Του Νίκου Μελέτη
Πλέον ανοίγει ο δρόμος για να αναλάβει η πλειοψηφία η οποία θα διαμορφωθεί στην ελληνική Βουλή την ιστορική ευθύνη οριστικού κλεισίματος του ονοματολογικού, με όρους που πάντως δεν έχουν πείσει ότι θέτουν τέλος στον αλυτρωτισμό και αφήνουν γκρίζες ζώνες στην αναγνώριση εκ μέρους της Ελλάδας της «μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας», που αποτέλεσαν διαχρονικά τον πυρήνα του «μακεδονισμού».
Την επόμενη Τετάρτη 9 Ιανουαρίου συγκαλείται η Ολομέλεια της Βουλής στα Σκόπια για να συζητήσει και να εγκρίνει με ενισχυμένη πλειοψηφία 2/3 (80 ψήφων) τις συνταγματικές αλλαγές, οι οποίες έχουν ήδη περάσει από τις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής.
Αυτή είναι η τελευταία φάση της διαδικασίας εφαρμογής της συμφωνίας των Πρεσπών σε ό,τι αφορά τη σκοπιανή πλευρά και παρά το γεγονός ότι η συνεδρίαση προβλέπεται να διαρκέσει μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, μπορεί να επισπευσθεί λόγω του ότι η αντιπολίτευση του VMRO-DPMNE έχει δηλώσει ότι θα απέχει από τη συνεδρίαση.
Έτσι υπολογίζεται ότι μέχρι τις 20 Ιανουαρίου η άλλη πλευρά θα ενημερώσει, όπως προβλέπεται από τη συμφωνία, την Αθήνα ότι έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία σε ό,τι αφορά το δικό της σκέλος και έτσι αυτομάτως θα αρχίσουν να μετράνε οι προθεσμίες για την κύρωση της συμφωνίας από την ελληνική πλευρά και να δρομολογηθεί επίσης και η οριστικοποίηση του πρωτοκόλλου ένταξης της χώρας με το νέο όνομα πλέον, «Βόρεια Μακεδονία», στο ΝΑΤΟ, το οποίο επίσης πρέπει να εγκριθεί από την ελληνική Βουλή.
Στη συμφωνία των Πρεσπών, καθώς προβλέπεται ότι θα έρθει στην ελληνική Βουλή χωρίς καθυστέρηση, ο εύλογος χρόνος δεν μπορεί να είναι περισσότερος από μερικές ημέρες. Αμέσως μετά, αναλόγως του αν θα επιλέξει η κυβέρνηση να την εισαγάγει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος η όχι, θα χρειασθούν από δύο ημέρες έως δύο εβδομάδες για να έρθει προς ψήφιση στην Ολομέλεια με πλειοψηφία επί των παρόντων.
Ταυτόχρονα, στο ΝΑΤΟ θα έχει ολοκληρωθεί η σύνταξη του πρωτοκόλλου προσχώρησης, καθώς τυπικά θα πρέπει να προηγηθεί η κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή, ώστε να μπορεί να αναφέρεται το πρωτόκολλο σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», μια και η προϋπόθεση για να προχωρήσει η διαδικασία και το ΝΑΤΟ είναι να γίνει με τη νέα ονομασία.
Είναι σαφές ότι η κύρωση των δύο κειμένων, ενώ συνδέεται ευθέως, δεν είναι υποχρεωτικό να προχωρήσει ταυτόχρονα. Όμως δεν μπορεί να υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση, καθώς έτσι θα πληγεί η «καλή πίστη», που αποτελεί βασικό στοιχείο της διαδικασίας σύναψης μιας διεθνούς συμφωνίας.
Η διαδικασία επικύρωσης των πρωτοκόλλων ένταξης της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ μπορεί να διαρκέσει συνολικά έως και ενάμιση χρόνο, αλλά καθώς το μοναδικό εμπόδιο που υπήρχε (τουλάχιστον μέχρι αυτή την ώρα) ήταν η ελληνική στάση, αυτό που έχει σημασία είναι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα με τη συμφωνία των Πρεσπών. Να εγκρίνει, δηλαδή, την ένταξη της χώρας με τη νέα ονομασία στο ΝΑΤΟ, όπως επίσης να μην εγείρει και στο μέλλον ενστάσεις για προσχώρηση σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Από το ΝΑΤΟ υπάρχει πίεση να ολοκληρωθεί σύντομα η διαδικασία αυτή, καθώς υπάρχει ανησυχία μήπως εμπλακεί περαιτέρω σε εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και μάλιστα, εάν διεξαχθούν πρόωρες εκλογές, να μην ολοκληρωθεί η κύρωση του πρωτοκόλλου ένταξής από την ελληνική Βουλή.
Ένα ιδιαίτερα λεπτό ζήτημα αφορά την πρόσφατη συνταγματική τροπολογία στα Σκόπια που προβλέπει ότι όλες οι αλλαγές θα ισχύσουν μόνον εφόσον κυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή, καθώς και το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Αυτό αφήνει ένα κενό χρονικό και ουσιαστικό, κατά το οποίο η ελληνική Βουλή θα κληθεί να ψηφίσει συμφωνία η οποία τυπικά δεν έχει πλήρως ολοκληρωθεί από την άλλη πλευρά (όπως προβλέπεται από τη συμφωνία). Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται να υπάρξει κάποια ρύθμιση στα Σκόπια, που νόμος θα προβλέπει ότι θα τεθούν σε ισχύ οι συνταγματικές τροποποιήσεις αυτομάτως με τη γνωστοποίηση της κύρωσης της συμφωνίας από την ελληνικη Βουλή.
Η συμφωνία των Πρεσπών έχει αρχίσει ήδη να παράγει έννομα αποτελέσματα και φυσικά δεσμεύει τις δυο χώρες βάσει της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969), καθώς προβλέπεται ότι μια χώρα η οποία έχει υπογράψει μια διεθνή συνθήκη υποχρεούται να μη συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντίθετο προς το αντικείμενο και τον σκοπό αυτής. Επίσης, υποχρεούται να επιχειρεί, καλή τη πίστει, να κάνει ό,τι είναι σε θέση, προκειμένου η διεθνής αυτή σύμβαση να τεθεί σε ισχύ.
Συνεπώς, η Ελλάδα με την υπογραφή της συμφωνίας πέρυσι τον Ιούνιο και νομικά έχει αναλάβει τη δέσμευση να μην αντιστρατεύεται τον σκοπό και το αντικείμενο της συμφωνίας, αλλά και πολιτικά θα είναι εκτεθειμένη, εάν, ενώ θα έχει υπογραφεί η συμφωνία, δεν ληφθούν όλα τα μέτρα ώστε να τεθεί σε ισχύ και να εφαρμοσθεί.
Η συμφωνία των Πρεσπών ορίζει αναλυτικά τη διαδικασία τόσο της κύρωσής της από τα δυο μέρη, τον τρόπο που θα τεθεί σε ισχύ αλλά και τη διαδικασία κύρωσης του πρωτοκόλλου ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Στο άρθρο 1 παρ. 4 (ζ) η συμφωνία των Πρεσπών ορίζει την υποχρέωση της Ελλάδας για κύρωση της συμφωνίας:
«Μόλις το Δεύτερο Μέρος γνωστοποιήσει την ολοκλήρωση των προαναφερόμενων συνταγματικών τροποποιήσεων και όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών του προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η παρούσα συμφωνία, το Πρώτο Μέρος θα κυρώσει χωρίς καθυστέρηση την παρούσα συμφωνία».
Με το άρθρο 2 της συμφωνίας, η Ελλάδα δεσμεύεται να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη του «Δεύτερου Μέρους» με το νέο όνομα σε διεθνείς, πολυμερείς ή περιφερειακούς οργανισμούς, ενώ συγχρόνως το «Δεύτερο Μέρος» δεσμεύεται ότι θα επιδιώξει την ένταξη στους διεθνείς οργανισμούς υπό το νόημα και τις ορολογίες του άρθρου 1(3) της συμφωνίας, δηλαδή με το όνομα «Βόρεια Μακεδονία».
Επίσης, η Ελλάδα με το άρθρο 2(3) δεσμεύεται ότι από τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας «θα κυρώσει οποιαδήποτε συμφωνία εισδοχής του Δεύτερου Μέρους σε διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλος».
Ειδικά όμως για το ΝΑΤΟ υπάρχουν συγκεκριμένες προβλέψεις, όπου επισημαίνεται ότι το Δεύτερο Μέρος με την ολοκλήρωση όλων των εσωτερικών διαδικασιών (μετά δηλαδή και τη συνταγματική αλλαγή) ενημερώνει το ΝΑΤΟ:
«Με τη λήψη της γνωστοποίησης από το Δεύτερο Μέρος αναφορικά με την ολοκλήρωση όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών του για τη θέση σε ισχύ της παρούσας συμφωνίας, περιλαμβανομένου ενδεχόμενου εθνικού δημοψηφίσματος με έκβαση συνάδουσα με την παρούσα συμφωνία και με την ολοκλήρωση των τροποποιήσεων στο σύνταγμα του Δεύτερου Μέρους, το Πρώτο Μέρος (σ.σ. η Ελλάδα) θα κυρώσει το πρωτόκολλο για την ένταξη του Δεύτερου Μέρους στο ΝΑΤΟ. Η εν λόγω κυρωτική διαδικασία θα ολοκληρωθεί μαζί με τη διαδικασία κύρωσης της παρούσας συμφωνίας».
Με όλο αυτό το συμβατικό πλαίσιο, το οποίο θα δεσμεύει απολύτως τη χώρα από τη στιγμή που κυρωθεί η συμφωνία από την Βουλή, είναι σαφές ότι δημιουργείται αμετάκλητη κατάσταση και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πλέον επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας των Πρεσπών (καθώς αποκλείεται ρητά η οποιαδήποτε τροποποίηση των άρθρων 1(3) και 1(4) που ορίζουν την ονομασία, την εθνικότητα και τη γλώσσα κ.ά.), η οποία θα παραγάγει άμεσα νομικά, πολιτικά και διπλωματικά τετελεσμένα.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 04 Ιανουαρίου
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια