Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος
Η απόφαση να αποσύρει τις αµερικανικές στρατιωτικές δυνάµεις από τη Βορειοανατολική Συρία είναι το άδοξο τέλος ή µάλλον το υστερόγραφο της προσπάθειας της Ουάσιγκτον να ασκήσει ηγεµονικό-επιδιαιτητικό ρόλο στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και να εγκαθιδρύσει µια περιφερειακή Pax Americana. Σταθµοί αυτής της διαδροµής υπήρξαν κατά σειρά η µεσολάβηση Κάρτερ, Μπους πατρός και Κλίντον στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, η «Καταιγίδα της ερήµου» την άνοιξη του 1991 και η εισβολή στο Αφγανιστάν το φθινόπωρο του 2001 και στο Ιράκ την άνοιξη του 2003. Τελευταία προσπάθεια των ΗΠΑ για συνολική αναδιαµόρφωση των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή ήταν η προσπάθεια αξιοποίησης της ανατρεπτικής δυναµικής που προέκυψε από το ντόµινο εξεγέρσεων στον αραβικό κόσµο το πρώτο εξάµηνο του 2011, που ονοµάστηκαν «Αραβική Ανοιξη», η οποία δυστυχώς πολύ σύντοµα µετεξελίχθηκε σε… αραβικό χειµώνα. Οταν στα µέσα του 2014 κατέστη σαφές ότι οι τζιχαντιστές του Ισλαµικού Κράτους ήταν στρατηγικών διαστάσεων απειλή, οι ΗΠΑ του Οµπάµα προσάρµοσαν την πολιτική τους στη Μέση Ανατολή. Προτεραιότητα δεν ήταν πλέον η ανατροπή του Ασαντ, αλλά η απόκρουση και η συντριβή των τζιχαντιστών. Η προσέγγιση αυτή οδήγησε την Ουάσιγκτον στο να ανεχθεί την παρουσία και την εµπλοκή της Ρωσίας και του Ιράν στο πλευρό της ∆αµασκού, αλλά ταυτόχρονα και να επενδύσει στο Κουρδικό Κίνηµα της Συρίας, στο πλαίσιο µιας συνολικής θεώρησης του Κουρδικού στην ευρύτερη περιοχή στο Ιράκ και το Ιράν. Στην αµερικανική θεώρηση, µέχρι την ανατροπή που ανακοίνωσε ο Τραµπ στις 19/12, η χειραφέτηση των Κούρδων στη Συρία και στο Ιράκ θα ήταν ένα εργαλείο χειραγώγησης κάθε µελλοντικής περιφερειακής φιλοδοξίας της ∆αµασκού και της Βαγδάτης και ταυτόχρονα µοχλός εσωτερικής αποσταθεροποίησης του ισλαµικού καθεστώτος της Τεχεράνης. Η θεώρηση αυτή, την οποία προσυπέγραφαν πολλοί Αµερικανοί αναλυτές, έτεινε να προσδώσει στη στήριξη των Κούρδων της Συρίας χαρακτήρα στρατηγικής µακροπρόθεσµης επιλογής. Η αιφνιδιαστική απόφαση του Τραµπ να αποσύρει τις αµερικανικές δυνάµεις από τη Συρία παρουσιάζει για πρώτη φορά εδώ και τέσσερις και πλέον δεκαετίες τις ΗΠΑ χωρίς στρατηγική για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, µε µόνη προσδοκία την αποδυνάµωση της τριµερούς συνεργασίας της Αγκυρας µε τη Μόσχα και την Τεχεράνη.
Πρόκειται για µια επιλογή που συνιστά όχι µόνον εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας αλλά και κίνηση που προκαλεί δυσαρέσκεια τόσο στο Ισραήλ όσο και στη Σαουδική Αραβία, που για διαφορετικούς λόγους καταγράφουν τον περιφερειακό νεοθωµανικό ηγεµονισµό του Ερντογάν ως στρατηγικών διαστάσεων απειλή για τα συµφέροντά τους. Οµως στο ρευστό και απρόβλεπτο µεσανατολικό σκηνικό η Τουρκία δεν έχει κανέναν λόγο να διεκδικήσει τον πόλο του τοπικού υπεργολάβου των ΗΠΑ. Απλά η ρεαλπολιτίκ της εξοµάλυνσης των σχέσεων µε την Ουάσιγκτον θα αυξήσει τα περιθώρια ελιγµών του Ερντογάν απέναντι στη Μόσχα και την Τεχεράνη. Οµως η εικόνα µιας Τουρκίας που µπορεί πλέον να δράσει στη Συρία κατά των Κούρδων ανεξέλεγκτη µετά την αποχώρηση των ΗΠΑ είναι µια ψευδαίσθηση. Τον κύριο λόγο για τις ισορροπίες της επόµενης µέρας τόσο στη ∆αµασκό όσο και για τις σχέσεις της Συρίας µε τις γειτονικές της χώρες τον έχει η Μόσχα, που είναι το σηµείο αναφοράς όλων των εµπλεκόµενων και των ενδιαφερόµενων µερών. Η σκληρή αυτή πραγµατικότητα προφανώς οδήγησε τον υπουργό Αµυνας των ΗΠΑ, Μάτις, σε παραίτηση, καθώς δεν ήθελε να προσυπογράψει µια επιλογή που πριµοδοτεί εκ των πραγµάτων τα ρωσικά συµφέροντα και ταυτόχρονα καταρρακώνει την αξιοπιστία των ΗΠΑ απέναντι στους συµµάχους της.
Tα δυο καυτά μέτωπα
Το Κρεµλίνο εκ των πραγµάτων είναι πλέον ο αναγκαίος ενδιάµεσος σε δύο µέτωπα όπου η σύνθεση ισορροπιών είναι ένας δύσκολος µονόδροµος. Μέτωπο πρώτο, η διαµεσολάβηση της Μόσχας ανάµεσα στον Ερντογάν και τον Ασαντ για την επόµενη µέρα στη Βορειοανατολική Συρία: Εκεί θα πρέπει να συνδυαστούν εγγυήσεις για την ενότητα και την κυριαρχία της Συρίας αλλά και για την ασφάλεια της Νοτιοανατολικής Τουρκίας. Επιπλέον εξυπακούεται ότι η Αγκυρα, αν λάβει εγγυήσεις ότι οι δυνάµεις της ∆αµασκού θα ελέγχουν την τουρκοσυριακή µεθόριο, θα πρέπει να τερµατίσει τη στήριξή της στις συριακές αντικαθεστωτικές δυνάµεις αλλά και έπειτα από µια µεταβατική περίοδο να αποσυρθεί από το Αφρίν και το Ιντλίµπ. Η Αγκυρα δεν έχει περιθώριο να καταστεί παρενόχληση για τη Μόσχα, την Τεχεράνη και τη ∆αµασκό, γιατί πολύ απλά µια παρόµοια επιλογή θα οδηγήσει τον Ασαντ και τους υποστηρικτές του να εργαλειοποιήσουν τον κουρδικό παράγοντα σε βάρος της. Το καλύτερο που µπορεί να προσδοκά ο Ερντογάν είναι η επιστροφή στο status quo που ίσχυε πριν από την έκρηξη του εµφυλίου πολέµου στη Συρία την άνοιξη του 2011. Μέτωπο δεύτερο, η παρεµβολή-διαµεσολάβηση της Μόσχας, ώστε η παρουσία του Ιράν στη Συρία -Φρουροί της Επανάστασης, Σιιτική Πολιτοφυλακή του Ιράκ και Χεζµπολάχ από τον Νότιο Λίβανο- να µη θέτει πρόβληµα για την ασφάλεια του Ισραήλ, πρόβληµα που θα µπορούσε να καταστήσει τη Συρία εκ νέου πεδίο µιας νέας αιµατηρής σύγκρουσης. Ηδη υπάρχει το προηγούµενο της µεθόδευσης που εφαρµόστηκε στα σύνορα Ισραήλ - Συρίας στο Γκολάν. Οταν πριν από µερικούς µήνες οι δυνάµεις κατά κύριο λόγο της Φιλοϊρανικής Συµµαχίας απώθησαν τους τζιχαντιστές και τους συµµάχους τους, δυνάµεις της ρωσικής Στρατιωτικής Αστυνοµίας αναπτύχθηκαν κατά µήκος της γραµµής ανακωχής που χαράχθηκε στις αρχές του 1974 ανάµεσα στο Ισραήλ και τη Συρία.
Ενεργειακό πόκερ
Η ηγεμονική κυριαρχία-επιδιαιτησία την οποία κατοχύρωσε η Μόσχα στη Συρία, αξιοποιώντας τις απίστευτες ανατροπές και αντιφάσεις της πολιτικής των ΗΠΑ, έχει µέγιστη στρατηγική βαρύτητα για τα ζωτικά συµφέροντα της Ρωσίας, κυρίως στην προσπάθειά της να παραµείνει µεγάλη δύναµη, που δεν µπορεί να παρακαµφθεί και πολύ περισσότερο να αγνοηθεί σε κανένα µέτωπο έντασης ή σύγκρουσης του πλανήτη. ∆εν µπορεί, δηλαδή, να αναγνωρίζεται πρωτεύων ρόλος στη Μόσχα για την επόµενη µέρα στη ∆αµασκό και να µη γίνεται ταυτόχρονα αποδεκτό το δικαίωµα λόγου σε θέµατα ασφαλείας που διεκδικεί η ρωσική διπλωµατία στην περιοχή που αποκαλεί «πρόσω εξωτερικό», δηλαδή στις πρώην Σοβιετικές ∆ηµοκρατίες. Ειδικότερα όµως σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, µε σηµείο αναφοράς τη Συρία, η παρουσία της Μόσχας έχει ευρύτερη της κατοχύρωσης των ρωσικών ζωτικών συµφερόντων σηµασία. Ο ρόλος της Μόσχας στην επιδίωξη κατοχύρωσης µιας νέας περιφερειακής σταθερότητας συνιστά και την τελευταία ευκαιρία για τη διεθνή κοινότητα και συνεπώς και για τη ∆ύση να επηρεάσει τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αν µετά την άδοξη αποχώρηση της Γαλλίας και της Βρετανίας, µετά το φιάσκο της επέµβασης στο Σουέζ τον Νοέµβριο του 1956, και την αυτοακύρωση της παντοδυναµίας των ΗΠΑ, µε υστερόγραφο τη συνθηκολόγηση Τραµπ στους εκβιασµούς Ερντογάν, αποτύχει η προσπάθεια της Ρωσίας για περιφερειακή σταθεροποίηση, τότε ο κίνδυνος ανεξέλεγκτων εξελίξεων είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Οι περιφερειακές δυνάµεις της ευρύτερης Μέσης Ανατολής (Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Ιράν, Τουρκία), χειραφετηµένες από την κηδεµονία-επιδιαιτησία των µεγάλων δυνάµεων και µε την αυτοπεποίθηση που θα τους δίνει η κατοχή οπλικών συστηµάτων µαζικής καταστροφής, δύνανται να εναλλάσσουν συµπλεύσεις και συγκρούονται σε µια περιοχή ζωτικής σηµασίας για την ενεργειακή επάρκεια του πλανήτη.
Τούτων λεχθέντων, το ερώτηµα που τίθεται αν η πολιτική κατευνασµού του Ερντογάν που επέλεξε ο Τραµπ θα έχει και συνέχεια και σε άλλα µέτωπα και κατά προτεραιότητα στο γεωπολιτικό-ενεργειακό σκληρό πόκερ που παίζεται στην Ανατολική Μεσόγειο.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια