Του Γιώργου Χατζηθεοφάνους,
Υποστρατήγου ε.α., Οικονομολόγου
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών οδήγησε στην επίσπευση των βουλευτικών εκλογών και βέβαια η μεγάλη διαφορά των 9.36 μονάδων προμηνύει πως η 8η Ιουλίου θα ξημερώσει με τη ΝΔ στην Κυβέρνηση και Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Με τον «Πορθητή» στην ΑΟΖ της Κύπρου, τη «δύσκολη» Συμφωνία των Πρεσπών στο στάδιο εφαρμογής, το μεγάλο μεταναστευτικό ζήτημα, που μέχρι τώρα η Ευρώπη φόρτωσε στις δικές μας πλάτες, σε εξέλιξη και βέβαια με την οικονομία σε κρίσιμη καμπή στην πορεία εξόδου από την κρίση, θέλω να πιστεύω πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για πανηγυρισμούς. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η νέα Κυβέρνηση θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ψηφοφόρων πάνω στις μεγάλες αυτές προκλήσεις που συνδέονται άμεσα με την ασφάλεια και την ευημερία του λαού.
Στην εξωτερική πολιτική η υποστηριζόμενη από πολλούς πρακτική της απραξίας (δεν ανοίγουμε θέματα), που ακολουθήθηκε στο παρελθόν ίσως να μην είναι διαθέσιμη ως επιλογή για τη νέα Κυβέρνηση λόγω της μεγάλης δυναμικής που έχει αναπτυχθεί στο διεθνές περιβάλλον και ειδικότερα στην ευρύτερη γειτονιά μας. Στην περίπτωση αυτή η διαχείριση των εθνικών μας θεμάτων θα συνεχίσει να γίνεται από τον νέο Υπουργό Εξωτερικών στη βάση των γνωστών μέχρι σήμερα εκθέσεων ιδεών ή θα υπάρξει επιτέλους ένα νέο θεσμικό πλαίσιο (όργανα-διαδικασίες) διαμόρφωσης και εφαρμογής μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής για την υποστήριξη των εθνικών μας συμφερόντων όπως αρμόζει σε ένα σύγχρονο και δημοκρατικό κράτος; Αυτό είναι το βασικό ζήτημα από το οποίο θα κριθεί εν πολλοίς η αποτελεσματική διαχείριση των εθνικών θεμάτων.
Σε ότι αφορά στην Τουρκική απειλή, χωρίς εθνική στρατηγική προφανώς θα συνεχίσουμε να επενδύουμε στον αναποτελεσματικό, κρινόμενο εκ του αποτελέσματος, κατευνασμό, που αποτέλεσε τη κυρίαρχη στρατηγική επιλογή όλων των Κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και συμφωνίες που στο σύνολό τους, μέχρι σήμερα, εμπεριέχουν στοιχεία παραίτησής μας από κυριαρχικά μας δικαιώματα και εξυπηρέτηση των στόχων του προβληματικού αυτού γείτονα. Κάποιοι αδυνατούν να αντιληφθούν πως η Τουρκία αποτελεί μοναδική περίπτωση διεθνών σχέσεων. Η επιλογή της επίκλησης του διεθνούς δικαίου, εργαλείο των αδυνάμων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και της «στρατηγικής ψυχραιμίας» δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την αποτελεσματική αποτροπή, δηλαδή την υποστήριξη των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων χωρίς της ανάγκη προσφυγής σε πόλεμο, που η Χώρα χρειάζεται. Αναμφισβήτητα θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για την επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας. Δεν είναι κακό να συνομιλείς, κακό είναι να οδηγείσαι σε διαπραγματεύσεις υπό απειλές και από φόβο.
«Έχουμε ισχυρούς συμμάχους» ήταν η απάντηση του υπουργού εθνικής άμυνας σε σχετική ερώτηση για την πρόσφατη τουρκική προκλητικότητα. Η θέση αυτή λογικά θα πρέπει να μας ανησυχεί διότι τα συμφέροντα επιβίωσης πρέπει να μπορούμε να τα υποστηρίζουμε μόνοι μας. Οι όποιες συμμαχίες και συνεργασίες, τις οποίες χωρίς καμία αμφιβολία θα πρέπει να επιδιώκουμε και να διαμορφώνουμε, στη βάση όμως πάντα των εθνικών συμφερόντων, έχουν επικουρικό και μόνο χαρακτήρα. Αυτή την χρονική στιγμή, τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ έφεραν τις χώρες αυτές πιο κοντά στην Ελλάδα. Αν, για οποιοδήποτε λόγο και με οποιοδήποτε τρόπο, αύριο αντικατασταθεί ο ισλαμιστής Ερντογάν από έναν Κεμαλιστή νέο ηγέτη ή ο ίδιος αλλάξει στάση, είναι βέβαιο πως αλλάζουν όλα με ότι αυτό συνεπάγεται στα εθνικά μας συμφέροντα. Και βέβαια αποτελεί ανοησία να περιμένουμε στρατιωτική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών όλα όσα μπορεί να κάνει η νέα Κυβέρνηση (οποιαδήποτε νέα κυβέρνηση) απέχουν πολύ από τις προσδοκίες των εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών. Σύμφωνα με το άρθρο 20 οι διατάξεις της Συμφωνίας θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες ενώ δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση στα άρθρα 1(3) και 1(4) δηλαδή στα ζητήματα της ονομασίας και εθνότητας-Γλώσσας. Με βάση το άρθρο 19 οι όποιες διαφορές προκύψουν θα επιλύονται μεταξύ των δύο χωρών ενώ σε περίπτωση αδυναμίας θα ζητούν τη συνδρομή του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και εάν οι διαφορές παραμένουν τη λύση θα δίνει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κι αν υποθέσουμε πως η Ελλάδα πετύχει την λύση, καταγγελία ή ακύρωση της Συμφωνίας το αποτέλεσμα θα είναι δυσμενές για τη Χώρα μας καθόσον η Κυβέρνηση των Σκοπίων με νέο έγγραφο στον ΟΗΕ θα επανέλθει, εφόσον η Συμφωνία των Πρεσπών θα έχει λυθεί, στην αρχική ονομασία δηλαδή «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στο μεταξύ η ενδιάμεση Συμφωνία έχει πάψει να ισχύει και βέβαια η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν αναστέλλεται.
Επιπρόσθετα μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί πόσο δύσκολο είναι για μια Χώρα που στην αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής επικαλείται μονίμως το διεθνές δίκαιο να δώσει την εντύπωση στο διεθνές περιβάλλον ότι δεν σέβεται τις συμφωνίες. Στο δια ταύτα, πέραν των όποιων περιθωρίων βελτίωσης της Συμφωνίας επιτρέπει η πορεία των Σκοπίων προς την ΕΕ, το εθνικό συμφέρον επιβάλλει την παρακολούθηση εφαρμογής της με ιδιαίτερη βαρύτητα στο δεύτερο μέρος (άρθρα 9-17), που αφορά στην προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών (οικονομική, επιστημονική, πολιτιστική, αμυντική κλπ) που θα μας επιτρέψει, πέραν των άλλων, να διεκδικήσουμε πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια με στόχο την αναβάθμιση της θέσης μας στους διεθνείς οργανισμούς με ότι αυτό συνεπάγεται στην προώθησή των εθνικών μας συμφερόντων. Αυτό άλλωστε επιβάλλει η ανάγκη ανάσχεσης της Τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια και του επικίνδυνου για την ασφάλεια της περιοχής θρησκευτικού φονταμενταλισμού που με επιτυχία μέχρι τώρα προωθεί.
Η αποτελεσματική όμως υποστήριξη των συμφερόντων άμυνας και ασφάλειας απαιτεί μια εύρωστη οικονομία διότι όπως είπε ο Θουκυδίδης, πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού, επίκαιρος πάντα και ιδιαίτερα σήμερα λόγω της μεγάλης αύξησης του ρεαλισμού έναντι του μοραλισμού στο μείγμα της εξωτερικής πολιτικής πολλών κρατών (βλ. ΗΠΑ), ο πόλεμος διεξάγεται περισσότερο με χρήματα και λιγότερο με όπλα. Στην κατεύθυνση αυτή η επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση της νέας Κυβέρνησης στο πλαίσιο της οριστικής εξόδου από την κρίση. Ανάπτυξη 1-2% μετά από ύφεση 8-9 ετών κατά τη διάρκεια της οποίας χάθηκε πάνω από το 25% του ΑΕΠ παραπέμπει στο γνωστό φαινόμενο του γκελ της νεκρής γάτας (ακόμη και μια νεκρή γάτα εάν την πετάξουμε από ψηλά μόλις χτυπήσει στο έδαφος θα αναπηδήσει χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει πως είναι ζωντανή) παρά σε βιώσιμη ανάπτυξη.
Η Χώρα χρειάζεται ανασύσταση του παραγωγικού της ιστού μέσα από έναν εύρωστο, ανεξάρτητο, μη κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα στους κόλπους του οποίου οι πολίτες θα απολαμβάνουν καλύτερες προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης-καριέρας και αμοιβών από ότι στο δημόσιο. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσα από μια σειρά δομικών μεταρρυθμίσεων (χωρίς νέα υφεσιακά μέτρα) για την αναβάθμιση των δεικτών ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (δημόσια διοίκηση, δικαστικό-νομοθετικό σύστημα, υγεία, παιδεία, σταθερό φορολογικό σύστημα, πολιτική σταθερότητα κλπ) που θα φέρουν στη Χώρα νέες μεγάλες επενδύσεις.
Με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στην τελευταία θέση στην κοινή αγορά της ΕΕ και μάλιστα στον πυρήνα της, την ευρωζώνη, χωρίς τη δυνατότητα εφαρμογής ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, και χωρίς έναν ευρωπαϊκό αποτελεσματικό μηχανισμό ανακύκλωσης των πλεονασμάτων ο μόνος τρόπος περιορισμού των ελλειμμάτων είναι η φτωχοποίηση του λαού. Κι αυτό διότι η όποια αύξηση της ρευστότητας στην αγορά (με αύξηση μισθών-συντάξεων κλπ) θα οδηγήσει στην αύξηση των ελλειμμάτων αφού τα ράφια είναι γεμάτα με εισαγόμενα προϊόντα. Ενδεικτικά μόνο το 15% των αναγκών σε βοοειδή και 30% σε χοιρινό καλύπτονται από την εγχώρια παραγωγή.
Η οριστική έξοδος από την κρίση και η δημιουργία μιας σύγχρονης, ευρωπαϊκής και ισχυρής Ελλάδας, ικανής να προωθήσει την ασφάλεια και ευημερία των πολιτών της, σε ένα κόσμο που αλλάζει με ταχύτητες που προκαλούν ζάλη, απαιτεί μια φιλελεύθερη Κυβέρνηση κι έναν Πρωθυπουργό που θα έχει τη θέληση και τη δύναμη να στελεχώσει το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και όλο τον κρατικό μηχανισμό με τους πλέον ικανούς να υποστηρίξουν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που η Χώρα χρειάζεται, παρακάμπτοντας τα κομματικά στελέχη που την επομένη των εκλογών, με μόνο εφόδιο την κομματική τους ταυτότητα, θα συνωστίζονται στις εισόδους των υπουργείων για να εξαργυρώσουν τον προεκλογικό τους αγώνα με μια λαμπρή θέση στον κρατικό μηχανισμό. Θα μπορέσει η ΝΔ και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης να ανταποκριθούν σε αυτήν την απαίτηση; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.
(Από τη “Μακεδονία” της Κυριακής 9 Ιουνίου)
0 Σχόλια