Είτε επρόκειτο για μια κούρσα εξοπλισμών με την αναγεννημένη Ρωσία, είτε για ένα οικονομικό μπρα ντε φέρ με την Κίνα ή ακόμα και σε προσπάθειες να περιοριστούν οι φιλοδοξίες αδίστακτων παικτών, όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιραν, τα κράτη που συγκροτούν αυτό που αποκαλείται «Δύση» συχνά βρέθηκαν στην ίδια γραμμή μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Δύση όμως δεν είναι μονόλιθος. Ο Δυτικός Κόσμος, τόσο κεντρικός στην αφήγηση της παγκόσμιας εξουσίας και κωδικοποιημένος σε αρκετές συνθήκες, οργανισμούς και συμμαχίες κατά την διάρκεια του αιώνα, είναι απίστευτα διαφορετικός σε ιδεολογία, ταυτότητα και στόχους.
Η σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, ειδικότερα, επιδεικνύει αυξανόμενα σημάδια πίεσης. Ενώ αμφότερες είναι αφοσιωμένες στην διατήρηση της συνεργασίας με τον υπόλοιπο κόσμο, η παγκόσμια κατάσταση επιδεινώνει προϋπάρχουσες τριβές και συμβάλει σε μια «διατλαντική πίεση» στις σχέσεις τους. ΗΠΑ και Ευρώπη δεν πλησιάζουν άμεσα σε μια ρήξη. Τα οφέλη από το ενιαίο μέτωπο σε αυτόν τον πολύ ανταγωνιστικό κόσμο και ο διαμοιρασμός του βάρους της διατήρησης της παγκόσμιας τάξης, υπερκερνούν ακόμα τους κινδύνους του να τραβήξουν διαφορετικά μονοπάτια. Υπάρχουν, όμως, αυξανόμενα σημάδια διχασμού.
Τα σημάδια διχασμού
Η ανθεκτικότητα της σχέσης ΗΠΑ-Ευρώπης διατηρείται, εν μέρει, εξαιτίας της εγγενούς διαφοράς τους: σε ότι έχει να κάνει με την εξωτερική πολιτική, οι ΗΠΑ απλά έχουν πολύ πιο ισχυρή θέση από την Ευρώπη. Η φύση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποτελούμενη από διαφορετικά κράτη με διαφοροποιημένες ανάγκες και φιλοδοξίες και πληθώρα διαφορετικών δομών, δημιουργεί προβλήματα στην ικανότητα του μπλοκ να παράξει αποφασιστική πολιτική. Αυτή η δομή αυξάνει την αξία της συνεργασίας με τις ΗΠΑ σε περιπτώσεις που απαιτείται ισχυρή δράση, παράλληλα, όμως, δεν επιτρέπει στην Ευρώπη να ενώσει την αντίστασή της απέναντι στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Τον Μάιο του 2018, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την απόσυρσή τους από την Joint Comprehensive Plan of Action (JCPOA), περισσότερο γνωστή ως Συμφωνία για τα Πυρηνικά του Ιραν, κινούμενες με διαφορετική στρατηγική από τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, ειδικά τις δυο μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, τη Γαλλία και τη Γερμανία, που παρέμειναν στη συνθήκη.
Οι ευρωπαίοι πάλεψαν για να κρατήσουν την JCPOA εν ζωή, ενώ οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις. Και παρότι η Ουάσιγκτον μονομερώς επέβαλε την στρατηγική της στο Ιραν στους υπόλοιπους συμμετέχοντες στη συμφωνία, η ικανότητά της να απειλήσει με κυρώσεις που θα χτυπούσαν σοβαρά την ευρωπαϊκή οικονομία, απέτρεψε έως τώρα τη Γαλλία και την Γερμανία από το να υπονομεύσουν την αμερικανική στρατηγική, ακόμα και με τη στήριξη της Ρωσίας και της Κίνας.
Η Ευρώπη όχι μόνο υπήρξε αδύναμη στο να υπονομεύσει την αμερικανική πολιτική, αλλά αναγκάστηκε να προσαρμόσει τη δική της προκειμένου να καλύψει αμερικανικές απαιτήσεις, όπως όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επέμεινε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Ως ένα βαθμό τα περισσότερα κράτη-μέλη ακολούθησαν αρχικά την οδηγία, αν και η Γερμανία έκτοτε αρνήθηκε και μείωσε πάλι τον αμυντικό της προϋπολογισμό. Παράλληλα, είπε «όχι» στην αγορά αεροσκαφών F-35 και εστίασε στην ανάπτυξη νέας γενιάς μαχητικού με τη Γαλλία. Η γαλλογερμανική αμυντική συνεργασία έχει προκαλέσει ανησυχία στις ΗΠΑ: εκτός του ότι δημιουργεί την πιθανότητα να αναπτυχθεί ανεξάρτητη ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη, απειλεί τις πωλήσεις όπλων στην Γηραιά Ηπειρο.
Τι οδηγεί τις ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαμορφώσουν τις πολιτικές θέσεις της Ευρώπης τόσο για να βελτιώσουν τις διμερείς σχέσεις, όσο και για να τις επηρεάσουν σε ότι αφορά ανταγωνιστές της υπερδύναμης, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Όπως η Αγγλία του 19ου αιώνα, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να ευθυγραμμιστούν με ανατολικές (στην περίπτωσή μας με την Μόσχα και το Πεκίνο) και να δημιουργήσουν μια μεγαλύτερη ευρασιατική απειλή.
Μια ισχυρή πολιτική συμμαχία μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικοευρωπαϊκών κρατών μπορεί να μην είναι ρεαλιστική απειλή αυτή τη στιγμή, δεδομένης της επιθετικής πολιτικής της Μόσχας στην δυτική της περιφέρεια, αλλά η κατανάλωση ρωσικού αερίου από τη Γηραιά Ηπειρο διαταράσσει σημαντικά την ενεργειακή εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία.
Η Ουάσιγκτον αντιτίθεται με πάθος στον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 που θα παγιώσει περαιτέρω τις εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας και σε επίπεδο υποδομών, και προσπάθησε να πιέσει για χρήση του δικού της LNG (το οποίο ονομάτισε «Αέριο της Ελευθερίας») από τους ευρωπαϊους.
Παρομοίως οι ΗΠΑ αντιτίθενται στην συνεργασία της Ευρώπης με την κινεζική Huawei στην ανάπτυξη τηλεπικοινωνιακών υποδομών 5G, φοβούμενες ότι αυτό θα βοηθήσει την Κίνα στην προσπάθειά της να αποκτήσει τεχνολογική υπεροχή.
Η προσπάθεια ισορροπίας
Αυτή τη στιγμή, οι ηγέτες και από τις δυο πλευρές διαχειρίζονται επιτυχημένα τις αποκλίσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης, και η τελευταία, ακόμα βάζει σε προτεραιότητα πολλά από τα δικά της πολιτικά συμφέροντα. Ο Nord Stream 2 (που πιθανότατα θα ολοκληρωθεί παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να το αποτρέψουν), προχωρά παράλληλα με την μακροπρόθεσμη στόχευση της Ευρώπης να αναζητήσει πηγές πέραν της Ρωσίας για το φυσικό αέριο (ένας στόχος που έχει μεγάλες προκλήσεις σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο εφοδιαστική αλυσίδας). Σε ότι αφορά την Huawei, αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ έχουν τις αμφιβολίες τους για την αξιοπιστία της και τους δεσμούς της με την κινεζική κυβέρνηση, επιλέγοντας να περιορίσουν την πρόσβαση της εταιρείας, ακόμα και χωρίς την πίεση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Επιπλέον πίεση
Πρόσθετη πίεση στις σχέσεις ΗΠΑ και Ευρώπης προκύπτει από το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για το εμπόριο. Ο Ντ. Τραμπ έχει απειλήσει με δασμούς στα εισαγόμενα από την Ευρώπη αυτοκίνητα, κατηγορώντας την άλλη πλευρά για άδικα εμπορικά εμπόδια. Αυτό το αδιέξοδο είναι αξιοσημείωτο ότι τυγχάνει διαχείρισης ξεχωριστά από άλλα θέματα. Και ενώ η ΕΕ έχει απειλήσει ότι θα επιβάλει επίσης δασμούς ως αντίποινα, αν ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του, αμφότεροι έχουν συνεχίσει τη συνεργασία σε άλλους τομείς, ώστε να διατηρήσουν μια ισχυρή σχέση.
ΗΠΑ και Ευρώπη περιστασιακά παίζουν «σκληρό παιχνίδι», αλλά έως τώρα το πράττουν εντός των ορίων της στρατηγικής τους ευθυγράμμισης. Αυτά τα όρια είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ακόμα και από αυτούς που εμπλέκονται άμεσα, και καθώς οι δυο πλευρές δοκιμάζουν τα όρια της «διατλαντικής πίεσης» υπάρχει ο κίνδυνος να τα υπερβούν. Αν ΗΠΑ και Ευρώπη εξακολουθήσουν να αποκλίνουν, αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα της Δύσης να επιβληθεί σε παγκόσμια κλίμακα, δυνητικά μειώνοντας την ικανότητά της να βρίσκεται ως αποτρεπτική στρατιωτική δύναμη σε «καυτές ζώνες» και μέσω του ΝΑΤΟ.
Αυτά τα πιθανά αποτελέσματα απέχουν πολύ χρονικά και τελικά, παρά τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων και την εξωτερική πολιτική «μέγιστης πίεσης» των ΗΠΑ, Ευρώπη και Υπερδύναμη είναι πολύ διασυνδεδεμένες ώστε να προσεγγίσουν ένα μαζικό διατλαντικό ρήγμα. Αν, ωστόσο, η πίεση συνεχίσει να αυξάνει, ειδικά μέσω πολύ άμεσων αντιπαραθέσεων, όπως η επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά οχήματα και η ανταπόδοση από την ΕΕ, θα βρίσκονται αυξανόμενα στις απέναντι θέσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Stratfor
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια