Γράφει ο Κώστας Μελάς
Ο αβάσιμος γερμανικός μεγαλοϊδεατισμός, εκδοχή του οποίου είναι η στρατηγική Σόιμπλε, αποδεικνύεται από τους μη ρεαλιστικούς στόχους του Βερολίνου και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Ακόμα και εάν η Γερμανία νικούσε στο πολεμικό πεδίο, θα είχε απόλυτη αδυναμία, έχοντας πληθυσμό 60-70 εκατομμύρια, να μπορέσει να επιβληθεί πολιτικά και οικονομικά σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς αναπτυγμένων εθνικών κρατών μεγέθους 450-500 εκατομμυρίων.
Η αφέλεια των γερμανικών πολιτικών ηγεσιών εδραζόταν στο δόγμα ότι φθάνει να κερδίσει τον πόλεμο και όλες οι χώρες θα ήταν έτοιμες να δεχθούν την γερμανική κυριαρχία. Επί της ουσίας, τα σχέδια των γερμανικών πολιτικών ελίτ στερούνταν ρεαλισμού και αντίληψης της πραγματικότητας. Ο τρόπος που ονειρεύονταν να επιβληθούν στους ευρωπαϊκούς λαούς δεν θα ήταν αποτελεσματικός ούτε για υποανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.
Αν έχουμε αντιληφθεί την ουσία του σχεδίου Σόιμπλε, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος αντιμετώπισής του. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γίνονται περισσότερο περίπλοκα, αλλά και ενδιαφέροντα. Αποκτούν πρόσθετο ενδιαφέρον, διότι συνδέονται άμεσα με το υπάρχον μόρφωμα της ΕΕ και σαφέστατα με την προοπτική του.
Κατά την υπογραφή της «Συνθήκης 4+2» (3-10-1990) για την επανένωση των δύο Γερμανιών, ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ διακήρυξε την προσήλωση της Γερμανίας στον στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Μια δεκαετία αργότερα την επαναβεβαίωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12-5-2000). Η θέση του Κολ, όμως, ότι η γερμανική και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος έχει τεθεί για τα καλά στα αζήτητα.
Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της Ευρωζώνης, αλλά δυσκολεύεται να χειριστεί τον ηγεμονικό ρόλο που έχει αποκτήσει. Αυτό που διαφαίνεται με σχετική ακρίβεια, είναι ότι υπάρχουν χώρες-μέλη που δεν χωρούν στο σχέδιο Σόιμπλε, σε μια ένωση υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας. Η Βρετανία είναι η πρώτη και ισχυρή χώρα που βρίσκεται σε αυτήν τη κατηγορία. Έπονται οι τρεις χώρες της Μεσογείου: Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα.
Οι γνωστές προτάσεις του Σόιμπλε προς την Ελλάδα για “προσωρινή” αποχώρηση από την Ευρωζώνη αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις της συγκεκριμένης άποψης. Η Κύπρος και η Μάλτα, όπως είναι λογικό, δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ φαίνεται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια της ομάδας των αρχουσών ελίτ που εκφράζει ο Σόιμπλε.
Ανατροπή της ισορροπίας
Με την γερμανική ενοποίηση χάθηκε ένα στοιχείο-κλειδί της ευρωπαϊκής δυναμικής, που ήταν βασισμένη στην ισορροπία μεταξύ των μεγαλύτερων κρατών-μελών, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι με την γερμανική ενοποίηση, το ενδιαφέρον της Βρετανίας για την ΕΕ συρρικνώθηκε. Και με την απόσυρση της Βρετανίας, η ισορροπία δυνάμεων ανετράπη ακόμη περισσότερο.
Με βάση τα αποτελέσματα, η μέχρι πρόσφατα τακτική της Γαλλίας για πολιτικό έλεγχο της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας μέσω δημιουργίας διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών και θεσμών (από την Κοινή Αγροτική Πολιτική μέχρι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) έχει αποτύχει. Η γερμανική οικονομική ισχύς έχει μετατραπεί και σε πολιτική ισχύ. Έχει δημιουργήσει θεσμικό πλαίσιο που την εξυπηρετεί. Έχει συνάψει συμμαχίες προθύμων χωρών-μελών που την ακολουθούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των άλλων μεγάλων χωρών-μελών (Γαλλία και Ιταλία).
Ο λόγος που η Γαλλία δεν προβάλλει αποτελεσματικές αντιστάσεις είναι ένας και μοναδικός: φοβάται τη «νομιμοποιημένη» ανάδυση ενός ανεξέλεγκτου γερμανικού επιθετικού εθνικισμού, μέσω της αποδυνάμωσης, ίσως τελικά και διάλυσης της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Η αντιμετώπιση του γερμανικού επιθετικού εθνικισμού είναι σχεδόν αδύνατη από κάθε χώρα-μέλος ξεχωριστά. Η άμεση αντιπαράθεση οποιουδήποτε άλλου εθνικισμού είναι ατελέσφορη.
Ελλάδα και Γερμανία
Εδώ εντάσσεται και η ανιστόρητη αντίληψη της αποχώρησης της Ελλάδας από την ΕΕ ως στρατηγική επιλογή, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την πληθώρα των προβλημάτων μόνοι μας. Είναι φαντασίωση η άποψη ότι η αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ θα σταματήσει με μαγικό τρόπο την εκδήλωση των υπαρχόντων εθνικισμών εντός ΕΕ, οι οποίοι λαμβάνουν διάφορες μορφές (από οικονομική μέχρι γεωπολιτική).
Εξάλλου, η Ελλάδα έχει πικρή πείρα από την εχθρότητα της Γερμανίας από την περίοδο του χαμένου πολέμου του 1897. Τότε, είχε σαφώς υποκινήσει την Τουρκία, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα γερμανικά συμφέροντα (μεταξύ άλλων και οι Γερμανοί ομολογιούχοι) με την επιβολή στη συνέχεια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Ο οικονομικός έλεγχος συσχετίσθηκε πολύ νωρίς από τους μελετητές της εποχής με τα αίτια εκείνου του πολέμου. Θεωρήθηκε, δηλαδή, ότι η Γερμανία, προεξοφλώντας την ελληνική ήττα, εξώθησε σε πόλεμο (την Ελλάδα έμμεσα με πράκτορες, την Τουρκία άμεσα) για να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να δεχτεί τον έλεγχο. «Ως εκρίθη η μάχη του Δομοκού, η Γερμανία ήρξατο να ομιλή περί ελέγχου» γράφει ο Α. Ανδρεάδης (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ).
Παράλληλα δείχνει, επίσης, αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά οι Γερμανοί: ότι δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ χωρίς την Γερμανία. Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της Ευρωζώνης. Ταυτοχρόνως, αρκετά κράτη-μέλη κυρίως της βόρειας κα κεντρικής Ευρώπης έχουν δεθεί ποικιλότροπα στον γερμανικό πυρήνα ισχύος.
Ο ευρωπαϊκός Νότος ως αντίβαρο
Όλες οι σκέψεις για συνεργασία των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου προσκρούουν κατ’ αρχάς στη ισχύ της Γερμανίας. Ουσιαστικά, χωρίς την Γερμανία είναι πρακτικά αδύνατον να υπάρξει Ενωμένη Ευρώπη που να έχει ρόλο στα διεθνώς τεκταινόμενα, είτε αυτά είναι οικονομικά είτε γεωπολιτικά. Χωρίς τη Γερμανία, ο ευρωπαϊκός Νότος δεν μπορεί να λειτουργήσει σε καθεστώς «συνεργασίας και συνεννόησης» με την υπόλοιπη -καθοδηγούμενη από την Γερμανία- Ευρώπη.
Είναι τουλάχιστον αφελές και άστοχο να υποστηρίζεται ότι η σημερινή Γαλλία θέλει και μπορεί να παίξει το ρόλο του εναλλακτικού πόλου ισχύος έναντι της Γερμανίας. Αυτό θα σήμαινε, κατ’ αρχάς, πλήρη ανατροπή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης στρατηγικής από τη μεριά της Γαλλίας. Αυτό μόνο η Λεπέν το υποστηρίζει και συνεπώς το καθιστά περισσότερο δύσκολο με την πόλωση που δημιουργεί στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ανατροπές στρατηγικής αυτού του βεληνεκούς αποτελούν ιστορικές αποφάσεις και συμβαίνουν στην πολιτική όταν ο αντίπαλος λάβει, απολύτως, την ξεκάθαρη μορφή του εχθρού.
Συγχρόνως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα συμφέροντα των χωρών του Νότου ταυτίζονται και ότι αυτές οι χώρες-μέλη είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε αμοιβαιοποίηση των διαφορετικών βαρών που υπάρχουν για κάθε ξεχωριστή χώρα-μέλος. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες είναι διατεθειμένες να διασαλεύσουν τις σχέσεις τους με την ισχυρή Γερμανία.
Όλες αυτές οι σκέψεις ένα στόχο μπορούν να έχουν: να αμβλύνουν ορισμένες από τις εκφάνσεις της ασκούμενης γερμανικής κυριαρχίας στον οικονομικό τομέα. Αλλά κι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι προϋποθέτει αλλαγές στις βασικές συνθήκες δημιουργίας της ΕΕ. Διακηρύξεις του τύπου ότι χρειάζεται «νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τους ευρωπαϊκούς λαούς» και μάλιστα όταν γίνονται από πλήρως υποταγμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκαλούν μειδιάματα. Αντανακλούν εμφανή αδυναμία πρόσληψης της σημερινής πραγματικότητας.
Διαμορφώνεται ήδη ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο δεν έχει λάβει υπόψη του καθόλου τις μελαγχολικές κενολογίες αυτού του είδους. Φθάνει να κοιτάξει κανείς τον εκλογικό χάρτη των ευρωπαϊκών χωρών. Η συνέχιση της αυταπάτης τελικά θα μετατραπεί σε απάτη, για να μην πούμε ότι κάθε αυταπάτη είναι και απάτη. Τελικά φοβούμαι ότι ο απόλυτος εγκλωβισμός των ευρωπαϊκών χωρών στο πείραμα της ΕΕ και της Ευρωζώνης μπορεί να σπάσει μόνο «με ένα πάταγο και όχι με ένα λυγμό». Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκοτεινές, αλλά τόσο εμφανείς κινήσεις της ανθρώπινης ιστορίας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια