Sponsor

ATHENS WEATHER

Ο νόμος της κάλπης, o πρώτος είναι... πρώτος


Του Γιάννη Κ. Τρουπή

Όσο η ευρωκάλπη της 26ης Μαίου έρχεται πιο κοντά τόσο η συζήτηση για τη διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος μεγαλώνει. Για πρώτη φορά ουδείς ασχολείται με το ποιος θα καταλάβει την πρώτη θέση (όλοι θεωρούν την ΝΔ ως βέβαιο νικητή) και απλώς ενδιαφέρονται για το πόσο μεγάλη ή μικρή θα είναι η ψαλίδα που θα την χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα είναι η χώρα της υπερβολής, συμπέρασμα που και στην προκειμένη περίπτωση βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του, μια και τόσο οι πολιτικοί όσο και όλοι όσοι ασχολούνται με την επικείμενη εκλογική διαδικασία φαίνεται να έχουν μπερδέψει ορισμένα στοιχεία, με πρώτο το εξής απλό: Η νίκη είναι νίκη, έστω και με μια ψήφο διαφορά, όπως έλεγε ο κ. Τσίπρας στις Ευρωεκλογές του 2014, ή αλλιώς όπως λέγεται στον αθλητισμό ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα.

Η εξαιρετικά απλή όσο και “καθαρή” αυτή παραδοχή, στις ευρωπαϊκές και περιφερειακές εκλογές της επόμενης Κυριακής λαμβάνει μία διαφορετική διάσταση, αφού θα είναι η πρώτη φορά που θα κληθούμε να ψηφίσουμε μετά από τέσσερα χρόνια. Θα είναι η πρώτη φορά που θα στηθούν κάλπες αφού δεν έχουν μεσολαβήσει ούτε εθνικές, ούτε ευρωεκλογές , ούτε αυτοδιοικητικές εκλογές, γεγονός που δίνει ένα διαφορετικό χρώμα όχι μόνο στη διαδικασία συνολικά αλλά και στην οποιαδήποτε προσπάθεια πρόβλεψης του αποτελέσματος.

Αυτό πάντως που μοιάζει να μην συζητείται, τουλάχιστον σε δημοσκοπικό επίπεδο, είναι το συνεχές και σαφές δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ επί τρία χρόνια και πλέον, το οποίο δημιουργεί την εντύπωση μιας τουλάχιστον “καθαρής” επικράτησης. Στο σημείο αυτό αρχίζουν οι αναλύσεις και η σεναριολογία.

Από πιο σημείο και πάνω μία εκλογική διαφορά θεωρείται «μεγάλη»; Η ερώτηση αυτή ασφαλώς και επιδέχεται πολλών και διαφορετικών απαντήσεων , μια και χωράει μεγάλη δόση υποκειμενικότητας.
Οποια όμως και αν είναι η προσέγγιση του καθενός, ένα είναι το δεδομένο : Η εκτίμηση ενός εκλογικού αποτελέσματος δεν μπορεί παρά να συγκρίνεται καταρχήν με τα προηγούμενα αντίστοιχα που υπάρχουν και την γενικότερη εκλογική εμπειρία.

Αν δει κανείς τον Πίνακα με τα αποτελέσματα όλων των προηγούμενων Ευρωεκλογών που προηγήθηκαν των εθνικών εκλογών ή δεν συνέπεσαν μαζί τους θα καταλήξει στο εξής συμπέρασμα:

Σε καμία μάχη για την ευρωκάλπη ο νικητής δεν επικράτησε του ηττημένου με περισσότερες από 4,4 μονάδες. Αυτό μάλιστα συνέβη μόνο δύο φορές (το 1989 και το 2009), ενώ σε όλες τις άλλες ευρω-αναμετρήσεις η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων ήταν ακόμη μικρότερη. 3,1% το 1999, 3,6% το 1984 και 3,9% στις τελευταίες ευρωεκλογές του 2014 που τις κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σε δύο μόνον περιπτώσεις η διαφορά των ευρωεκλογών ήταν αρκετά μεγαλύτερη, αλλά οι πολιτικές συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν απολύτως διαφορετικές. Πρόκειται για το 1981, όταν οι ευρωεκλογές συνέπεσαν με τις εθνικές εκλογές που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ και το 2004 όταν διεξήχθησαν αμέσως μετά τις εκλογές που είχε κερδίσει η ΝΔ και οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ ήταν απογοητευμένοι.

Ο παρακάτω πίνακας είναι ενδεικτικός :


Με δεδομένη λοιπόν τις παραπάνω εξαιρέσεις, μεγάλο ενδιαφέρον έχει ότι σε όλες τις υπόλοιπες ευρωεκλογές, η διαφορά που καταγράφηκε ανάμεσα στο νικητή και τον χαμένο διευρύνθηκε στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν. Πιο εντυπωσιακά είναι τα παραδείγματα των δύο τελευταίων αναμετρήσεων.

Το 4,4% που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ τη ΝΔ το 2009 και τέσσερις μήνες αργότερα έγινε 10,4% στις εθνικές κάλπες, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τη ΝΔ με 3,9%, στις ευρωεκλογές του 2014, έξι μήνες μετά επικράτησε στις εθνικές εκλογές με 8,5%.

Επομένως, οι Ευρωεκλογές θα έλεγε κανείς ότι αντιμετωπίζονταν πάντα από τους πολίτες ως το πρώτο ημίχρονο ενόψει του δεύτερου των εθνικών εκλογών.

Τις μικρότερες αυτές διαφορές στις ευρωεκλογές οι αναλυτές τις αποδίδουν σε δύο παράγοντες:

- Πρώτον στο ευρωπαϊκό φαινόμενο, οι ευρωκάλπες να αντιμετωπίζονται με πιο χαλαρό τρόπο από τους ψηφοφόρους. Εξού και σχεδόν πάντα η αποχή είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τις εθνικές εκλογές, όπως και ο δικομματισμός χαμηλότερος.

- Δεύτερον στην τάση των ψηφοφόρων να στέλνουν μια ανέξοδη διαμαρτυρία στα κόμματα εξουσίας στηρίζοντας μικρότερα κόμματα, γνωρίζοντας ότι αυτές οι εκλογές δεν εκλέγουν κυβέρνηση.

Το αν το φαινόμενο αυτό θα επιβεβαιωθεί την άλλη Κυριακή μένει να αποδειχθεί. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες ψηφοφόροι γνωρίζουν ότι η επικείμενες ευρωεκλογές είναι στην ουσία ο πρώτος γύρος μιας επί της ουσίας διπλής αναμέτρησης, καθώς ποτέ στο παρελθόν δεν ήξεραν ότι οι εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν ούτως ή άλλως τέσσερις μήνες αργότερα.

Για να μην πάμε την συζήτηση πολύ μακριά, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι σε κάθε περίπτωση οι προηγούμενες ευρωεκλογές θέτουν αναπόφευκτα τον πήχη, τη βάση για το νικητή και τον ηττημένο για στις επόμενες. Ενδιαφέρον επίσης έχει το γεγονός ότι μόνο μία φορά το κόμμα που έχασε τις ευρωεκλογές κέρδισε τις επερχόμενες εθνικές.

Ήταν το 1999 όταν το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε από τη ΝΔ με 3,1%, αλλά κέρδισε οριακά τις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν με 1,1%. Αυτό το σενάριο είναι πιθανότατα αυτό που θα θέλει ο κ. Τσίπρας να επαναληφθεί. Η διαφορά όμως με όσα πρόκειται να ζήσουμε είναι ότι η τότε χρονική απόσταση μεταξύ των δύο αναμετρήσεων ήταν 10 μήνες και όχι το πολύ 4, όπως είναι σήμερα.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια