Το περασμένο καλοκαίρι ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Μπόλτον είχε δηλώσει ότι απελευθερώνοντας τον Μπράνσον η Άγκυρα μπορεί να «τερματίσει την κρίση σε μία στιγμή». Μετά από πολλά, ο Ερντογάν απελευθέρωσε τον πάστορα και πράγματι η θερμοκρασία στις αμερικανουρκικές σχέσεις έπεσε σημαντικά. Η υπόγεια επιχείρηση στραγγαλισμού της τουρκικής οικονομίας μέσω της επίθεσης στην τουρκική λίρα υποχώρησε. Ο πρόεδρος Τραμπ, μάλιστα, έκανε ακόμα μία προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος, χωρίς, ωστόσο, να προκύψει άξιο λόγου αποτέλεσμα.
Στο σημείο που έχουν τώρα πλέον φθάσει τα πράγματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, τα περιθώρια για έναν ισορροπημένο συμβιβασμό έχουν συρρικνωθεί. Τίποτα, βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αλλά είναι εξόφθαλμο πως ο Ερντογάν δεν εμπιστεύεται τους Αμερικανούς και ως εκ τούτου δεν αναμένεται να επιστρέψει στο δυτικό «μαντρί». Το ενδεχόμενο να επιστρέψει δεν μπορεί, βεβαίως, να αποκλεισθεί, αλλά η μέχρι τώρα στάση του δείχνει το αντίθετο.
Έχει συνείδηση, άλλωστε, πως εάν επιστρέψει θα είναι ένα είδος παράδοσης, η οποία θα τον τελειώσει πολιτικά. Γι’ αυτό και αναζητά διεθνή ερείσματα, με σκοπό να αποκρούσει την αμερικανική πίεση. Είναι ακριβώς εδώ που η συγκρουσιακή διελκυστίνδα Ουάσιγκτον-Άγκυρας προσλαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις. Ο Ερντογάν απευθύνεται στις δυνάμεις, οι οποίες έχουν συμφέρον να αποτρέψουν μία αμερικανική νίκη στο εξελισσόμενο μπραντεφέρ που έχει με τους Αμερικανούς.
Οι δυνάμεις «σωτηρίας»
Πρώτη από όλους είναι η Ρωσία, η οποία έχει κάθε συμφέρον να στηρίξει την Τουρκία και το κάνει, αν και ζητάει ανταλλάγματα στη Συρία. Δεύτερο είναι για προφανείς λόγους το Ιράν. Τρίτη είναι η Κίνα, αν και κινείται προσεκτικά για να μην δώσει την εντύπωση ότι συνάπτει αντιαμερικανικό μέτωπο. Το Κατάρ μπορεί να βοηθήσει μόνο οικονομικά και ήδη πρόσφερε στην Άγκυρα ένεση μερικών δισ. δολαρίων με σκοπό τη στήριξη της τουρκικής λίρας. Ο εμίρης του Κατάρ παίζει με την Τουρκία και διατηρεί καλές σχέσεις με την Τεχεράνη, σε μία προσπάθεια να εξισορροπήσει την πίεση που του ασκεί η Σαουδική Αραβία, υποστηριζόμενη από την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο κρίσιμος παράγοντας στην αμερικανοτουρκική σύγκρουση είναι η ΕΕ και ειδικότερα η Γερμανία. Ο Ερντογάν είχε ανοίξει πολλά μέτωπα στην Ευρώπη, αλλά από το περασμένο καλοκαίρι προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις τους Ευρωπαίους (κυρίως με τη Γερμανία), προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί υπέρ του την αντιπαράθεσή τους με την προεδρία Τραμπ και για τις αμυντικές δαπάνες και για τους δασμούς.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας του νεοσουλτάνου για εξομάλυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων εγγράφεται και η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών μετά από μακρόχρονη κράτηση, αλλά και η άρση απαγόρευσης εξόδου από την Τουρκία της ακτιβίστριας Μεσελέ Τουλού (Γερμανίδα πολίτης τουρκικής καταγωγής).
Το άνοιγμα του Ερντογάν δεν έχει αφήσει ασυγκίνητο το Βερολίνο. Είναι αξιοσημείωτη η δήλωση της επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών Νάλες το περασμένο καλοκαίρι ότι πρέπει να στηριχθεί οικονομικά η Τουρκία. Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο σοσιαλδημοκράτης πρώην υπουργός Εξωτερικών Γκάμπριελ: «η Γερμανία και η Ευρώπη δεν θα συμμετάσχουν στην οικονομική αποσταθεροποίηση που θέλει να επιβάλει ο Τραμπ… Οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ μακριά. Αλλά στην Ευρώπη θα πληρώσουμε μεγάλο τίμημα αν η Τουρκία γίνει ασταθής».
Απόκλιση ΗΠΑ-Ευρώπης
Η καγκελάριος Μέρκελ είχε εμφανισθεί επιφυλακτική. Ο εκπρόσωπός της Ζάιμπερτ είχε δηλώσει ότι «δεν είναι του παρόντος» η υποστήριξη της Τουρκίας. Είναι ενδεικτικό, πάντως, ότι τον περασμένο Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις υψηλού επιπέδου μεταξύ Βερολίνου και Άγκυρας. Η Γερμανία, πάντως, δεν επιθυμεί προς το παρόν να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, αλλά είναι σαφές ότι ερωτοτροπεί εδώ και καιρό με την ιδέα, μέσω της ΕΕ, να αυτονομηθεί γεωπολιτικά από την Ουάσιγκτον.
Είναι ενδεικτικό άρθρο του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Μάας, ο οποίος ζήτησε τον επαναπροσδιορισμό των ευρωαμερικανικών σχέσεων. Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, ξεκαθάρισε πως Ευρώπη και ΗΠΑ απομακρύνονται εδώ και χρόνια κι όχι μόνο λόγω της πολιτικής Τραμπ. Η πρόταση του Μάας είναι να διαμορφωθεί μια πιο «ισορροπημένη» σχέση, μέσα από την ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ. Ουσιαστικά, όμως, θέτει θέμα αυτονόμησης της Ευρώπης σε όλους σχεδόν τους τομείς. Για την ακρίβεια, πήγε ακόμα πιο μακριά, ζητώντας τη δημιουργία μιας συμμαχίας όσων στηρίζουν μια πολυμερή προσέγγιση στη διεθνή οικονομία.
Είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η τάση αντισυσπείρωσης διεθνώς, αφενός για να ανασχεθεί η πολιτική Τραμπ εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αφετέρου για να εξισορροπηθεί η έτσι κι αλλιώς κλυδωνιζόμενη αμερικανική ηγεμονία. Αυτήν ακριβώς την τάση επιχείρησε πριν μήνες να εκμεταλλευθεί ο Ερντογάν για να ξεσφίξει την οικονομική θηλιά που του είχαν περάσει οι Αμερικανοί και ευρύτερα για να ανασχέσει τη αμερικανική πίεση.
Τα γεγονότα έδειξαν ότι η τουρκική οικονομία μπορεί να λαβώθηκε από την υπονόμευση της τουρκικής λίρας, αλλά απέφυγε την κατάρρευση. Και σ’ αυτό το επίπεδο έπαιξε ρόλο η Ευρώπη και ειδικά το Βερολίνο. Οι Γερμανοί έχουν συνείδηση και το έχουν επικαλεσθεί στις συζητήσεις τους με τους Αμερικανούς, ότι εάν η Τουρκία καταρρεύσει η Ευρώπη θα πλημμυρίσει από το προσφυγικό-μεταναστευτικό τσουνάμι που θα προκληθεί. Είναι κοινός τόπος ότι η γειτονική μας χώρα παίζει κομβικό ρόλο στη συγκράτηση αυτού του ρεύματος.
Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να στηρίξουν και πολιτικά τον Ερντογάν. Έχουν λόγους να είναι από δυσαρεστημένοι έως εξοργισμένοι μαζί του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι γεωπολιτικά περισσότερο ή λιγότερο θα συνταχθούν με την Ουάσιγκτον. Η Γαλλία, μάλιστα, δεν παίζει κατ’ ουδένα τρόπο το τουρκικό χαρτί. Το δείχνει με την ολοένα και στενότερη σχέση που αναπτύσσει με την Κυπριακή Δημοκρατία και στα ενεργειακά (Total) και στα γεωπολιτικά (παροχή στους Γάλλους στρατιωτικών διευκολύνσεων στη Μεγαλόνησο). Το έδειξε και με την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια