούν και κάποια χιλιόµετρα δυτικότερα, υπό τον φόβο µιας µεγάλης δόνησης από τα ρήγµατα του Κορινθιακού.
Μιας περιοχής η οποία το 1981 έδωσε έναν από τους πλέον ισχυρούς σεισµούς στη χώρα και αποτέλεσε την αφορµή για την αναθεώρηση του αντισεισµικού σχεδιασµού στην Ελλάδα.
Τόσο ο πρόεδρος του Γεωδυναµικού Ινστιτούτου, Ακης Τσελέντης, όσο και ο καθηγητής Σεισµολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Μακρόπουλος, µιλούν ανοιχτά για το «θηρίο» των Αλκυονίδων που µπορεί µέσα στα επόµενα δύο χρόνια να ξυπνήσει µνήµες του ’81, ενώ από την πλευρά τους οι γεωλόγοι κάνουν λόγο για πολλά ρήγµατα στις Αλκυονίδες, τα οποία, ωστόσο, εµφανίζουν περιοδικότητα µεγαλύτερη των 40 χρόνων.
Οι επιστήµονες, οι οποίοι παρακολουθούν τον Κορινθιακό από το 1981 σε συνεργασία µε διεθνή, σεισµολογικά ινστιτούτα, επικεντρώνονται πλέον στην περιοχή όπου βρίσκεται ανάµεσα στο ανατολικό τµήµα του ρήγµατος των Αλκυονίδων και στο ρήγµα που έδωσε τα 5,1 Ρίχτερ στη Μαγούλα. Οι 200 σεισµοί που κατέγραψε το προσωρινό, σεισµολογικό δίκτυο του Πανεπιστηµίου Αθηνών στη δυτική Πάρνηθα τις τελευταίες δεκαπέντε ηµέρες καθιστούν ιδιαίτερα επιφυλακτικούς τους επιστήµονες για τα «αχαρτογράφητα» ρήγµατα στα 40 χιλιόµετρα ανάµεσα στη Μάγουλα και τις Αλκυονίδες.
Σήμερα, το «Εθνος» φέρνει στο φως τον χάρτη µε τη σεισµικότητα του ρήγµατος της δυτικής Πάρνηθας, καθώς και τις µελέτες των ξένων σεισµολογικών ινστιτούτων για το σεισµό του 1981 στις Αλκυονίδες που ανέδειξαν τα ενεργά ρήγµατα στη διευρυµένη ζώνη του Κορινθιακού.
Δύο εβδοµάδες µετά τα 5,1 Ρίχτερ που ταρακούνησαν την Κεντρική Ελλάδα, µε τους σεισµούς από το ρήγµα της Μαγούλας να γίνονται αισθητοί στους κατοίκους του Λεκανοπεδίου σε καθηµερινή βάση, το εργαστήριο σεισµολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών εγκατέστησε ένα προσωρινό, τοπικό, σεισµολογικό δίκτυο µελετώντας τη δραστηριότητα της περιοχής. Από τις 19 Ιουλίου µέχρι και σήµερα οι σεισµογράφοι έχουν καταγράψει περισσότερους από 200 σεισµούς, µικρότερης έντασης από την πρώτη δόνηση, ενώ οι ερευνητές προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα ενεργά ρήγµατα στην ευρύτερη περιοχή.
Ο καθηγητής και διευθυντής του εργαστηρίου Σεισµολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών, Παναγιώτης Παπαδηµητρίου, ανέφερε στο «Εθνος» ότι ο σεισµός της 19ης Ιουλίου ενεργοποίησε ξανά το ρήγµα της Πάρνηθας και έστρεψε το ενδιαφέρον των σεισµολόγων στην περιοχή ανάµεσα στον Ανατολικό Κορινθιακό και στη Μαγούλα.
«Αυτή την περίοδο µας απασχολεί κυρίως το δυτικό τµήµα του ρήγµατος της Πάρνηθας, το οποίο είναι κοντά στα περιφερειακά ρήγµατα του Κορινθιακού. Είναι µια περιοχή για την οποία δεν έχουµε ολοκληρωµένη γνώση των ενεργών ρηγµάτων, µε αποτέλεσµα να αυξάνεται ο βαθµός επικινδυνότητας από επικείµενους σεισµούς, όπως συνέβη και µε τον πρόσφατο σεισµό των 5,1 που προκάλεσε αρκετά προβλήµατα.
Πρόκειται για επιφανειακά ρήγµατα πάνω σε κατοικηµένες περιοχές, τα οποία µπορούν να δώσουν έναν σεισµό µέχρι 6 Ρίχτερ. ∆εν λέµε ότι οι Αλκυονίδες επηρεάζονται από αυτό το ρήγµα, αλλά µελετάµε την περιοχή που ξεκινά από τα ανατολικά του Κορινθιακού, το Αλεποχώρι, και φτάνει µέχρι τη Μάγουλα. Για αυτήν την περιοχή γνωρίζουµε ελάχιστα.
Έτσι, το εργαστήριο σεισµολογίας του ΕΚΠΑ εγκατέστησε ένα προσωρινό, τοπικό, σεισµολογικό δίκτυο για την αναλυτική και ακριβέστερη καταγραφή της σεισµικής ακολουθίας. Μέχρι σήµερα έχουν καταγραφεί περισσότερες από 200 σεισµικές δονήσεις» εξηγεί ο έµπειρος σεισµολόγος και προειδοποιεί ότι υπάρχουν υποψίες πως ανάµεσα στην Πάρνηθακαι στον Ανατολικό Κορινθιακό µπορεί να προκύψει ένα σοβαρό συµβάν το επόµενο διάστηµα.
Ο κ. Παπαδηµητρίου το 1982 σε συνεργασία µε µια ερευνητική οµάδα από πανεπιστήµια της Γαλλίας και της Αγγλίας, δηµοσίευσαν µια µελέτη για τη σεισµική δραστηριότητα του 1981 στον Κορινθιακό Κόλπο. Οι επιστήµονες κατέληξαν στο συµπέρασµα πως, πέρα από τα υποθαλάσσια, ενεργοποιήθηκαν και χερσαία ρήγµατα στην ευρύτερη περιοχή της Περαχώρας, απολήξεις των οποίων φτάνουν µέχρι τα Μέγαρα και το Αλεποχώρι.
«Χαρτογραφήσαµε τις επιφανειακές διαρρήξεις που προκλήθηκαν από τους τρεις µεγάλους σεισµούς και αυτό έχει µεγάλη πρακτική σηµασία, διότι, αν τα ρήγµατα βρίσκονται κοντά σε κατοικηµένες περιοχές, δηµιουργούν αυξηµένο βαθµό επικινδυνότητας. Τα κανονικά ρήγµατα που ενεργοποιήθηκαν είχαν αποτέλεσµα τη διεύρυνση του Κορινθιακού κόλπου, η οποία συντελείται εδώ και εκατοµµύρια χρόνια. Εκτός από τα υποθαλάσσια, στις Αλκυονίδες, ανακαλύψαµε ότι υπάρχουν ενεργά, επιφανειακά ρήγµατα ανάµεσα στις πόλεις του Αλεποχωρίου και των Μεγάρων» λέει στο «Εθνος» ο κ. Παπαδηµητρίου και τονίζει πως οι σεισµοί του ’81 ήταν ορόσηµο για την αντισεισµική θωράκιση της χώρας.
«Στον σεισµό του 1981 είχαµε επιφανειακές, εδαφικές µετατοπίσεις που σε συγκεκριµένα σηµεία ξεπερνούσαν το 1 µ. Το φαινόµενο ήταν εντυπωσιακό και παραµένει µέχρι σήµερα ένας από τους πλέον σηµαντικούς σεισµούς τα τελευταία 50 χρόνια στη χώρα µας. Κάθε χρόνο έρχονται επιστήµονες και φοιτητές από διάφορα πανεπιστήµια του κόσµου για να µελετήσουν αυτά τα ρήγµατα. Είναι «σχολείο» και θα µπορούσε να αποτελέσει αιτία κατασκευής µουσείου ή γεωλογικού πάρκου όπως συνέβη στο Κόµπε της Ιαπωνίας και σε άλλα µέρη του κόσµου» τονίζει, επισηµαίνοντας ότι έπειτα από αυτούς τους σεισµούς αναθεωρήθηκε ο αντισεισµικός κανονισµός στην Ελλάδα.
Την περιοχή του Κορινθιακού µελετά τα τελευταία 16 χρόνια και ο αναπληρωτής καθηγητής Τεκτονικής Γεωλογίας και Φυσικών Καταστροφών στο Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, Ιωάννης Παπανικολάου. Οπως λέει στο «Εθνος», το συγκεκριµένο ρήγµα εκτείνεται σε απόσταση µεγαλύτερη των 35 χιλιοµέτρων και δοµείται από επιµέρους τεµάχια τα οποία ανά πάσα στιγµή µπορούν να δώσουν έναν µεγάλο σεισµό, αντίστοιχο µε αυτόν του 1981.
«Το 1981 είχαµε τη διάρρηξη δύο τέτοιων τεµαχών του Σκίνου και των Πισίων µε µεγάλες επιφανειακές διαρρήξεις έως και 1,5 µ. και βύθιση της ακτογραµµής έως και 1 µ. ∆ηλαδή, λόγω των σεισµών του 1981, προκλήθηκαν µεταβολές στο ανάγλυφο και σε όλη την παράκτια ζώνη. Για το τέµαχος του Σκίνου ξέρουµε από δηµοσιευµένες, παλαιοσεισµολογικές µελέτες ότι ο ρυθµός επανάληψης µε βάση τη µετατόπιση χρονολογηµένων παλαιοεδαφών είναι περίπου στα 350 χρόνια. Πέρυσι δηµοσιεύσαµε µια µεγάλη µελέτη (σε συνεργασία µε συναδέλφους από το πανεπιστήµιο της Κολωνίας και του Ααχεν) για το τέµαχος στα Πίσια, µέσω µιας πρωτοποριακής µεθόδου χρονολόγησης των παλαιοτέρων σεισµών. Το συµπέρασµα είναι ότι το συγκεκριµένο ρήγµα έχει έναν χρόνο επανάληψης των 1.100 περίπου χρόνων για το συγκεκριµένο τέµαχος, µε πιο πρόσφατο γεγονός αυτό του 1981».
Σύµφωνα µε τον κ. Παπανικολάου, η ευρύτερη περιοχή του Κορινθιακού έχει διάφορα ρήγµατα – όχι µόνο αυτό που δραστηριοποιήθηκε το 1981. Συνεπώς, η πιθανότητα να έχουµε έναν µεγάλο σεισµό στην επόµενη διετία είναι απλώς ένα στατιστικό στοιχείο το οποίο δεν είναι απαραίτητο πως θα επαληθευτεί.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια