Γράφει ο Σταύρος Καλεντερίδης *
Πριν από περίπου έναν μήνα οι πολίτες κλήθηκαν στην κάλπη για τις αυτοδιοικητικές και ευρωβουλευτικές εκλογές.
Σχεδόν ο ένας στους δύο Έλληνες αρνήθηκαν να προσέλθουν. Σίγουρα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με πολιτική αδιαφορία. Σίγουρα η πλειοψηφία των πολιτών που απείχαν, έχοντας συνειδητοποιήσει τον απόλυτο εκμαυλισμό της πολιτικής στη χώρα, δεν βρήκαν το παραμικρό το οποίο θα μπορούσε να τους παρακινήσει προς το εκλογικό παραβάν. Άλλωστε, οι πολιτικές ασημαντότητες είναι αυτές που κατά κανόνα άρχουν.
Αναλυτικότερα, υπάρχουν δυο ομάδες υποψηφίων που απειλούν τους πολίτες κάθε φορά στην κάλπη. Αμόρφωτοι – λαϊκιστές από τη μία, και οικογενειοκράτες – επαγγελματίες πολιτικοί από την άλλη. Η απειλή είναι διαχρονική, και πολλά κόμματα περιλαμβάνουν στο ψηφοδέλτιό τους και τους μεν και τους δε. Υπάρχουν βέβαια και τα κόμματα που περιορίζουν το πολιτικό τους προσωπικό, και συνεπώς το πολιτικό τους στίγμα, σε μία εκ τω δύο ομάδων.
Πρόκειται για ομάδες των οποίων τα μέλη μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά καθώς, ως επί το πλείστον, οι πολιτευτές είναι ανεπάγγελτοι, αριβίστες, διεφθαρμένοι και κρατικοδίαιτοι.
Ενώπιον αυτής της φαυλότητας αρκετοί πολίτες οδηγούνται εύλογα σε αδιέξοδο. Περιθωριοποιούνται δηλαδή λόγω της πολιτικής κατάπτωσης και έτσι απέχουν από την όζουσα πολιτική της χώρας. Από την άλλη, ακόμα και μέσα στο πολιτικό τους αδιέξοδο, οι πολίτες που απείχαν έστειλαν και ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση: «Αλλάξτε», «Δεν θέλουμε κανέναν σας», «Φύγετε», «Ας βγει επιτέλους κάτι πραγματικά νέο», «Δεν με εκφράζει κανείς σας», «Κάτω οι ιδεολογίες», «Τέρμα η δεξιά και η αριστερά στην Ελλάδα». Ένα πολιτικό μήνυμα το οποίο ουδείς εκ της καθεστηκυίας τάξης δεν επιθυμεί να ακούσει. Όχι διότι δεν μπορεί, αλλά διότι δεν τον συμφέρει. Κανείς πολιτικός ή δημοσιογράφος δεν τόλμησε να σχολιάσει το ηχηρότατο κατά τα άλλα μήνυμα του 50% των πολιτών της χώρας. Κανείς πολιτικός ή δημοσιογράφος δεν επιθυμεί να παραδεχτεί πως το σύστημα, που αποτελείται από τους ίδιους, είναι εκ βάθρων σαθρό και οι πολίτες ζητούν και πρόκειται να αλλάξουν.
Ποιος άραγε νοήμων θα τολμούσε να ερμηνεύσει το μήνυμα του κόσμου ως το πολιτικό τέλος του ιδίου;
Αντιθέτως, αυτό που τόλμησαν πολλοί θρασύδειλοι να κάνουν είναι να κατηγορήσουν τους πολίτες για ευθυνοφοβία και ανευθυνότητα. Να θυμίσουμε ότι η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Ο κοινοβουλευτισμός όμως έχει.
Το πραγματικό λοιπόν μήνυμα των εκλογών που κανείς πολιτικός ή δημοσιογράφος δεν τολμάει να παραδεχτεί είναι πως η πλειοψηφία της χώρας δεν έχει φωνή, δεν έχει έκφραση. Αυτή είναι η τραγική αλήθεια. Στον κοινοβουλευτισμό κυβερνούν οι μειοψηφίες με απόλυτο και βίαιο τρόπο. Το υπάρχον ζήτημα των ποσοστών και το έλλειμα αντιπροσώπευσης είναι πασιφανές για όποιον δεν φοράει την τελευταία λέξη στις κομματικές παρωπίδες. Βλέποντας το κράτος ως λάφυρο και λεία, οι εκάστοτε μειοψηφίες καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις εξουσίας και κυβερνούν αποκλειστικά για το κλάσμα των πολιτών που τους ψήφισε. Οι υπόλοιποι μπορούν να χτυπούν την κουφή πόρτα του κοινοβουλίου ή να επισκεφθούν τις παραλίες διότι δεν αφορούν κανέναν. Αυτή με δυο λόγια είναι η «δημοκρατία» τους.
Την ίδια στιγμή, αρκετοί συμπολίτες μας θα οδηγηθούν στις κάλπες για να πράξουν το καθήκον τους, ή τουλάχιστον αυτό που υπαγορεύεται ως καθήκον από τους ίδιους τους δυνάστες τους. Πολλοί θα συμβιβαστούμε για να το μετανιώσουμε την εκλογική επομένη. Πολλοί θα ενδυναμώσουμε με την ψήφο μας τη φωνή των εθνικών μας ολετήρων εντός του κοινοβουλίου. Και έτσι ο αέναος «κύκλος της ψήφου και της μεταμέλειας» συνεχίζεται.
Σε τι μπορεί να ελπίζει κανείς; Αρχικά στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Η αυτοδυναμία είναι το κάκιστον του κοινοβουλευτισμού. Μια φράξια από Ολιγάρχες, υπεράνω νόμου, δίχως να λογοδοτεί και να ελέγχεται από κανέναν, είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο για κάθε κοινωνία ανθρώπων. Με τις «κουτσουρεμένες» κυβερνήσεις υπάρχει πάντοτε η (μικρή) ελπίδα κάποιο κόμμα της συγκυβέρνησης να την περιορίσει. Άλλωστε μέχρι να απελευθερωθεί η Ελλάδα, το βέλτιστο θα ήταν τα κόμματα να περιοριστούν στις λιγότερες δυνατές μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις. Μέχρι την απελευθέρωση της χώρας, δεν θέλουμε ούτε μεγάλες αλλαγές, ούτε «λύσεις» σε εθνικά ζητήματα, ούτε αξιοποίηση του εθνικού μας πλούτου. Αυτό διότι οι ξενοκίνητες κυβερνήσεις μας, διαχειρίζονται όλα τα προαναφερθέντα θέματα, με τον χειρότερο, διεφθαρμένο (κακοδιαχείριση, σπατάλες και μίζες), και εθνοβόρο τρόπο.
Οι «κολοβές» κυβερνήσεις όμως δεν φτάνουν. Χρειάζεται να αναλάβουμε ακόμα πιο ενεργό δράση. Και αυτό διότι σε κάθε περίπτωση, το μη χείρον βέλτιστον δεν νοείται ως επιλογή σε μια δημοκρατία. Οι συμβιβασμοί αυτού του επιπέδου δεν χαρακτηρίζουν ελεύθερους ανθρώπους.
Αντιθέτως, πρέπει να αγωνιστούμε όχι απλά για το καλό, αλλά για το καλύτερο. Να αγωνιστούμε για να το δημιουργήσουμε.
Αυτή είναι η δημοκρατική επιταγή.
* Ο Σταύρος Καλεντερίδης είναι διεθνολόγος, επικοινωνιολόγος και υπ. διδάκτωρ Ιστορίας
Πηγή: Το δέλτα
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια