Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
«Ο νόμος δεν μπορεί να στηρίξει το πνεύμα, ούτε να γεννήσει την επιθυμία της αρετής. Αυτή είναι δουλειά του ποιητή ή του φιλοσόφου, που πείθουν επειδή ακριβώς δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν. Η δύναμη που έχει η εξουσία δεν μπορεί να νομοθετήσει ενάντια στα πάθη της ανθρώπινης καρδιάς, όσο κι αν τα πάθη αυτά απειλούν να καταλύσουν την τάξη».
Το απόσπασμα είναι από τον αριστουργηματικό «Αύγουστο» του John Williams, στην πολύτιμη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου («Gutenberg»). Μας προκαλεί να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορεί, σε μια κοινωνία, να υπάρξει κάτι χειρότερο από την ανομία: Η απουσία ή η παράκαμψη του ποιητικού και του φιλόσοφου λόγου.
Ο νόμος δεν μπορεί να γεννήσει δυναμική σχέσεων κοινωνίας ούτε οι αετονύχηδες opinion makers μέτρα που να εκτιμούν την ποιότητα. Γι’ αυτό και μια κοινωνία που θέλει να σωθεί από τον εφιάλτη του εκχυδαϊσμού, τη λοιμική του αμοραλισμού και μηδενισμού, τιμά και φροντίζει τον δάσκαλο περισσότερο από τον δικαστή ή τον αστυνόμο, τον μεγάλο ποιητή περισσότερο από τον βουλευτή.
Στη σημερινή ελλαδική μας πραγματικότητα ο εκχυδαϊσμός έχει φτάσει στο καταληκτικό του στάδιο, τον μιθριδατισμό. Εχει γίνει αυτονόητο να μην υπάρχει πια πολιτική, μόνο εμπορία εντυπώσεων. Για να εμπορευθούν τις εντυπώσεις οι άνθρωποι της εξουσίας δέχονται και ανέχονται να γίνονται μαριονέτες των ανθρώπων του πλούτου.
Δεν το θεωρούν διαφθορά, είναι ο κατεστημένος τρόπος για να κερδηθεί και ασκηθεί η εξουσία.
Κατεστημένη παντού η απόλυτη προτεραιότητα των εντυπώσεων, αποκλείει την επαφή με την πραγματικότητα. Την υποκαθιστούν τα ΜΜΕ με στρατιές από αναγκεμένους, στα όρια της λιμοκτονίας, δημοσιογράφους και ρομαντικούς (ακόμα) ή «εξαρτημένους» από το αλκοολίκι της δημοσιότητας «λογίους». Τα περιθώρια ασυδοσίας έντυπου και ραδιοτηλεοπτικού λογου απεριόριστα, αφού στόχος σχέσεων κοινωνίας δεν υπάρχει.
Και ο δάσκαλος; Ο δικαστής; Ο αυθεντικός ποιητής; Φυσικά στο κοινωνικό περιθώριο, διακοσμητικές φιοριτούρες ενός δήθεν σχολειού και μιας δήθεν δικαιονομίας ή ο ποιητής, της φτηνιάρικης μελοποιημένης λαϊκομαγκιάς. Ολα στο δήθεν, και ρεαλισμός μόνο η «κονόμα». Υποδειγματική κρατική αναίδεια, το εφεύρημα των «αναπληρωτών» στα σχολειά: Χιλιάδες δασκάλων που μισθοδοτούνται μόνο εφήμερα, για κάποιους μήνες κάθε χρόνο, καθηλωμένοι στο μαρτύριο της σαδιστικής αβεβαιότητας.
Οποιο κόμμα κι αν κυβερνάει, το σχολειό είναι στεγανά χρηστικό, δηλαδή ενεργά ψυχοκτόνο, συμφιλιωμένο με την προτεραιότητα του «φροντιστήριου». Μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια, η ελλαδική κοινωνία βεβαιώνεται πρωτόγονα άγλωσση, θλιβερά ανιστόρητη, κωμικά ασυνάρτητη, μικρονοϊκά εύπιστη, εξευτελιστικά ασόβαρη.
Οριστικά αποκομμένος ο Νεοέλληνας από τη σύνολη προγενέστερη ελληνική γραμματεία – από τον Ομηρο ώς και τον Παπαδιαμάντη.
Στη ρεαλιστική ορολογία της ψυχοπαθολογίας αυτό λέγεται συλλογική παράνοια ή συλλογική μονομανής θανατολαγνεία.
Κομματική διαφοροποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν υπήρξε στα σαράντα πέντε χρόνια της μεταπολίτευσης. Καραμανλισμός, παπανδρεϊσμός και «προοδευτικός» μηδενισμός υπηρέτησαν με εκπλήσσουσα σύμπνοια τον μεθοδικό αφελληνισμό της εκπαίδευσης, συνδυασμένον με την απροκάλυπτα τεχνουργημένη υποβάθμιση και απαξίωσή της. Ωσάν να έπρεπε να πεισθούν οι πάντες ότι η ελληνική κοινωνία είναι προφανώς ανίκανη να παιδαγωγήσει τους φορείς του μέλλοντός της, και μόνο η εμπορευματοποιημένη, «ιδιωτική» παιδεία (σχολειά και πανεπιστήμια) θα το κατορθώσουν.
Η μόνη πολιτική εξαίρεση σε αυτόν τον εκβιαστικό αφιονισμό ήταν, ως υπουργός Παιδείας, η Αννα Διαμαντοπούλου. Πάλαιψε να ξαναστήσει, με στέρεη ραχοκοκαλιά και αξιοπρέπεια, το κατασπαραγμένο από τις κομματικές σκοπιμότητες ελληνικό σχολειό και πανεπιστήμιο. Για λίγο. Μόλις γεύθηκε πρωθυπουργία ο Αντώνης Σαμαράς, ανέθεσε στον Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο να υπουργήσει την Παιδεία ξεριζώνοντας, μεθοδικά και βάναυσα, κάθε επίτευγμα της Διαμαντοπούλου.
Η καταγραφή των κακουργημάτων του ΣΥΡΙΖΑ στην Παιδεία θα απαιτήσει πολύ χρόνο και χαλκέντερο εισαγγελέα. Η Ν.Δ. έχει τολμήσει, για τα θέματα Παιδείας, πειραματισμό: Παραμέρισε το χιλιοφθαρμένο και δωσίλογο πολιτικό της προσωπικό και τοποθέτησε στον τομέα Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων τη Νίκη Κεραμέως. Το οικογενειακό της όνομα προκαλεί σέβας και δέος, θα δικαιολογούσε ελπίδες για ριζοσπαστικές αλλαγές στοχοθεσίας και κριτηρίων ποιότητας. Δυστυχώς ώς σήμερα οι ελπίδες έχουν μείνει χωρίς αντίκρισμα έργου. Η Ν.Κ. έδωσε εντυπωσιακά δείγματα ικανότητας δημόσιων σχέσεων και διαφημιστικής αυτοπροβολής, αλλά ούτε ίχνος σοβαρής μελέτης και προτάσεων για τα προβλήματα της Παιδείας, μεταρρυθμιστικής τόλμης και κριτηρίων ποιότητας.
Αρκείται στην εξομοίωση με τον πολτό της αδράνειας, της απουσίας κάθε κοινωνικού οράματος, που χαρακτηρίζει το άνευρο αυτό κόμμα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια