Sponsor

ATHENS WEATHER

Πόσο κοντά στην αρχή του τέλους βρίσκεται ο Ερντογάν

Τα λάθη στρατηγικής και ο φόβος δημιουργίας ενός νέου κόμματος. Η λειτουργία των δήμων ως «μηχανισμού εξυπηρετήσεων» και το ξήλωμα του... πουλόβερ. Γιατί η τουρκική αντιπολίτευση δεν πρέπει να υποτιμά τον Τούρκο πρόεδρο.


Του Sinan Ciddi

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Τουρκίας και ο εκλογικός εταίρος του νίκησαν απρόσμενα το κυβερνών κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) και τον ηγέτη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 31ης Μαρτίου.

Οι ψηφοφόροι στην πρωτεύουσα της Τουρκίας, την Άγκυρα, και στο βιομηχανικό και οικονομικό κέντρο της χώρας, την Κωνσταντινούπολη, επέλεξαν ψηφοφόρους από το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) αντί να στηρίξουν τους υποψήφιους του κόμματος που τους κυβερνά από το 1994. Οι υποψήφιοι του CHP κέρδισαν επίσης σε πέντε άλλες μεγάλες πόλεις, επιφέροντας πλήγμα στον Ερντογάν και στο AKP σε πολλαπλά μέτωπα.

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές της Τουρκίας δεν είχαν διεθνές ενδιαφέρον στο παρελθόν, όμως ο Ερντογάν ανύψωσε την αξία των φετινών εκλογών χαρακτηρίζοντας το αποτέλεσμά τους ζωτικής σημασίας για «την επιβίωση και συνέχεια της Τουρκίας». Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά ρώτησε τους ψηφοφόρους αν εγκρίνουν αυτόν και το κόμμα του.

Κατά το παρελθόν, οι ψηφοφόροι επέλεγαν το AKP για να διαχειρίζεται τις πόλεις και τις γειτονιές τους, διότι θεωρούσαν πως οι υποψήφιοι του κόμματος είναι πρώτ’ απ’ όλα ικανοί τοπικοί κυβερνήτες. Όμως, καθώς αυξάνεται η δυσαρέσκεια του λαού έναντι της κυβέρνησης, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της αυξανόμενης ανεργίας και της σοβαρά αποδυναμωμένης οικονομίας, ο Ερντογάν αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια προεκλογική εκστρατεία εξαιρετικά υψηλής πόλωσης, προκειμένου να διατηρηθεί η εξουσία του AKP στις τοπικές κυβερνήσεις. Αυτό ήταν λάθος. Οι επόμενες τουρκικές εκλογές δεν αναμένονται πριν το 2023. Αυτή είναι ίσως η καλύτερη είδηση για τον Ερντογάν και το AKP.

Πολιτική διάβρωση

Ο Μανσούρ Γιαβάς του CHP κέρδισε την κούρσα για τη δημαρχία στην Άγκυρα με διαφορά 4 ποσοστιαίων μονάδων. Η διαφορά ήταν πολύ μικρότερη στην Κωνσταντινούπολη -μόλις 18.500 ψήφοι-, όμως φαίνεται πως ο Εκρέμ Ιμάμογλου του CHP κέρδισε τον αντίπαλό του του AKP, τον πρώην πρωθυπουργό Μπιναλί Γιλντιρίμ (σ.τ.μ: ο Ερντογάν, επικαλούμενος «οργανωμένο έγκλημα» και παρατυπίες σε διάφορα εκλογικά τμήματα της Κωνσταντινούπολης, αμφισβητεί το αποτέλεσμα και ζητά ακύρωση των εκλογών στην πόλη και διενέργεια νέων, ελπίζοντας πως θα αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα).

Το CHP κράτησε τη Σμύρνη, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, ενώ κατάφερε επίσης να αποκτήσει την Αττάλεια, τα Άδανα και αρκετά άλλα μητροπολιτικά κέντρα.

Η απώλεια μητροπολιτικών κέντρων αποτελεί μείζον πρόβλημα για το AKP και τον Ερντογάν, καθώς η διαχείριση αυτών των τοπικών κυβερνήσεων ήταν κεντρικής σημασίας για το πελατειακό σύστημα του Ερντογάν. Οι δήμοι, μεταξύ άλλων, εκδίδουν οικοδομικές άδειες, επιχειρηματικές άδειες και άδειες λειτουργίας. Επιπλέον, το AKP βασιζόταν στις δημοτικές αρχές για την κατανομή πόρων και για χάρες προς τους ψηφοφόρους, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στο AKP να χτίσει μια γερή εκλογική βάση, η οποία έχει «θολώσει» τις γραμμές μεταξύ του κράτους και του κυβερνώντος κόμματος -τόσο που υπό την κυβέρνηση Ερντογάν οι πολιτικοί «σκοτώνονταν» να θέσουν υποψηφιότητα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, επειδή είναι πολύ πιο προσοδοφόρο να είσαι περιφερειάρχης ή δήμαρχος από το να είσαι βουλευτής.

Η αποδοχή της απώλειας της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας θα ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για τα πελατειακά δίκτυα του Ερντογάν: οι ψηφοφόροι και οι τοπικοί αξιωματούχοι εξαρτώνται από την προστασία του Ερντογάν, ο οποίος με τη σειρά του εξαρτάται από τη δική τους πολιτική στήριξη για να διατηρήσει την εξουσία του.

Ανεξάρτητα από την προστασία, η αποδοχή της ήττας θα μπορούσε επίσης να ερμηνευθεί ότι ο Ερντογάν έχει αποδυναμωθεί και θα συνεχίσει να αποδυναμώνεται. Αν και το AKP κέρδισε τη «μερίδα του λέοντος» συνολικά στις εκλογές της 31ης Μαρτίου, το να δώσει τα «κλειδιά» της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας (ιδιαίτερα) είναι πιθανό να ενθαρρύνει τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης όπως το CHP και το φιλοκουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP) και να αρχίσει να στερεοποιεί την ιδέα πως ο Ερντογάν δεν είναι ακατανίκητος.

Η τελευταία φορά που η αντιπολίτευση της Τουρκίας βρήκε έναν τέτοιο «αέρα» ελπίδας και αισιοδοξίας ήταν το 2013, με τις διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί. Ομοίως, αν πρόλογος είναι τα περασμένα (σ.τ.μ. έκφραση από το έργο του Σαίξπηρ «η Τρικυμία»), τότε ο Ερντογάν είναι αρκετά εύστροφος, ώστε να αντιληφθεί πως ο δρόμος προς την ήττα για τα κυβερνώντα κόμματα της Τουρκίας ξεκίνησε με τις αρχικές απώλειές τους στις τοπικές εκλογές. Αυτό συνέβη με το κεντροδεξιό Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Το «ξήλωμα» της λαϊκής στήριξης σε τοπικό επίπεδο επιβεβαιώνει τις υποψίες πολλών αναλυτών πως οι αστικοί πληθυσμοί όλο και περισσότερο δεν εμπιστεύονται το AKP. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ήταν σαφές πως ο Ερντογάν ήταν σημαντικά εκτός επαφής με τις αντιλήψεις των ψηφοφόρων: ολόκληρη η στρατηγική του AKP βασίστηκε στο ότι οι εκλογές ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τη δημοκρατία και πως ο Ερντογάν ήταν ο καλύτερος άνθρωπος για να την προστατεύσει.

Όσο και αν ήθελε ο Ερντογάν αυτό να είναι το καθοριστικό ζήτημα, οι κάλπες έδειξαν πως οι ψηφοφόροι έβαλαν τις οικονομικές ανησυχίες πάνω από άλλα ζητήματα. Ο Ερντογάν και το AKP δαιμονοποίησαν το CHP και το HDP ως ριψοκίνδυνες εναλλακτικές του AKP, παρουσιάζοντάς τα ως υποστηρικτές της «τρομοκρατίας» που συνεργάζονται με το αυτονομιστικό Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK). Τα μετεκλογικά στοιχεία στηρίζουν την άποψη πως η στρατηγική του Ερντογάν γύρισε μπούμερανγκ. Πολλοί Κούρδοι ψηφοφόροι στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα αποδείχθηκαν καθοριστικοί για την εξασφάλιση των νικών του CHP. Αντιθέτως, η προεκλογική εκστρατεία του CHP ήταν συμμετοχική, μη διχαστική και επικεντρωνόταν σε συγκεκριμένα ζητήματα.

Μετάβαση εξουσίας

Μέχρι στιγμής, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο της Τουρκίας δεν έχει καταστήσει επίσημα τα αποτελέσματα των εκλογών της 31ης Μαρτίου. Ποια είναι η πιθανότητα το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο να επιβεβαιώσει τις νίκες του CHP και, το σημαντικότερο, ποια είναι η πιθανότητα να γίνει πραγματικά ο Γιαβάς δήμαρχος της Άγκυρας και ο Ιμάμογλου της Κωνσταντινούπολης;

Η απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα πιθανότατα έγκειται στη θέση του ίδιου του Ερντογάν, όσο περίεργο και αν είναι αυτό. Ο Ερντογάν δεν έχει επίσημο λόγο επί του αποτελέσματος των τοπικών εκλογών. Διάφορες πηγές έχουν αναφέρει πως ο ίδιος είναι διχασμένος. Αν αποδεχθεί την ήττα, τότε ανησυχεί πως θα είναι θέμα χρόνου προτού αμφισβητηθούν η νομιμότητα και η δημοφιλία του. Ανησυχεί επίσης για τις προκλήσεις στη βάση της εξουσίας του λόγω της πιθανής δημιουργίας ενός νέου κόμματος της αντιπολίτευσης, του οποίου θα ηγούνται δύο πρώην έμπιστοι του Ερντογάν, ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου και ο πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός Αλί Μπαμπατζάν.

Ο Ερντογάν θα μπορούσε να προσπαθήσει να βρει τρόπο να κηρύξει άκυρα τα αποτελέσματα σε Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα, με τα φιλοκυβερνητικά MME να αμφισβητούν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων και να κάνουν λόγο για «πραξικόπημα». Η πολιτική αντιπολίτευση υποψιάζεται πως ή δεν θα επιτραπεί σε Γιαβάς και Ιμάμογλου να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, ή εάν τελικά κηρυχθούν νικητές, η ελεγχόμενη από το AKP Βουλή θα περάσει νομοθεσία που θα περιορίζει τη δημαρχιακή εξουσία.

Η απώλεια των εσόδων από την «προστασία» πιθανότατα δεν είναι το μόνο πράγμα που ανησυχεί το AKP: όταν αναλάβει την ηγεσία, η αντιπολίτευση θα βρίσκεται σε θέση να ανοίξει τα αυτοδιοικητικά βιβλία και να διενεργήσει ελέγχους για να ανακαλύψει και να εκθέσει υποθέσεις διαφθοράς.

Τελικά, ωστόσο, το αν το CHP θα αναλάβει τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας έχει λιγότερη σχέση απ’ ό,τι τα γενικότερα κακά νέα που αντιμετωπίζουν Ερντογάν και AKP, και οι λίγες καλές επιλογές που τους απομένουν.

Η διεθνής κοινότητα και η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό έχουν ήδη αποδεχθεί πως το CHP έχει «κερδίσει». Αν ανατραπεί δια της βίας αυτή η νίκη, η Τουρκία θα βρισκόταν σε πιο δυσμενή θέση απ’ ό,τι ήδη είναι. Ο Ερντογάν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τα εκλογικά αποτελέσματα για να πει στους Ευρωπαίους και Αμερικανούς εταίρους πως η Τουρκία εξακολουθεί να είναι μια ανθεκτική δημοκρατία, παρά την ευρύτερη επιφυλακτικότητα των τελευταίων έξι ετών. Αν το πράξει αυτό, όμως, είναι πιθανόν να επιταχύνει την απώλεια εξουσίας, καθώς θα χάσει τα μέσα για να προσελκύει υποστηρικτές. Επιπλέον, η εμμονή με τις εκλογές αποσπά την προσοχή του Ερντογάν από πιεστικά προβλήματα, όπως το πώς θα διορθωθεί η οικονομία, η οποία επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα και το πώς θα διαχειριστεί βασικές διμερείς σχέσεις -ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ, που θα μπορούσαν να επιβάλουν κυρώσεις ακόμα και αυτό το καλοκαίρι, αν η Τουρκία προχωρήσει στην αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος.

Αναμφίβολα, οι εκλογικές απώλειες της 31ης Μαρτίου αποτελούν τη σημαντικότερη πολιτική πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει ο Ερντογάν από τις διαδηλώσεις του Πάρκου Γκεζί. Αν και είναι αποδυναμωμένος, ωστόσο εξακολουθεί να είναι πρόεδρος, με τεράστιους πόρους και με ένα κράτος που παραμένει υπό την εξουσία του. Το να υποτιμάται ο Ερντογάν διότι βρίσκεται υπό πίεση είναι ένα λάθος που καλό θα είναι να αποφύγει η πολιτική αντιπολίτευση της Τουρκίας.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια