Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Το κρίσιμο ερώτημα της επόμενης ημέρας είναι εάν η μεγάλη διαφορά υπέρ της ΝΔ στις ευρωεκλογές στις επικείμενες εθνικές εκλογές θα διευρυνθεί ή θα μειωθεί και πόσο; Το μέγεθος της διαφοράς –μεταξύ των άλλων– θα δείξει εάν η δεύτερη εκλογική ήττα θα θέσει σε αμφισβήτηση την κυρίαρχη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στον ευρύτερο αντιδεξιό χώρο, εάν δηλαδή θα αμφισβητηθεί ως ο άλλος (ως προς τη ΝΔ) πόλος του πολιτικού συστήματος. Αυτό, άλλωστε, είναι το πραγματικό στρατηγικό στοίχημα-διακύβευμα για το κόμμα του Τσίπρα και όχι η παραμονή στην εξουσία.
Μπορεί η βαρύτατη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η σταθεροποίηση του ΚΙΝΑΛ κοντά στο 8% να έδωσε μία ένεση αισιοδοξίας στους ‘πράσινους’, αλλά η πραγματικότητα είναι πως η απόσταση που χωρίζει τα δύο κόμματα όσον αφορά την εκλογική επιρροή είναι πολύ μεγάλη. Και κυρίως το κόμμα της Γεννηματά δεν δείχνει σημάδια δυναμικής ανάκαμψης στο πολιτικό-εκλογικό επίπεδο, ώστε να έχει βάσιμες ελπίδες ότι μπορεί να διεκδικήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ την κυρίαρχη θέση στην Κεντροαριστερά.
Παρόλα αυτά, όμως, μία νέα σαρωτική ήττα του κυβερνώντος κόμματος θα τροφοδοτήσει την αμφισβήτηση για το εάν έχει κερδίσει αμετάκλητα το παραπάνω στρατηγικό στοίχημα. Την εν λόγω αμφισβήτηση τροφοδοτούν και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών πρέπει να συνδυασθεί με τα αποτελέσματα των εκλογών στις περιφέρειες και στους μεγάλους δήμους.
Τα ποσοστά που απέσπασαν οι υποψήφιοι περιφερειάρχες και δήμαρχοι της Κουμουνδούρου δεν είναι ποσοστά υποψηφίων μεγάλου κόμματος. Έστω και όταν αυτό βρίσκεται στο χαμηλό σημείο του κύκλου της εκλογικής επιρροής του, όταν δηλαδή ηττάται σε κεντρικό επίπεδο. Η Νοτοπούλου στη Θεσσαλονίκη δεν κατάφερε ούτε να εισέλθει στον δεύτερο γύρο, ενώ ο Ηλιόπουλος στην Αθήνα και ο Μπελαβίλας στο Πειραιά απέσπασαν ποσοστό γύρω από το 15%.
Μετεγγραφές αντί για στρατηγικό άνοιγμα
Τα τελευταία επτά χρόνια που βρέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση (2012-15) και στη συνέχεια στην κυβέρνηση (2015-19), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να οικοδομήσει στέρεα και ισχυρά ερείσματα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι ενδεικτικό ότι τα πήγε –περισσότερο ή λιγότερο– καλά στις αυτοδιοικητικές εκλογές μόνο όπου υποστήριξε υποψηφίους πασοκικής προέλευσης, όπως π.χ. τον Αρναουτάκη στην Κρήτη.
Αξίζει στη σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι στην κρίσιμη περίοδο 2012-15, αλλά και μετά, ο ‘μικρός ΣΥΡΙΖΑ’, επιδεικνύοντας πνεύμα ‘σεχταρισμού’, τορπίλισε το άνοιγμα προς τις ‘ορφανές’ δυνάμεις του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ, που εκείνη την περίοδο ήταν ‘γονατισμένο’. Ένα τέτοιο άνοιγμα, λοιπόν, θα επέτρεπε –υπό προϋποθέσεις– την ενσωμάτωση ισχυρών ‘πράσινων’ δικτύων και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Αυτά τα δίκτυα ήταν διατεθειμένα να διαπραγματευθούν την προσχώρησή τους στον ΣΥΡΙΖΑ, εάν εξασφάλιζαν όρους πολιτικής ισοτιμίας στους κόλπους του. Αντί γι’ αυτό, η Κουμουνδούρου άνοιξε την πόρτα της κυρίως σε μεμονωμένα στελέχη πασοκικής προέλευσης. Αλλά κι αυτά κατά κανόνα τα αντιμετώπισε σαν ξένο σώμα και συχνά τα περιθωριοποίησε στον κομματικό μηχανισμό.
Είναι προφανές πως το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην Κεντροαριστερά εκείνη την περίοδο θα άλλαζε τον πολιτικό χάρτη μόνο αν ήταν στρατηγική επιλογή και υλοποιείτο με την ανασυγκρότηση του κόμματος σε νέες βάσεις. Ο Τσίπρας είπε κατά καιρούς πολλά γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά αυτό που συνέβη στην πράξη ήταν η λογική ενός πολιτικού face control, με αποτέλεσμα το άνοιγμα τελικώς να εκφυλισθεί σε κάποιες μετεγγραφές στελεχών.
‘Γέφυρα’ και ‘Προοδευτική Συμμαχία’
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και κυρίως όταν η κυβέρνηση άρχισε να χάνει πολιτικό-εκλογικό έδαφος, ο Τσίπρας έκανε ένα άνοιγμα προς το ΚΙΝΑΛ στη λογική του αντιδεξιού μετώπου. Το άνοιγμά του έπεσε στο κενό, αφενός λόγω του γεγονότος ότι έγινε εμμέσως με όρους «ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις», αφετέρου επειδή μία ισχυρή πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ αντιμετώπιζε το κυβερνών κόμμα σαν εχθρό κι όχι σαν όμορη πολιτική δύναμη, με την οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να συνεργασθεί.
Όταν η κυβέρνηση εισήλθε στον τελευταίο χρόνο της θητείας της και κυρίως λόγω των ‘Πρεσπών’ αντιμετώπισε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, ο Τσίπρας επανέφερε στην ατζέντα του αυτή τη φορά τη διείσδυση στην Κεντροαριστερά. Έτσι φθάσαμε στη ‘Γέφυρα’ και στην ‘Προοδευτική Συμμαχία’, στις νέες μετεγγραφές και υπουργοποιήσεις. Με την πολιτική του αυτή τίναξε και τις τελευταίες γέφυρες με το ΚΙΝΑΛ.
Είναι προφανές, τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ απαξιώνεται πολιτικά και συρρικνώνεται εκλογικά, ακόμα και εάν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του, ακόμα και εάν εγγυηθεί όρους ισοτιμίας, δεν θα βρει πολλούς πρόθυμους και στο επίπεδο των ‘πράσινων δικτύων’ και στο επίπεδο του επίσημου ΚΙΝΑΛ. Με άλλα λόγια, για το ορατό μέλλον έχασε το τρένο σ’ αυτό το μέτωπο. Και το κλίμα θα επιβαρυνθεί περαιτέρω εάν στις εθνικές εκλογές η διαφορά μεγαλώσει και ταυτοχρόνως το ΚΙΝΑΛ σημειώσει έστω και μικρή άνοδο του εκλογικού ποσοστού του.
Συμπερασματικά, το κόμμα της Γεννηματά δεν μπορεί να απειλήσει στο ορατό μέλλον τον ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τη δεσπόζουσα θέση στον ευρύτερο αντιδεξιό χώρο. Από την άλλη πλευρά, όμως, το κόμμα του Τσίπρα δεν έχει ακόμα εδραιωθεί σ’ αυτή τη θέση. Και ακριβώς αυτό εάν η σαρωτική ήττα στις ευρωεκλογές συμπληρωθεί με μία ακόμα πιο σαρωτική ήττα στις εθνικές εκλογές, ο ρόλος του ως ο αντίπαλος πόλος της ΝΔ εκ των πραγμάτων θα αποσταθεροποιηθεί και υπό προϋποθέσεις μπορεί να αμφισβητηθεί.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια