Γράφει ο Αθανάσιος Έλλις
Η Ουάσιγκτον αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τις τελευταίες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και ασκεί την επιρροή της, αλλά τα αχαρτογράφητα ύδατα στα οποία κινούνται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν επιτρέπουν ασφαλείς εκτιμήσεις και προβλέψεις. Την ίδια ώρα, η γραφειοκρατία, συμπεριλαμβανομένου και του πάλαι ποτέ ένθερμου υποστηρικτή της Τουρκίας Πενταγώνου, δυσφορεί και εξοργίζεται με την υπόθεση των ρωσικών S-400.
Εκπέμπονται σαφή μηνύματα. Σε επίπεδο συμβολισμού γίνονται δηλώσεις περί «προκλητικών ενεργειών», κάτι όχι σύνηθες στις παρεμβάσεις των Αμερικανών στο παζλ των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Παράλληλα, οι αξιωματούχοι εδώ στην Ουάσιγκτον επιμένουν πως ό,τι λένε το εννοούν και περνούν στο επόμενο στάδιο, σχεδιάζοντας κυρώσεις που θα πλήξουν την τουρκική οικονομία.
Ωστόσο, σχεδόν όλοι οι αρμόδιοι διαμηνύουν ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να «χάσουν» την Τουρκία. Στο γεωπολιτικό σκηνικό δεν θέλουν να δουν τη μέχρι πρότινος κοσμική –και παρά τις πολλές εκπτώσεις, ιδιαιτερότητες και αδυναμίες– δημοκρατία με δυτικά χαρακτηριστικά, και σημαντική σύμμαχό τους, να μετεξελίσσεται σε ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Πακιστάν.
Φυσικά, αυταρχικό καθεστώς η Τουρκία είναι ήδη, εδώ και χρόνια. Τύπου Πακιστάν δεν έχει γίνει ακόμη. Αλλά το μίσος του Ερντογάν για τη Δύση, σε συνδυασμό με τα έντονα ισλαμικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και τις νεοοθωμανικές βλέψεις του, συνηγορεί στη μετεξέλιξη της μεγάλης αυτής χώρας σε έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, οι Αμερικανοί αναγνωρίζουν με εμφαντικό τρόπο, όχι μόνο σε ιδιωτικές συζητήσεις, αλλά και με δημόσιες δηλώσεις, ότι οι στρατηγικές επιλογές της Αθήνας και της Λευκωσίας, όπως και η στάση τους στη συγκεκριμένη φάση της αυξημένης έντασης, κινούνται στη σωστή κατεύθυνση.
Αλλωστε, η συνεργασία της Ουάσιγκτον με την Αθήνα το τελευταίο διάστημα είναι εξαιρετική. Βρίσκεται στο καλύτερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. Και υπάρχει η πεποίθηση ότι αυτό θα συνεχιστεί και με μια κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κάποιες τριβές, που είχαν κυρίως προσωπικά χαρακτηριστικά, έχουν ξεπεραστεί και ήδη σχεδιάζεται η συνεργασία με τη νέα κυβέρνηση.
Ο «δημοκρατικός άξονας» Ιερουσαλήμ - Λευκωσία - Αθήνα, που νοερά επεκτείνεται και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και στην Ουάσιγκτον, έχει την τελευταία δεκαετία αποκτήσει στέρεες βάσεις και διακομματικά χαρακτηριστικά –κάτι σπάνιο στην περίπτωση της Ελλάδας– και αυτό επιτρέπει μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς σε σωρεία δράσεων, από κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και ανταλλαγή πληροφοριών μέχρι την οικονομική και εμπορική συνεργασία.
Πολλά σωστά βήματα έχουν γίνει. Οχι μόνο προς τις ΗΠΑ, αλλά και προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία πιέζει με την προοπτική δικών της κυρώσεων. Μπορούν να γίνουν και προς τον ΟΗΕ σε ό,τι αφορά την κατάθεση γεωγραφικών συντεταγμένων με τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Αν. Μεσόγειο. Αλλά στην περίπτωση του Ταγίπ Ερντογάν ο πιο δυνατός παίκτης, και αυτό αφορά το συνολικό παζλ, από την οικονομία μέχρι τη γεωπολιτική, είναι η Αμερική. Και εδώ δεν αρκούν το Κογκρέσο και η γραφειοκρατία. Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι, εκ των πραγμάτων, ο πρόεδρος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι απρόβλεπτος και συχνά με ένα τουίτ ανατρέπει πολιτικές που έχουν αποφασισθεί από τα υπουργεία. Επίσης, έχει δείξει ότι θαυμάζει την ηγεμονική συμπεριφορά του Ερντογάν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν, σε μία εβδομάδα στο περιθώριο του G20 στην Οσάκα, θα είναι καθοριστικής σημασίας για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Αναπόφευκτα θα επηρεάσει και την εξίσωση στην Αν. Μεσόγειο.
(Photo: AP)
0 Σχόλια