Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
Δεν συμφέρει έναν συνεπή μαρξιστή ούτε έναν οπαδό της «ελευθερίας των Αγορών» να χαρίζουν τη φιλοπατρία και τον συντηρητισμό στην «Ακρα Δεξιά», στους νεοναζί. Το απαγορεύει η μόνη Ηθική που όλοι οι μηδενιστές σέβονται: η Ηθική της αυτοπροστασίας.
Σε συνθήκες «υπαρκτού σοσιαλισμού» (του αείμνηστου) η «ελευθερία των Αγορών» ήταν η συγκεφαλαίωση παντός κακού και πάσης απειλής. Σε συνθήκες «ελευθερίας των Αγορών» ο μαρξισμός είναι απαγορευμένη λέξη και απαγορευμένο εννόημα. Εκατομμύρια ανθρώπων έζησαν φριχτούς βασανισμούς και στερήθηκαν τη ζωή τους, επειδή ήταν μαρξιστές που έτυχε να γεννηθούν σε κοινωνίες «ελεύθερης αγοράς» ή οπαδοί της «ελεύθερης αγοράς» γεννημένοι σε «σοσιαλιστικούς παραδείσους».
Τα μαρξιστικά κινήματα και ο οικονομικός φιλελευθερισμός, οι δύο όψεις του αμφιπρόσωπου Ιανού-Ιστορικού Υλισμού –του πλέον ακαταμάχητου στην ιστορία (διπολικού αλλά ενιαίου) μηδενισμού-αμοραλισμού–γεννήθηκαν σε κοινωνίες φιλοπατρίας και συντηρητισμού. Γι’ αυτό επέζησαν. Η φιλοπατρία και ο συντηρητισμός συνιστούν τρόπο συνύπαρξης – και τον τρόπο συνύπαρξης τον λέμε «πολιτισμό». Προϋποθέτουν «πολιτικόν βίον» που είναι καρπός «καλλιέργειας» (culture), δηλαδή κατορθωμένης ελευθερίας από το ένστικτο, από τον εγωκεντρισμό της ορμής. Κοινωνία του βίου (πολιτική) είναι ανέφικτη δίχως (λελογισμένη και οριοθετημένη) ανοχή της αποτυχίας, του λάθους, της παρεκτροπής. Στο κλίμα αυτής της ανοχής μπόρεσε να γεννηθεί ο αμφιπρόσωπος Ιστορικός Υλισμός.
Οι λέξεις «φιλοπατρία» και «συντηρητισμός» δηλώνουν ελευθερία από το εγώ, από την αναγκαιότητα των ορμεμφύτων – ελευθερία που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από το κτήνος και γεννάει την πολιτική. Αγαπώ την πατρίδα, σημαίνει: Χαίρομαι την κοινωνία των σχέσεων, τη συμμετοχή στα κοινά, τη δημιουργική συνύπαρξη και το παρελθόν της (Ιστορία), τις κοινές επιδιώξεις.Αγαπώ, γι’ αυτό συντηρώ, την κοινή μας γλώσσα, την κοινή ιστορική συνείδηση, τη σοφία που μας «παραδόθηκε» ένσαρκη σε θεσμούς, έθιμα, δοκιμασμένες μέσα στους αιώνες πρακτικές, τη μεταφυσική ελπίδα που νοηματοδοτεί τον θάνατο.
Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω, ο Ιστορικός Υλισμός είναι μια μηδενιστική ιδεολογία, διπολική, μαρξιστική ή «φιλελεύθερη». Και ιδεολογία σημαίνει: ατομικές «πεποιθήσεις», ατομική στράτευση για κοινά χρηστικές επιδιώξεις. Συστράτευση – όχι μετοχή, όχι κοινωνία. Για τον Ιστορικό Υλισμό (μαρξισμό και «φιλελευθερισμό») δεν υπάρχει ενιαία κοινωνία, γι’ αυτό ούτε και πατρίδα. Υπάρχουν μόνο οριοθετημένα συμφέροντα, δηλαδή «τάξεις» – ταξικός ανταγωνισμός, ταξική πάλη.
Και αυτόν τον πρωτογονισμό επιβάλλουν σήμερα να τον ονομάζουμε «προοδευτική» παράταξη, ενώ τις κοινωνικές προτεραιότητες της φιλοπατρίας και του συντηρητισμού τις χαρίζουν στους νεοναζί και στους χρυσαυγίτες. Ειδικά στην Ελλάδα, το πιο δυσερμήνευτο κατόρθωμα του Ιστορικού Υλισμού δεν είναι ότι επέβαλε σαν αυτονόητη την ταύτισή του με την «προοδευτική» πολιτική παράταξη. Υπάρχει κάτι ακόμα πιο αινιγματικό και σκοτεινό: Πώς, με ποιες μεθοδεύσεις, με ποια τεχνάσματα, μαρξιστές και «φιλελεύθεροι» κατορθώνουν, ώστε οι πραγματικοί τους αντίπαλοι (ο πατριωτισμός και ο συντηρητισμός) να εκπροσωπούνται πάντοτε από κόμματα «της πλάκας»: Από ευφραδείς ρήτορες που εκφράζουν ακαταμάχητες αλήθειες, αλλά με διακριτές απηχήσεις παράνοιας. Από αγνούς πατριώτες, με έγνοια και πόνο για τα κοινά, αλλά, λόγω απαιδευσίας ή από φυσικού τους, μη σοβαρούς, ευόλισθους στη γελοιοποίηση.
Συντηρητικό και πατριωτικό πρέπει να ήταν το Λαϊκό Κόμμα – τουλάχιστον στη λαϊκή του βάση. Το κατάργησε ο Κων. Καραμανλής, του γυάλιζε κάτι πιο «ευρωπαϊκό», γαλλοφερμένο: Εφτιαξε αρχικά ένα Parti radical (EPE) και μια Nouvelle république (Ν.Δ.) αργότερα. Και με τις δύο ονομασίες το καραμανλικό κόμμα είχε ισχνή έως ανύπαρκτη πολιτική ταυτότητα και διαχειριστικό της εξουσίας χαρακτήρα: ήταν εργαλείο στα χέρια του ιδιοφυούς ιδρυτή του. Οταν έλειψε ο ιδρυτής, το κενό πολιτικής αποκαλύφθηκε ιλιγγιώδες.
Εύκολα οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατέταξαν το καραμανλικό κόμμα στη Δεξιά και έντεχνα το ταύτισαν με τις πιο άθλιες αμαρτίες της παρακρατικής «Δεξιάς» που υπήρξε παράγωγο της ζαχαριαδικής ανταρσίας. Ηταν άδικο, γιατί η πολιτική που άσκησε ο Καραμανλής υπήρξε μάλλον η πιο κοινωνιοκεντρική (σοσιαλιστική) στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αλλά ο πατριωτισμός και ο συντηρητισμός που θα μπορούσαν να αντιπαλαίψουν την κατασυκοφάντηση, δεν ήταν δυνατό να συνυπάρχουν με την απόλυτη προτεραιότητα του «εξευρωπαϊσμού».
Μέχρι σήμερα το καραμανλικό κόμμα μοιάζει να μην μπορεί να καταλάβει ότι, υιοθετώντας τον άκριτο, άνευ όρων εξευρωπαϊσμό, παίζει στο γήπεδο των άσων του διεθνισμού, μαρξιστών και «φιλελεύθερων» – έχει χάσει το παιχνίδι «από χέρι», έστω κι αν εφήμερα ο Τσίπρας νικηθεί. Γιατί εφήμερα; Διότι τίποτε δεν αλλάζει, όσο η Ν.Δ. σωπαίνει για τα ουσιώδη: Για το πώς θα σωθεί, με ποια ρεαλιστική πολιτική, η γλώσσα του Ελύτη, του Σεφέρη, αλλά και του Παπαδιαμάντη ή του Ρωμανού του Μελωδού. Πώς θα ελευθερωθεί το σχολειό από τη «χρησιμότητα» και θα γίνει χαρά και λαχτάρα. Πώς θα ξανανθίσει η αριστεία, η άμιλλα, πώς θα σταλεί στον αγύριστο η νεκροφόρα «περιφέρεια» και θα ξαναγεννηθεί η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Πώς θα πάρει πρωτοβουλίες η «διασπορά», να ξαναβρεί ο Ελληνας την κοσμοπολίτικη αρχοντιά του.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια