Sponsor

ATHENS WEATHER

Οι «πειραματισμοί» κόστισαν 1 δισ. στη ΔΕΗ


O άγονος διαγωνισμός για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων Μελίτης και Μεγαλόπολης επισφράγισε τους αδιέξοδους πειραματισμούς στην αγορά ηλεκτρισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που κόστισαν πάνω από 1 δισ. ευρώ στη ΔΕΗ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της διοίκησης της εταιρείας.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιβάρυνσης προήλθε από τον μηχανισμό ΝΟΜΕ, τη διάθεση δηλαδή μέσω δημοπρασιών από τη ΔΕΗ λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος σε χαμηλές τιμές στους ανταγωνιστές της με στόχο τη μείωση των μεριδίων της στη λιανική αγορά κάτω από το 50% στο τέλος του 2019.

Η αξιολόγηση των ΝΟΜΕ, που έχει κάνει η ίδια η ΔΕΗ από τον Δεκέμβριο του 2016 που εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά τα ΝΟΜΕ μέχρι και τα τέλη του 2018, αποτελεί περίτρανη απόδειξη της αποτυχίας τους ως εργαλείου ενίσχυσης του ανταγωνισμού και ταυτόχρονα των πολλαπλών στρεβλώσεων που προκαλεί στην αγορά και των επιβαρύνσεων για τους καταναλωτές και την ελληνική οικονομία. Στο τέλος του 2018 τα μερίδια της ΔΕΗ υποχώρησαν μόλις στο 80,29% έναντι δεσμευτικού στόχου στο 62,24%. Για την απόκλιση αυτή του στόχου, η ΔΕΗ υποχρεώνεται το 2019 να δημοπρατήσει 528 MWh/h επιπλέον ποσότητα των προβλεπόμενων από τη συμφωνία με τους θεσμούς 1.972 MWh/h ως πέναλτι. Η προγραμματισμένη προς δημοπράτηση ποσότητα για το 2019, σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΔΕΗ Μανόλη Παναγιωτάκη, θα υπερβαίνει το σύνολο της λιγνιτικής και της υδροηλεκτρικής παραγωγής, την οποία προφανώς η ΔΕΗ θα προμηθευτεί από την αγορά σε υψηλές τιμές για να τη διαθέσει στους ανταγωνιστές της σε χαμηλή τιμή.

Μόνο το 2018 τα ΝΟΜΕ επιβάρυναν τη ΔΕΗ με 230 εκατ. ευρώ καθώς η επιχείρηση διέθετε σε δημοπρασίες ενέργεια που αγόραζε από τη χονδρική αγορά στην Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ).

Η ΔΕΗ παρέχει προς δημοπρασία περί τις 14 TWh, διαθέτει δηλαδή όλη τη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της σε τιμές χαμηλότερες του κόστους παραγωγής της, με αποτέλεσμα να μην ανακτά τα σταθερά της κόστη μέσω αυτής της παραγωγής και να μένουν μόνο οι μονάδες φυσικού αερίου, που είναι αδύνατον με την υφιστάμενη παραγωγή τους να ανακτήσουν τα σταθερά κόστη. Ποσοστό 33% έως 57% των προθεσμιακών προϊόντων (ΝΟΜΕ) κατευθύνεται σε εξαγωγές με αποτέλεσμα να επηρεάζεται το ετήσιο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας κατά 3,7 TWh, αυξάνοντας τις ανάγκες εγχώριας παραγωγής. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε περαιτέρω εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενο καύσιμο (φυσικό αέριο) και παράλληλα η παραγωγή ενέργειας γίνεται ολοένα και ακριβότερη, διότι, για να καλυφθούν αυτές οι ποσότητες στην εγχώρια αγορά, εντάσσονται ακριβότερες μονάδες στο σύστημα. Ετσι, οδηγούμαστε σε αύξηση της ΟΤΣ με επακόλουθο να ασκούνται πιέσεις για αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος.

Την ίδια στιγμή τα ΝΟΜΕ μέσω των εξαγωγών ευνοούν τις αγορές των όμορων χωρών. Συγκρίνοντας τις τιμές της ελληνικής αγοράς με εκείνες των γειτονικών χωρών το συμπέρασμα είναι ότι οι εξαγωγές δεν καθοδηγούνται από τις διαφορετικές τιμές μεταξύ των αγορών αλλά από τις χαμηλές τιμές των ΝΟΜΕ. Σύμφωνα με την ανάλυση της ΔΕΗ, κάθε 1 ευρώ διαφοράς τιμής μεταξύ ελληνικής αγοράς και των χωρών που εξάγονται τα ΝΟΜΕ, επιφέρει τουλάχιστον 3,7 εκατ. ευρώ έλλειμμα στο οικονομικό ισοζύγιο της χώρας. Το 2018 η ποσότητα των ΝΟΜΕ που διοχετεύτηκε σε εξαγωγές άγγιξε τα 300 MW/h. Δηλαδή σαν να δούλευε μία μονάδα βάσης της ΔΕΗ για να παράγει φθηνό ρεύμα για τους καταναλωτές των γειτονικών χωρών. Αν η ποσότητα αυτών των 300 ΜWh, αντί για εξαγωγές, διοχετευόταν στην εσωτερική αγορά, το κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς θα μειωνόταν κατά 2-2,5 ευρώ η μεγαβατώρα, ήτοι κατά 100 εκατ. ευρώ, επ’ ωφελεία των καταναλωτών και όχι μόνο των κατόχων προθεσμιακών προϊόντων. Επίσης, το μερίδιο αγοράς των ανεξάρτητων προμηθευτών από το σημερινό 20% θα έφτανε στο 28% περιορίζοντας την απόκλιση από τον δεσμευτικό στόχο μείωσης του μεριδίου της ΔΕΗ.

Στο τραπέζι το σενάριο πώλησης υδροηλεκτρικών μονάδων

Το προαναγγελθέν εδώ και μήνες ναυάγιο του σχεδίου αποεπένδυσης στον λιγνίτη πιστοποιήθηκε και επισήμως την περασμένη Παρασκευή, με την κήρυξη άγονου του διαγωνισμού πώλησης των λιγνιτικών μονάδων Μελίτης και Μεγαλόπολης από τη ΔΕΗ. Το μέτρο, που μαζί με τα περίφημα ΝΟΜΕ (Μηχανισμός Προθεσμιακών Προϊόντων), με το οποίο η κυβέρνηση αντικατέστησε το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ», θέτοντας ως κόκκινη γραμμή τη διατήρηση των υδροηλεκτρικών υπό τον αποκλειστικό έλεγχο της ΔΕΗ, απέτυχε παταγωδώς, αφήνοντας πίσω του μια ΔΕΗ φορτωμένη με ζημίες (299,5 εκατ. στο εννεάμηνο του 2018), με ένα υπέρογκο χρέος που ξεπερνάει τα 4 δισ. ευρώ και τη ρευστότητά της στο κόκκινο. Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που το 2008 έθεσε ζήτημα κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στον λιγνίτη, και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που με απόφασή του στη συνέχεια υποχρέωσε τη χώρα να εναρμονισθεί με το ευρωπαϊκό δίκαιο περί ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρισμού, το θέμα παραμένει ανοικτό και αυτή είναι η μεγάλη αγωνία της κυβέρνησης και της ΔΕΗ.

Αυτό που φοβούνται, και ανεπισήμως τουλάχιστον ομολογούν, είναι η πιθανή άμεση ενεργοποίηση των εναλλακτικών δομικών μέτρων που προβλέπει η συμφωνία με τους θεσμούς. Αυτά δεν είναι άλλα από την πώληση και υδροηλεκτρικών μονάδων, κάτι που για την κυβέρνηση, όπως τονίζουν κύκλοι του υπουργείου Ενέργειας, εξακολουθεί να αποτελεί «κόκκινη γραμμή». Μια τέτοια εξέλιξη, ενόψει προεκλογικής περιόδου, θα ισοδυναμούσε με πολιτικό κόλαφο για την κυβέρνηση, που διαβλέποντας τον κίνδυνο από πολύ νωρίς, επιχείρησε μέσα από συνεχείς παρατάσεις του διαγωνισμού να μεταθέσει το πρόβλημα για μετά τις εκλογές.

Τα περιθώρια διαχείρισης μετά την αρνητική έκβαση του διαγωνισμού έχουν πλέον στενέψει και τα επιτελεία του υπουργείου Ενέργειας και της ΔΕΗ έχουν πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Η επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού σε διάστημα μερικών μηνών, και αφού στο μεταξύ ληφθούν περαιτέρω μέτρα εξυγίανσης των μονάδων, είναι η πρόταση με την οποία θα προσέλθει η κυβέρνηση αύριο στις νέες διαπραγματεύσεις με την DGcopm. Μάλιστα, το υπουργείο Ενέργειας προτίθεται να προτείνει στην Κομισιόν τη διενέργεια του διαγωνισμού από τρίτο φορέα, όπως το ΤΑΙΠΕΔ.

Η πρόταση αυτή μπορεί να εξυπηρετεί πλήρως τον βασικό στόχο της κυβέρνησης να αποτινάξει από πάνω της το πρόβλημα, δεν απαντάει όμως στο πραγματικό πρόβλημα ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρισμού, όπως έχει τεθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές και τους θεσμούς, για την επίλυση του οποίου η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι εάν τα μέτρα που εφαρμόστηκαν, δηλαδή η αποεπένδυση στον λιγνίτη και τα ΝΟΜΕ, δεν είναι αποτελεσματικά, τότε θα εφαρμοστούν εναλλακτικά δομικά μέτρα.

Τον πρώτο λόγο από εδώ και πέρα τον έχει η DGcomp, η οποία έχει μπροστά της δύο δρόμους: ή να ενεργοποιήσει τη συμφωνία για εναλλακτικά δομικά μέτρα και να απαιτήσει την πώληση υδροηλεκτρικών ή να εφαρμόσει τον ευρωπαϊκό κανονισμό που για αντίστοιχες περιπτώσεις προβλέπει διαγωνισμό από την Κομισιόν χωρίς κατώφλι στο τίμημα και χωρίς δεσμεύσεις από αποτιμήσεις ανεξάρτητων εκτιμητών. Σε κάθε περίπτωση μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου κυβέρνηση και Κομισιόν θα πρέπει να έχουν συμφωνήσει με ποιες εναλλακτικές θα επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των μεριδίων της ΔΕΗ, αφού η ολοκλήρωση του διαγωνισμού για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων αποτελεί προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης του σχεδόν 1 δισ. ευρώ.

Σε δεινή θέση η Επιχείρηση, ενώ οι στρεβλώσεις στην αγορά πολλαπλασιάστηκαν

Ανεξάρτητα από την υπόθεση «λιγνίτες», το μείζον πρόβλημα παραμένει η αναδιάρθρωση της ΔΕΗ, τόσο για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της όσο και για τη βιωσιμότητα συνολικά της αγοράς ηλεκτρισμού. Οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών απέφυγαν επιμελώς να πάρουν δομικά μέτρα για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού και περιορίστηκαν σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάσουν τις στρεβλώσεις και να φέρουν τη ΔΕΗ ενώπιον οικονομικού αδιεξόδου που απειλεί να συμπαρασύρει ολόκληρη την αγορά.

Το κόστος όλων των ρυθμιστικών μέτρων καταλήγει στη ΔΕΗ, η οποία δεν μπορεί να το μετακυλίσει ούτε κατά το ελάχιστο στην κατανάλωση, αφού η κυβέρνηση έχει σηκώσει απαγορευτικό στην αύξηση των τιμολογίων που ζητάει πιεστικά η διοίκηση της Επιχείρησης, με αποτέλεσμα να συσσωρεύει ζημίες, οι οποίες στο εννεάμηνο του έτους έφτασαν στα 299,5 εκατ. ευρώ. Οι πιέσεις που ασκεί η αύξηση της Οριακής Τιμής Συστήματος λόγω της ανοδικής τάσης των CO2 (εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα) αναμένεται να συμπιέσουν περαιτέρω τη λειτουργική κερδοφορία της επιχείρησης καθιστώντας δύσκολα διαχειρίσιμη την αναχρηματοδότηση των δανείων της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνολικός δανεισμός της ΔΕΗ ξεπερνάει τα 4 δισ. ευρώ, ενώ τον Μάιο θα πρέπει να αποπληρώσει ομόλογο ύψους 300 εκατ. ευρώ. Ο επικεφαλής της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης έχει επανειλημμένως επισημάνει το τελευταίο διάστημα την αδήριτη ανάγκη αύξησης των τιμολογίων για τη βελτίωση της κερδοφορίας της επιχείρησης και τη διασφάλιση της δυνατότητας εξόδου στις αγορές για άντληση νέων κεφαλαίων. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η διοίκηση της ΔΕΗ κρατάει ουσιαστικά «παγωμένο» το επιχειρησιακό σχέδιο της McKinsey που εγγυάται την εξυγίανση της Επιχείρησης. Η McKinsey εκτιμά ότι για να γίνει βιώσιμη η ΔΕΗ, θα πρέπει να βελτιώσει την κερδοφορία της μέσα στην επόμενη 5ετία κατά 500 εκατ. ευρώ. Η μείωση του προσωπικού κατά 5.860 άτομα μέχρι το 2022 και η αναπροσαρμογή των τιμολογίων προς τα πάνω αποτελούν βασικούς πυλώνες του σχεδιασμού της McKinsey για τη βελτίωση της λειτουργικής της κερδοφορίας. Τα περιθώρια βελτίωσης της κερδοφορίας της ΔΕΗ και παράλληλα τον αντιοικονομικό τρόπο λειτουργίας της ανέδειξε εξάλλου και η υλοποίηση του σχεδίου αποεπένδυσης. Οπως ο ίδιος ο κ. Παναγιωτάκης δήλωσε, από τη μείωση του προσωπικού κατά 244 άτομα στις δύο μονάδες της Μεγαλόπολης προκύπτει εξοικονόμηση κόστους σε ετήσια βάση 20 εκατ. ευρώ, και χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων γίνονται κερδοφόρες. Μετά την αποτυχία μάλιστα του διαγωνισμού, ανακοίνωσε ότι μπορούν να ληφθούν και πρόσθετα μέτρα εξοικονόμησης για τις συγκεκριμένες μονάδες.

Αντιστοίχως, για τη μονάδα της Μελίτης είπε ότι το κόστος τροφοδοσίας της από τα Λιγνιτωρυχεία Αχλάδας μπορεί να μειωθεί κατά 5 ευρώ ο τόνος (από τα 23 ευρώ σήμερα) και να προκύψει έτσι εξοικονόμηση κατά 12,5 εκατ. ευρώ ετησίως για τη λειτουργία της μονάδας. Ο κ. Παναγιωτάκης ομολόγησε δηλαδή ότι η ΔΕΗ όλα αυτά τα χρόνια πληρώνει υπέρογκο κόστος για την προμήθεια λιγνίτη στη μονάδα Μελίτης, πράγμα βέβαια που απέδωσε στην «ομηρία» της από τον εν λόγω επενδυτή, δεδομένου ότι όταν λειτούργησε η μονάδα, δεν είχε προβλεφθεί ο τρόπος τροφοδοσίας της. Προφανώς αντίστοιχες παρεμβάσεις περικοπής του κόστους μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες τις μονάδες και στις διευθύνσεις της ΔΕΗ. Το μέγεθος του χαρτοφυλακίου δεν διασφαλίζει από μόνο του τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Είναι σαν να βλέπεις το δέντρο και να χάνεις το δάσος...

Εκτός στόχου

Στο τέλος του 2018 τα μερίδια της ΔΕΗ υποχώρησαν μόλις στο 80,29% έναντι δεσμευτικού στόχου στο 62,24%. Για την απόκλιση αυτή του στόχου, η ΔΕΗ υποχρεώνεται το 2019 να δημοπρατήσει 528 MWh/h επιπλέον ποσότητα των προβλεπόμενων από τη συμφωνία με τους θεσμούς 1.972 MWh/h, ως πέναλτι. Μόνο το 2018, τα ΝΟΜΕ επιβάρυναν τη ΔΕΗ με 230 εκατ. ευρώ.

Η προσφορά

Για τη Μελίτη κατατέθηκε μία προσφορά από τη «Μυτιληναίος Α.Ε.» ύψους 25 εκατ. ευρώ. Η αποτίμηση του ανεξάρτητου εκτιμητή για τη Μελίτη ήταν 153 εκατ. ευρώ και για τις δύο μονάδες της Μεγαλόπολης 147 εκατ. ευρώ. Η κοινοπραξία των Seven Energy - ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ πρόσφερε 103 εκατ. ευρώ για το σύνολο των μονάδων (Μελίτης και Μεγαλόπολης) με όρους όμως που δεν περιλαμβάνει η σύμβαση αγοράς πώλησης που ενέκρινε η ΔΕΗ.

Περικοπές θέσεων

Η μείωση του προσωπικού κατά 5.860 άτομα μέχρι το 2022 και η αναπροσαρμογή των τιμολογίων προς τα πάνω αποτελούν βασικούς πυλώνες του σχεδιασμού της McKinsey για τη βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας της ΔΕΗ. Σύμφωνα με τη McKinsey, για να γίνει βιώσιμη η ΔΕΗ, θα πρέπει την πενταετία 2018-2022 να βελτιώσει τη λειτουργική της κερδοφορία κατά 500 εκατ. ευρώ.

Χρύσα Λιάγγου

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια