Γράφει ο Βασίλης Ασημακόπουλος
Η εκρηκτική εξέλιξη των οπτικοακουστικών μέσων κατά τον 20ο αιώνα και η είσοδος της τηλεόρασης σταδιακά στις μεταπολεμικές κοινωνίες άλλαξε ριζικά τις ζωές των ανθρώπων, την καθημερινότητά τους, τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας, τους ορίζοντες, τον χωροχρόνο. Η τεχνική της πολιτικής επικοινωνίας ήδη εφαρμοσμένη και διαπιστωμένη από τον Μεσοπόλεμο είχε οδηγήσει τους θεωρητικούς του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, της περίφημης Σχολής της Φρανκφούρτης, σε εξαιρετικά απαισιόδοξες εκτιμήσεις για τις δυνατότητες χειραγώγησης των μαζικών κοινωνιών από τους μηχανισμούς της εξουσίας και τα ελάχιστα περιθώρια αντίστασης και αυτονομίας των πολιτών.
Μετά τον πόλεμο διατυπώθηκαν και διαφορετικά αναλυτικά παραδείγματα που σχετικοποιούσαν τις δυνατότητες απόλυτες χειραγώγησης και εστίαζαν στον ενεργό δέκτη – χρήστη των Μέσων. Η πολιτική επικοινωνία, αναδύθηκε σταδιακά από την περίοδο ’60-’70 στις μητροπολιτικές δυτικές κοινωνίες ως διακριτός κλάδος της Πολιτικής Επιστήμης, στοιχείο που καταγράφει την κεντρικότητά της στη λειτουργία των κομμάτων, στη διαμόρφωση του πολιτικού λόγου.
Στη θεωρία του κομματικού φαινομένου, αναλύθηκε η ήδη κυρίαρχη τάση αυτονόμησης της ηγετικής ομάδας έναντι της οργανωμένης βάσης του κόμματος τη δεκαετία του ’80, μέσα από την ενίσχυση του ρόλου των επαγγελματιών της επικοινωνίας (επικοινωνιολόγοι, διαφημιστές κλπ) και τη διαμόρφωση του λεγόμενου εκλογικού-επαγγελματικού κόμματος (Panebianco A., Political parties : Organization and Power, Cambridge University Press, 1988). Φαινόμενα όπως η οπτικοποίηση του πολιτικού λόγου και η προσωποποίηση της πολιτικής έγιναν κυρίαρχα στην παρουσία των κομμάτων και απαραίτητα εργαλεία σε εγχειρήματα σφαιρικής κατά το δυνατόν ανάλυσή τους.
Στη χώρα μας η περιοδολόγηση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, σε τρεις υποπεριόδους, 1974-1989, 1990-2009, 2010-σήμερα, συμπίπτει –προφανώς όχι τυχαία- με την εξέλιξη των ΜΜΕ, ιδίως των ηλεκτρονικών, του ρόλου τους στον πολιτικό ανταγωνισμό, αποτυπώνοντας την πορεία του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων και εγγράφοντας τη γενικότερη διεθνοπολιτική εξέλιξη. Σπανίως, συμπίπτουν τα πεδία αλληλεπίδρασης ακόμα και χρονικά, στοιχείο που δεν πρέπει να αγνοείται.
Οι τρεις περίοδοι
Στην πρώτη περίοδο 1974-1989, την πιο ριζοσπαστική από τις τρεις, που έχει καταγραφεί και ως περίοδος «αριστερής ηγεμονίας», κυριαρχεί το κρατικό μονοπώλιο στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τα δε κόμματα χαρακτηρίζονται ως εντάσεως εργασίας. Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η κρατικοποίησή τους, από το επίπεδο της χρηματοδότησης μέχρι την οργάνωση της δημοκρατίας, αλλά και της ενσωμάτωσης στις στρατηγικές του κρατούντος συστήματος.
Στοιχείο που εμπεριέχει τον εκδημοκρατισμό-πολιτική μορφή και περιεχόμενα της κίνησης των κυριαρχούμενων τάξεων αλλά και την αστικοποίηση-διαδικασία κυριαρχίας των σχέσεων νομιμοποίησης της -καπιταλιστικής- εξουσίας. Πρόκειται για βασική όψη της διελκυστίνδας της δεκαετίας του ’80 και του συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης της συναίνεσης.
Η δεύτερη περίοδος 1990-2009, όπου ηγεμονεύουν οι δυνάμεις της αγοράς, απονομιμοποιείται και καταργείται το κρατικό μονοπώλιο στα τηλεοπτικά ΜΜΕ, κυριολεκτικά με ένα νόμο και ένα άρθρο (αρ. 4 ν. 1866/1989) και κυριαρχούν τα ιδιωτικά ηλεκτρονικά ΜΜΕ με αυξημένο βαθμό κοινωνικής αποδοχής και νομιμοποίησης. Διαφορετικά ειπωμένο, πρόκειται για το μονοπώλιο της κεφαλαιοκρατίας στα ΜΜΕ.
Από ορισμένους θεωρητικούς χαρακτηρίστηκε ως εποχή της τηλεκρατίας στη δόμηση του πολιτικού, στην οργάνωση της αντιπροσώπευσης, αλλά και της διαμόρφωσης των περιεχομένων. Τα κόμματα διαμορφώνονται ως σχηματισμοί εντάσεως κεφαλαίου, η χρέωσή τους στο τραπεζικό κεφάλαιο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και θα αποκαλυφθεί με ένταση στα χρόνια της κρίσης που ακολούθησαν.
Η τρίτη περίοδος, 2010-σήμερα, καθορίστηκε από την κρίση και την αδυναμία κοινωνικής αναπαραγωγής του «συστήματος Ελλάδα», της μεταπολιτευτικής κανονικότητας όπως είχε διαμορφωθεί σε παραγωγικό, κοινωνικό και πολιτικο-θεσμικό επίπεδο, την εσωτερίκευση των μηχανισμών εξαρτήσης της χώρας, την πλατιά απονομιμοποίηση των παραδοσιακών ιδιωτικών τηλεοπτικών ΜΜΕ, αλλά και του παλαιού δικομματισμού, τις περιπέτειες της ΕΡΤ, την ψήφιση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας-αδειοδότησης ιδιωτικών ΜΜΕ (ν. 4339/2015), τη διαμόρφωση μαζικών όψεων της πολιτικής διαλεκτικής με την επέκταση της χρήσης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μια διαδικασία που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Η σύντομη αυτή περιοδολόγηση στην Ελλάδα και διεθνώς, αποτυπώνει μεταξύ άλλων την εξέλιξη της πολιτικής επικοινωνίας, του ρόλου της στον πολιτικό ανταγωνισμό, στον δημόσιο λόγο των κομμάτων και στο πλαίσιο αυτό της πολιτικής διαφήμισης.
Η διαφήμιση του 1992
Πρόσφατα κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ κυκλοφόρησε μια τηλεοπτική διαφήμιση. Αρκετοί την παραλλήλισαν με την γνωστή τηλεοπτική διαφήμιση του ΠΑΣΟΚ των ετών 1992 και 1993 – πρώτη φορά παρουσιάστηκε στην προεκλογική περίοδο των επαναληπτικών εκλογών της Β’ Αθηνών στις 5 Απριλίου 1992 και επαναλήφθηκε εν όψει των εκλογών της 10ης Οκτωβρίου 1993 που κατά τη γνώμη μου αποτέλεσε την πιο εμβληματική πολιτική διαφήμιση ελληνικού κόμματος.
Διαφωνώ εν μέρει με τον αποκλειστικό παραλληλισμό, καθώς υπήρξαν και κατά το παρελθόν πολιτικές διαφημίσεις που εστίαζαν στη διαδοχή των προσώπων ή στην επικέντρωση του προσώπου-αρχηγού σε διάφορες στιγμές μέσα από τη γρήγορη διαδοχή εικόνων. Αποτελούν περισσότερο επιμέρους εκδοχές της οπτικοποίησης του πολιτικού λόγου και της προσωποποίησης της πολιτικής, διαστάσεις κυρίαρχες στην οργάνωση του πολιτικού σε συνθήκες ενισχυμένου ρόλου της τηλεοπτικής πολιτικής επικοινωνίας.
Παρά ταύτα, η ιστορική διαδρομή μέσα από προσωποποιημένα γεγονότα, η σύγκριση της συγκεκριμένης διαφήμισης του ΣΥΡΙΖΑ με την αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1992-93 ουσιαστικά αποτελεί μια ακόμα εκδήλωση του διαρκούς χαρακτήρα σύγκρισης/ διαδοχής ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ καθ’ όλη την περίοδο από το 2010 μέχρι σήμερα. Μια τάση που έχει σαφώς αντικειμενική βάση, καθώς αφορά την ιστορική διαμόρφωση του κυρίαρχου πόλου στα αριστερά του πολιτικού συστήματος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι εκείνη η πολιτική διαφήμιση του ΠΑΣΟΚ, εκτός των άλλων, δείχνει ότι έχει διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη παρά την κυρίαρχη τάση της τηλεοπτικής πραγματικότητας να αδυνατίζει τη μνήμη ως αντικειμενική λειτουργία μέσα από τις συνεχείς εικόνες-πληροφορίες.
Η διαφορά διαφημίσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ
Εμμένοντας λοιπόν στα ειδικότερα αυτά χαρακτηριστικά, που αποτυπώνουν ιστορικές πολιτικο-ιδεολογικές διαδρομές, αλλά και την πορεία της κοινωνικής κίνησης, θα αναδείξουμε μια βασική διάσταση- διαφορετικότητα των δύο πολιτικών διαφημίσεων. Η όποια συζήτηση γύρω από τη συγκεκριμένη πολιτική διαφήμιση του ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε από την αστοχία να περιληφθεί το πρόσωπο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στη διαδοχή των ιστορικών προσώπων-εποχών.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής διαφήμισης δεν νομίζω ότι είναι αυτό. Άλλωστε υπάρχει και εικόνα της φωτογραφίας από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αλλά και το Σύμβολο της 21ης Απριλίου. Συνεπώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ακόμα και μια ιστορική αποτύπωση της πραγματικότητας στις αρνητικές της στιγμές.
Είτε πάντως εκληφθεί ως αστοχία-σφάλμα, είτε ως θεώρηση θετικών και αρνητικών στιγμών της ιστορικής εξέλιξης της χώρας, το κρίσιμο κατά τη γνώμη μου είναι άλλο και εκεί εστιάζεται ουσιαστικά και η διαφορά από το πολιτικό μήνυμα του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1992-3. Και δεν πρόκειται για σφάλμα, αλλά για συγκεκριμένη θεώρηση ενός κόμματος -με την έννοια του συλλογικού διανοούμενου και πολιτικού οργανωτή- της ιστορικής διαδικασίας και ειδικότερα του κρίσιμου ζητήματος του έθνους.
Η πολιτική διαφήμιση του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά με τη φράση «η Δύναμη των Ελλήνων» και καταλήγει στο σύνθημα συγκυρίας του κόμματος «ήρθε η ώρα των πολλών». Η ιστορική αφήγηση της διαφήμισης η «Δύναμη των Ελλήνων» αρχίζει από το 1821 και καταλήγει στο σήμερα.
Αποτυπώνει συνεπώς το αφήγημα του κυβερνώντος κόμματος και ενός μεγάλου τμήματος των οργανικών διανοουμένων της αριστεράς μετά το 1990, ότι το έθνος δεν μπορεί να προϋπάρξει του κράτους ή πολύ περισσότερο του καπιταλισμού με όρους αποκλειστικότητας. Αντίθετα, το έθνος αποτελεί προϊόν της νεωτερικότητας και επινόηση μιας ιδεολογίας, του εθνικισμού, ο οποίος αναπλάθει μια πρώτη εθνοτικού/προ-εθνικού χαρακτήρα πολιτισμική ύλη και τη διαμορφώνει μέσα από την εθνική αλήθεια που υπηρετεί την άρχουσα αστική τάξη.
Πρόκειται για την υποκειμενική-ιδεαλιστική θεώρηση του έθνους, εντασσόμενο στη δυτικοκεντρική διαδικασία εθνογένεσης. Το μήνυμα είναι σαφές. Δεν προϋπάρχει έθνος και στην προκειμένη περίπτωση ελληνικό έθνος πριν τη συγκρότηση του κράτους.
Η Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη
Απεναντίας η πολιτική διαφήμιση του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1992-1993 που κατέληγε στο σύνθημα «Η Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη» διατυπώνει οπτικοποιημένη υπό την μουσική υπόκρουση του Βαγγέλη Παπαθανασίου «Δρόμοι της Φωτιάς», την ιστορική θεώρηση των 3.000 χρόνων ελληνικότητας. Είναι η πρόσληψη του έθνους ως κίνησης με διάφορες μορφές, συγκροτούμενο και ιστορικά εξελισσόμενο μέσα από δυναμικές σχέσεις κοινότητας γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής, πολιτισμού, ψυχοσύνθεσης. Συνάρθρωση αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, υλιστικής προσέγγισης και πνευματικής κατάστασης.
Η ιστορική αυτή θεώρηση αποτυπώνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατά τη μεταβατική περίοδο των αρχών της δεκαετίας του ’90, την επικρατούσα άποψη στην αριστερά, όχι μόνον της ιστορικής συνέχειας, μέσα από τομές, του ελληνισμού, αλλά και την ενότητα του εθνικού με το κοινωνικό, την εθνική λαϊκή ενότητα. Είναι η ταυτότητα-ατμόσφαιρα του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, ως ηγεμονικού κομματικού σχηματισμού στα αριστερά, που αποτυπώνει έναν κοινωνικό συσχετισμό και ιστορικά διαμορφωμένες πολιτικο-ιδεολογικές μορφοποιήσεις των «από κάτω». Με τα όρια του.
Η συνέχεια του ΠΑΣΟΚ, της «ισχυρής Ελλάδας» και σε φυσιολογική συνέχεια της μνημονιακής υπήρξε βέβαια διαφορετική. Τμήματα της άρχουσας τάξης τάσσονται, με φθίνουσα πορεία, υπέρ της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, αλλά προφανώς χωρίς την ενότητα του εθνικού με το κοινωνικό. Χαρακτηριστική εκδοχή αυτής της αφήγησης του αστικού εθνικισμού καταγράφεται στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004».
Το ζήτημα αυτό έχει σημασία σήμερα γιατί η κυρίαρχη αντίθεση της εποχής μας είναι οι κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις του υπερ-ιμπεριαλισμού απέναντι στις δυνάμεις της εθνικο-λαϊκής κυριαρχίας. Ο οικονομισμός που χαρακτηρίζει το κυβερνών κόμμα είναι υφιστάμενη και ενσωματώσιμη δύναμη του υπερ-ιμπεριαλισμού και εργαλείο επιβολής των δυνάμεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη χώρα.
Κόμμα κατεξοχήν κρατικό, σύμφωνα με την περίφημη ορολογία του ύστερου Νίκου Πουλαντζά. Τώρα βέβαια αν η αξιωματική αντιπολίτευση δια του επικεφαλής της εισηγείται τη δυνατότητα εργασίας και τις επτά (7) ημέρες την εβδομάδα στο πλαίσιο της «συλλογικής αυτονομίας» μέσω επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, τα ανωτέρω φαντάζουν δυστυχώς ψιλά γράμματα…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια