Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Η επιδρομική επιχείρηση ομάδας κουκουλοφόρων στο Αστυνομικό Τμήμα Καισαριανής τη νύχτα Δευτέρας προς Τρίτη είναι ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα αντίστοιχων επιθέσεων από ομάδες του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου, οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο από τρομοκρατία χαμηλής έντασης. Στις 12 Μαΐου δέχθηκε επίθεση στα Εξάρχεια αστυνομικός της ομάδας «Δίας». Την προηγουμένη είχαν γίνει στόχος επίθεσης με μολότοφ τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ στην Κουμουνδούρου. Στις 9 Μαΐου, ομάδα κουκουλοφόρων είχε με βαριοπούλες καταστρέψει καταστήματα στην Βουκουρεστίου. Και δύο μέρες νωρίτερα είχε δεχθεί επίθεση με μολότοφ το Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων.
Αυτού του είδους οι επιθέσεις είναι κατά κάποιον τρόπο πάγια πρακτική, αλλά αυτόν τον καιρό έχουν ενταθεί, επειδή οι αρμόδιες αρχές αρνούνται να εγκρίνουν άδεια στον Δημήτρη Κουφοντίνα. Δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε το εάν είναι δικαιολογημένη ή όχι η απόρριψη του αιτήματος Κουφοντίνα. Θα περιορισθώ στην παρατήρηση ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα από όταν οι αρμόδιοι είχαν εγκρίνει επανειλημμένως άδεια στον ισοβίτη τρομοκράτη. Κατά συνέπεια είναι δικαιολογημένο να ερμηνεύσουμε την απόρριψη ως αποτέλεσμα των δημοσίων πιέσεων που ασκήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ό,τι, όμως, κι αν ισχύει στο ζήτημα της άδειας, το κύμα των επιθέσεων όχι μόνο δεν έχει την παραμικρή δικαιολογία, αλλά και επαναφέρει με οξύτητα το χρόνιο πρόβλημα της τρομοκρατίας χαμηλής έντασης. Το πρόβλημα έρχεται κάθε τόσο στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, πυροδοτώντας την κομματική διαμάχη ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ για το περιβόητο «άβατο των Εξαρχείων», το οποίο είναι αναπόσπαστο μέρος της ρητορικής κυρίως των «γαλάζιων». Το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις της ΝΔ δεν έκαναν τίποτα για να το καταλύσουν, δεν φαίνεται να προβληματίζει όσους ρητορεύουν σχετικά.
Η πραγματικότητα είναι ότι με την πάροδο των χρόνων έχει διαμορφωθεί στον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο ένας σκληρός πυρήνας επαγγελματιών της βίας, που διαθέτουν οργάνωση και συνήθως λειτουργούν σαν ομάδες κρούσης. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως το φαινόμενο αναπαράγεται στον χρόνο. Από ένα ηλικιακό σημείο και πέρα, η μεγάλη πλειονότητα των κάθε είδους αντιεξουσιαστών αποσύρεται. Παίρνουν τη θέση τους, όμως, νέοι και έφηβοι που έλκονται από την εμπειρία της συλλογικής μέθης των συγκρούσεων του πεζοδρομίου.
Είναι ενδεικτικό ότι κάθε τόσο έχουμε συγκρούσεις κουκουλοφόρων με διμοιρίες ΜΑΤ στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων. Παλαιότερα, όταν πραγματοποιούνταν μεγάλες διαδηλώσεις, οι «μπαχαλάκηδες» τις μετέτρεπαν σε πεδίο μάχης. Τώρα που δεν πραγματοποιούνται μεγάλες διαδηλώσεις, οργανώνουν το δικό τους πάρτι με τα ΜΑΤ, ή επιδίδονται σε επιδρομικές επιχειρήσεις, όπως οι προαναφερθείσες.
Τρομοκρατία χαμηλής έντασης
Το φαινόμενο των λεγόμενων σκληρών αντιεξουσιαστών πάει πίσω στον χρόνο, αλλά μετά τη νεανική εξέγερση του 2008, η φαντασίωση μιας δυναμικής συνέχειας του έδωσε νέα ώθηση, όπως έδωσε ώθηση και στις επιδρομικές επιχειρήσεις κουκουλοφόρων και στις ένοπλες επιθέσεις. Είναι σαφές ότι η ριζοσπαστικοποίηση εκείνης της νεολαίας και οι συγκρούσεις τον Δεκέμβριο 2008 τροφοδότησαν τη δεξαμενή απ’ όπου αντλούν σε πρώτο επίπεδο αυτές οι οργανωμένες ομάδες.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφονται και οι κάθε είδους επιθέσεις αντιεξουσιαστών με ακάλυπτα πρόσωπα κυρίως σε πανεπιστήμια, αλλά όχι μόνο. Αν και οι παραπάνω ενέργειες έχουν μεταξύ τους διαφορές, έχουν και έναν κοινό παρονομαστή: Διαμορφώνουν κλίμα φόβου και ως εκ τούτου βιάζουν σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία των πολιτών. Είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικές, που δεν νομιμοποιούνται από κανένα αντιεξουσιαστικό ιδεολόγημα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για χαμηλής έντασης τρομοκρατικές επιθέσεις, που αντίκεινται στο Κράτος Δικαίου.
Μπορεί η ΝΔ να έχει υψώσει τη σημαία του «νόμου και της τάξης», μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πιο ανεκτικός, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις διαχειρίζονται –με περισσότερη ή λιγότερη αυστηρότητα– το φαινόμενο. Καμία δεν επιχείρησε να το ξεριζώσει. Όπως προανέφερα, οι «γαλάζιες» κυβερνήσεις δεν έκαναν τίποτα ποιοτικά διαφορετικό από τις άλλες. Εξ ου και το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται με διακυμάνσεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Δόγμα μηδενικής ανοχής
Επιχείρηση ξεριζώματος σημαίνει επί της ουσίας μηδενική ανοχή. Ουσιαστικά σημαίνει κήρυξη πολέμου εναντίον του χώρου των επαγγελματιών της βίας, που ασκούν τρομοκρατία χαμηλής έντασης. Ένας τέτοιος πόλεμος θα συνδυάζει αστυνομικές επιχειρήσεις και ειδικά νομοθετικά μέτρα. Προϋπόθεση γι’ αυτό, όμως, είναι να υπάρχει η αναγκαία δεδηλωμένη βούληση εκ μέρους του πολιτικού συστήματος. Να υπάρξει, δηλαδή, διακηρυγμένο προς την κοινή γνώμη δόγμα μηδενικής ανοχής, το οποίο να έχει εξασφαλισμένη ευρύτατη κοινοβουλευτική στήριξη.
Εάν η Πολιτεία επιδιώξει με συστηματικό τρόπο την οριστική διάλυση των ομάδων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ασκούν τρομοκρατία χαμηλής (ή και υψηλής) έντασης, κατά πάσα πιθανότητα σε πρώτη φάση θα πολλαπλασιασθούν και θα κλιμακωθούν οι σχετικές επιθέσεις και κατ’ επέκτασιν οι επιχειρήσεις καταστολής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην πραγματικότητα θα προκύψει ένα είδος υβριδικού πολέμου.
Όπως κάθε πόλεμος, έτσι κι αυτό ενδέχεται να έχει θύματα. Γι’ αυτό μία κυβέρνηση τον ξεκινάει μόνο εάν είναι αποφασισμένη να φθάσει μέχρι το τέλος. Το γεγονός ότι όλες οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις απέφυγαν επιμελώς να κηρύξουν αυτόν τον πόλεμο και να το πάνε μέχρι το τέλος κάτι λέει. Κάτι λέει, επίσης, και το γεγονός ότι κι αυτό το ζήτημα μετατρέπεται σε προπαγανδιστικό όπλο για χρήση στο πλαίσιο του κατά κανόνα στείρου κομματικού καυγά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, πρόβλημα υπάρχει και μάλιστα οξύ, αλλά η ρητορική περί καθεστώτος ανομίας και «άβατου των Εξαρχείων» είναι μεν σωστή διαπίστωση, αλλά πολιτικά καταλήγει σε προπαγανδιστική ρητορική.
Τα συγκοινωνούντα δοχεία
Στον 20ο αιώνα η Αριστερά ήταν ο βασικός μηχανισμός διοχέτευσης, εκλογίκευσης και τελικώς αφομοίωσης του αντισυστημικού ρεύματος που αναδυόταν σε μία κοινωνία. Σήμερα, ο μετεξελιγμένος άγριος καπιταλισμός των Αγορών έχει οδηγήσει στη μεγαλύτερη διεθνή οικονομική κρίση μετά από εκείνη του 1929. Παρόλα αυτά, η Αριστερά όχι μόνο δεν είναι, αλλά ούτε και φαντάζει ανατρεπτική. Ως εκ τούτου, δεν είναι πόλος έλξης ούτε για τους κάθε λογής απόκληρους ούτε για νέους που ριζοσπαστικοποιούνται.
Ο διασυρμός της πολιτικής, καθώς και ο εκφυλισμός και η παρακμή της ιδεολογικής αμφισβήτησης έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο κενό. Και επειδή ούτε η φύση ούτε η ζωή ανέχονται για πολύ τα κενά, είναι αναπόφευκτο να αναδύονται κάθε είδους υποκατάστατα. Η πολιτική με όρους κοινοβουλευτισμού, λοιπόν, είναι για την πλειονότητα των νέων μακρινή και απεχθής.
Αντιθέτως, οι μάχες του πεζοδρομίου συγκινούν τους πιο ανήσυχους. Και οι πιο ατίθασοι στρατεύονται σ’ αυτό το ιδιότυπο «αντάρτικο πόλης» χαμηλής έντασης που βιώνεται σαν το μεγάλο πάρτι του χαβαλέ και της ασυδοσίας. Οι νέοι, άλλωστε, έχουν πάντα την τάση να καταπατούν τα όρια. Στην περίπτωσή μας, όμως, έχουμε προ πολλού αλλάξει πίστα. Έχει διαμορφωθεί καθεστώς, το οποίο παράγει το «άβατο των Εξαρχείων».
Ο χουλιγκανισμός, οι κουκουλοφόροι με τις μολότοφ και η νεανική εγκληματικότητα είναι εκφάνσεις του ίδιου προβλήματος. Με την πάροδο του χρόνου, άλλωστε, επαγγελματίες της βίας, που διεκδικούν για τον εαυτό του το ιδεολογικό πρόσημο του αντιεξουσιαστή, όπως και οργανωμένες ομάδες χούλιγκανς, ήλθαν σε όσμωση με τον χώρο της εγκληματικότητας, ειδικά της εμπορίας ναρκωτικών. Το αποτέλεσμα είναι να λειτουργούν πλέον σχεδόν σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Τόσο οι χούλιγκανς όσο και οι αντιεξουσιαστές είναι χώροι στρεβλής κοινωνικοποίησης ενός λιμνάζοντος λούμπεν νεανικού δυναμικού που έχει ανάγκη από υπαρξιακή διέξοδο. Γι’ αυτό και συνήθως μετατρέπονται παραλλήλως και σε κέντρα παράνομων δραστηριοτήτων (διακίνησης ναρκωτικών, στρατολόγησης μπράβων κτλ.), καθώς και θερμοκήπια μικρονονών και συμμοριών, που προσπαθούν να βρουν τη δική τους θέση στον χώρο του υποκόσμου.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια