Sponsor

ATHENS WEATHER

Πόσο μπορεί να αντέξει η κυβέρνηση; Ισορροπία τρόμου στη Βουλή

Η κυβέρνηση επιμένει να κυβερνά χωρίς ωστόσο να μπορεί πάντα και να περνάει τα νομοθετήματά της από τη Βουλή. Το ερώτημα είναι ως πότε;


Όπως παρατηρητές εξαρχής υποσημείωσαν, η επίτευξη της πλειοψηφίας των 151 στην ψήφο εμπιστοσύνης μαζί με τη μεταγενέστερη υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών μπορεί να εξασφάλισαν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα παρέμεινε στην εξουσία, όμως, δεν εξασφάλισαν και ότι θα μπορεί να περνά πάντα τα μέτρα που επιθυμεί.

Ο λόγος είναι ότι σήμερα η «δεδηλωμένη» της κυβέρνησης στηρίζεται μεν σε μια αδιαμφισβήτητη πλειοψηφία 151 βουλευτών (και μια προφανή αδυναμία της αντιπολίτευσης να μπορεί να εξασφαλίσει τους 151 ψήφους μιας πρότασης δυσπιστίας), όμως η σύνθεση αυτών των 151 είναι κοινοβουλευτικά ιδιότυπη.

Ο λόγος είναι ότι η πλειοψηφία αυτή περιλαμβάνει 145 βουλευτές του βασικού κυβερνώντος κόμματος, 4 ψήφους ανεξαρτήτων βουλευτών και 2 ψήφους δύο βουλευτών που εξακολουθούν να ανήκουν σε ένα κόμμα που σήμερα είναι στην αντιπολίτευση.

Τα όσα κωμικοτραγικά συνέβησαν το τελευταίο διήμερο στη Βουλή (με γκαζόζες, τουαλέτες, ύβρεις και απειλές) δείχνουν ότι αφενός στο Μαξίμου βρίσκονται σε αποδρομή και αφετέρου ότι η κυβέρνηση θα βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί μέχρι να αποφασίσει ο πρωθυπουργός να δώσει τέλος στο μαρτύριο. Οχι της κυβέρνησης, μιας και η παραμονή στην εξουσία είναι ευχή. Αλλά της δημοκρατίας καθώς οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι πρωτόγνωρες.

Το κοινοβούλιο στηρίζεται στις κοινοβουλευτικές ομάδες όχι στους «151»

Η λειτουργία του κοινοβουλίου δεν στηρίζεται μόνο στο τι πράττουν οι βουλευτές ατομικά, αλλά και στην λειτουργία των κοινοβουλευτικών ομάδων. Αυτό στηρίζεται στο ότι όπως κατοχυρώνεται και στο Σύνταγμα η κοινοβουλευτική δημοκρατία στηρίζεται στην ύπαρξη κομμάτων, δηλαδή οργανωμένων πολιτικών παρατάξεων που εμφανίζονται στις εκλογές και διεκδικούν την εκπροσώπηση στη βάση πολιτικών θέσεων και προγραμμάτων.

Η λειτουργία αυτή είναι σημαντική γιατί εξασφαλίζει αν μη τι άλλο και μια πραγματική συσχέτιση ανάμεσα στα αποτελέσματα των εκλογών (όπου ψηφίζουμε κόμματα στη βάση ενός εκλογικού νόμου φτιαγμένου πάνω στην ύπαρξη κομμάτων), ώστε να μπορεί η Βουλή να αντανακλά το συσχετισμό που υπήρξε στις εκλογές του 2015.

Όμως, ο τότε συσχετισμός στηριζόταν στη δυνατότητα να υπάρξει μια συμμαχική κυβέρνηση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, όπως και έγινε. Αυτή η κυβερνητική συμμαχία λύθηκε τον Ιανουάριο του 2019 με τον τρόπο που όλοι ξέρουμε και η κυβέρνηση Τσίπρα, χωρίς τον Πάνο Καμμένο πήρε ψήφο εμπιστοσύνης με τον τόπο που περιγράψαμε.

Ο νέος αυτός συσχετισμός δεν είναι εύκολο να προβληθεί στις κοινοβουλευτικές ομάδες όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί. Η συμπόρευση των ΑΝΕΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν αντικαταστάθηκε από τη στήριξη κάποιας άλλης κοινοβουλευτικής ομάδας. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε να μετατρέψει τις 151 ψήφους της ψήφου εμπιστοσύνης  μία ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα, εκτός όλων των άλλων και γιατί όλοι όσοι τον στήριξαν δεν το επιθυμούν.

Το κοινοβούλιο λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό στη βάση των κοινοβουλευτικών επιτροπών όπου εκπροσωπούνται κοινοβουλευτικές ομάδες. Αυτό σημαίνει σήμερα ότι η κυβέρνηση δε διαθέτει στις περισσότερες κοινοβουλευτικές επιτροπές την πλειοψηφία. Τη διαθέτει μόνο εκεί όπου ο εκπρόσωπος των «ανεξάρτητων» είναι από αυτούς που την έχουν υπερψηφίσει όπως έγινε με την τοποθέτηση του εκπροσώπου του Σπύρου Δανέλη στην επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας. Εδώ να διευκρινίσουμε ότι οι ανεξάρτητοι δεν συνιστούν κοινοβουλευτική ομάδα. Απλώς κατανέμονται στις επιτροπές της Βουλής, με βάση και τη λογική όλοι οι βουλευτές να έχουν συμμετοχή σε επιτροπές.

Όμως και η Ολομέλεια λειτουργεί στη βάση της ύπαρξης συσχετισμού κομμάτων και κοινοβουλευτικών ομάδων. Αυτό επιτρέπει να περνούν νομοσχέδια ακόμη και όταν δεν είναι παρόντες όλοι οι βουλευτές στην αίθουσα. Ο προεδρεύων της συνεδρίασης ρωτά τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους και με βάση τη δύναμη των κομμάτων συμπεραίνει εάν υπάρχει πλειοψηφία. Μόνο εάν τεθεί θέμα ονομαστικής ψηφοφορίας ψηφίζουν οι βουλευτές ατομικά. Η κριτική που συχνά ακούγεται περί «άδειων εδράνων», προφανώς έχει βάση, όμως προσπερνά ότι η ουσιαστική συζήτηση και διόρθωση των νομοσχεδίων γίνεται στις επιτροπές όπου η συμμετοχή των βουλευτών είναι πολύ πιο ενεργητική.

Τα διαρκή προβλήματα στη λειτουργία της Βουλής

Σήμερα αυτός ο μηχανισμός απλώς δεν μπορεί να λειτουργήσει. Πλειοψηφία στις επιτροπές δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να υπερψηφιστούν τα νομοσχέδια στις επιτροπές. Αυτό τυπικά δεν ακυρώνει τα νομοσχέδια καθώς ούτως ή άλλως θα πάνε στην Ολομέλεια. Όμως, στην ολομέλεια δεν θα μπορούμε να έχουμε την «γρήγορη» υπερψήφιση από τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους εξ ονόματος των κοινοβουλευτικών ομάδων. Εάν δεν υπάρχει τουλάχιστον ένα κόμμα ακόμη που να υπερψηφίζει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ή άρθρο, θα πρέπει να γίνονται ονομαστικές ψηφοφορίες, με όλα τα πρακτικά ζητήματα που θα προκύπτουν ώστε ανά πάσα στιγμή να είναι παρόντες ή δικαιολογημένα απόντες με επιστολική ψήφο.

Αυτά ακριβώς τα προβλήματα αποτυπώθηκαν στη διαδικασία για το νομοσχέδιο για τον ΑΣΕΠ με την κυβέρνηση να αναγκάζεται να καταφύγει στην ονομαστική ψηφοφορία για τα άρθρα για τα οποία δεν υπήρχε πλειοψηφία στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών ομάδων.

Όμως, υπάρχουν και διαδικασίες που αφορούν τις επιτροπές και μόνο όπως είναι οι διάφορες «γνωμοδοτικές» ψηφοφορίες για τους επικεφαλής των Ανεξάρτητων Αρχών που δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες (γιατί εκεί το αρμόδιο όργανο είναι η διάσκεψη των προέδρων της Βουλής), όπου δεν θα υπάρχουν αυτόματες ψηφοφορίες όπως και έγινε με τη ψηφοφορία για την έγκριση της τοποθέτησης του καθηγητή Παντελή Κυπριανού στη θέση του επικεφαλής της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας (ΑΔΙΠ) που έχει την ευθύνη της αξιολόγησης και πιστοποίησης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Σε αυτή την περίπτωση ο υπουργός μπορεί να προχωρήσει ούτως ή άλλως στην τοποθέτηση, εφόσον αυτός έχει την αρμοδιότητα, όμως είναι σαφές ότι θα υπάρχει ένα πρόβλημα νομιμοποίησης.

Ο κυβερνητικός υπολογισμός

Η κυβέρνηση αντιτείνει ότι εφόσον παραμένουμε μέσα στο όριο του «γράμματος» του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα και απλώς πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τα μέλη του κοινοβουλίου. «Θα πρέπει να συνηθίσουμε ότι έτσι θα είναι τα πράγματα», σύμφωνα με την αντιπρόεδρο της Βουλής κ. Τασία Χριστοδουλοπούλου.

Επιπλέον, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επενδύει πολιτικά και στο ότι τα νομοσχέδια που ετοιμάζεται να φέρει προς ψήφιση, όπως είναι η παράταση του Νόμου Κατσέλη, το στεγαστικό επίδομα, οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για οφειλέτες του δημοσίου θα συναντήσουν αναγκαστικά τη συναίνεση της αντιπολίτευσης που δεν θα ήθελε να χρεωθεί εν μέσω προεκλογικής περιόδου ότι αρνείται «φιλολαϊκά» μέτρα.

Η κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης

Όμως, την ίδια στιγμή θα επιτείνεται μια κατάσταση διαρκούς κοινοβουλευτικής δυσλειτουργίας και αναγκαστικής καταφυγής σε πρακτικές που απλώς θα διαχειρίζονται το πρόβλημα.

Αυτό με τη σειρά του θα είναι και μια διαρκής υπενθύμιση ότι πλέον έχουμε έναν κοινοβουλευτικό συσχετισμό υπέρ της κυβέρνησης που δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί ούτε στις τάσεις της κοινής γνώμης όπως και εάν καταγράφονται αλλά ούτε και στα αποτελέσματα των εκλογών του 2015.

Αυτό, όμως, θα γεννά αντικειμενικά και το έδαφος για μια διαρκή διάβρωση της όποιας νομιμοποίησης διαθέτει ακόμη η κυβέρνηση Τσίπρα που ολοένα και περισσότερο θα φαντάζει ως μια κυβέρνηση αποτέλεσμα συγκυριακών κοινοβουλευτικών ακροβασιών και όχι πραγματικών συσχετισμών.

Μια τέτοια έλλειψη νομιμοποίησης θα ακυρώνει στην πράξη και την όποια προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να κάνει «προβολή ισχύος» γύρω από το ότι παραμένει «πολιτικά κυρίαρχος».

Γιατί αυτοί που είναι πραγματικά κυρίαρχοι του παιχνιδιού δεν χρειάζεται να αναζητούν διαρκώς άρθρα του κανονισμού της Βουλής για να συνεχίζουν να κυβερνούν: κάνουν εκλογές και τις κερδίζουν.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια