Sponsor

ATHENS WEATHER

Γιατί είναι αβάσιμα τα 5 επιχειρήματα του Μαξίμου για τις «Πρέσπες»


Γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Μπορεί η προπαγάνδα του Μαξίμου να έχει πατήσει γκάζι εν όψει της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και υπό τη βαριά σκιά της λαϊκής αντίδρασης, αλλά η πραγματικότητα είναι πεισματάρα για να υποκύψει σε σποτάκια, σε μισές αλήθειες και σε παραποιήσεις γεγονότων. Προφανώς, το Κοινοβούλιο θα κυρώσει τη Συμφωνία, αλλά το μόνο που θα αποδείξει αυτό είναι η διευρυνόμενη διάσταση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και του λαϊκού σώματος, η βούληση του οποίου αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και εκφράστηκε στο γιγαντιαίο συλλαλητήριο της 20ης Ιανουαρίου.

Το πρώτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «Η συμφωνία ανταποκρίνεται απόλυτα στην εθνική γραμμή για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για χρήση erga omnes, που διατηρεί η χώρα εδώ και 20 χρόνια». Εθνική γραμμή υπήρξε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή αποφασίσθηκε η γραμμή «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα». Στη συνέχεια, η απόφαση αυτή παραβιάσθηκε στην πράξη από τις θέσεις που υιοθέτησε η Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ.

Μπορούμε πάλι να μιλήσουμε για εθνική γραμμή, χωρίς αυτή να προσλάβει ποτέ θεσμικό χαρακτήρα, το 2008, όταν η Ελλάδα δεν επέτρεψε την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Τότε ουσιαστικά υιοθετήθηκε η θέση «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό», χωρίς, όμως, να ξεκαθαρίζεται σαφώς εάν θα είναι και για εσωτερική χρήση. Ο όρος erga omnes είχε χρησιμοποιηθεί, αλλά συχνά με πονηρό τρόπο: για όλες τις διεθνείς χρήσεις!

Αναφορικά με την ταυτότητα, χωρίς να έχει γίνει ειδική συζήτηση, υπήρχε σαφής αντίθεση στο να ονομάζονται “Μακεδόνες” και η γλώσσα τους “μακεδονική”. Συμπερασματικά, με την τωρινή συμφωνία ο όρος για χρήση της σύνθετης κρατικής ονομασίας και στο εσωτερικό εκπληρώνεται, αν και με προβληματικό τρόπο. Παραβιάζεται, όμως, η εθνική γραμμή με την αποδοχή του ονόματος “Μακεδόνες” και “μακεδονική” γλώσσα.

Αναμφισβήτητα το erga omnes όσον αφορά την κρατική ονομασία αποτελεί ένα θετικό στοιχείο που δεν υπήρχε στις διαπραγματεύσεις Αθήνας-Σκοπίων πριν το 2008. Το κέρδος αυτό, ωστόσο, δεν προέκυψε από τη διπλωματική ικανότητα των Τσίπρα και Κοτζιά. Προέκυψε, επειδή η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και μελλοντικά στην ΕΕ προϋποθέτει συμφωνία με την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Ζάεφ δεν είχε το περιθώριο να αγνοήσει τις δυτικές πιέσεις. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που το erga omnes μπορούσε να κερδηθεί, χωρίς να αποδεχθούμε τα ονόματα “Μακεδόνες” και “μακεδονική” γλώσσα.

Εκτός αυτού υπάρχει και ένα ζήτημα με την εφαρμογή του erga omnes. Η συμφωνία προβλέπει πως η αλλαγή των εγγράφων συνδέεται με την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται από την Ελλάδα. Δηλαδή, εάν για διάφορους λόγους οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν προχωρήσουν, η Βόρεια Μακεδονία θα έχει ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αλλά η αλλαγή των εγγράφων δεν θα ολοκληρωθεί.

«Τέλος στον αλυτρωτισμό»

Το δεύτερο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «το όνομα “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” βάζει τέλος στον αλυτρωτισμό που ενείχε η ονομασία “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, το οποίο αποτελούσε τη συνταγματική ονομασία της γείτονος και με το οποίο είχε ήδη αναγνωριστεί από περισσότερα από 140 κράτη σε διμερές επίπεδο, μεταξύ των οποίων τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα».

Ο αλυτρωτισμός θα ακυρωνόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό εάν ταυτοχρόνως με το κρατικό όνομα Βόρεια Μακεδονία για όλες τις χρήσεις, η συμφωνία προέβλεπε ότι οι πολίτες του γειτονικού κράτους θα ονομάζονταν Βορειομακεδόνες και η γλώσσα της πλειονοτικής εθνότητας σλαβομακεδονική. Όταν η Ελλάδα αποδέχεται το όνομα “Μακεδόνες” και “μακεδονική” αντί να ακυρώνει επικυρώνει τον φαντασιακό αλυτρωτισμό των Σλαβομακεδόνων.

Η “μακεδονική” ταυτότητα είναι όχημα του φαντασιακού αλυτρωτισμού, εξίσου αν όχι περισσότερο από την κρατική ονομασία. Είναι αληθές ότι εκατόν τόσα κράτη είχαν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ σαν “Μακεδονία”. Το κρίσιμο και αποφασιστικής σημασίας, όμως, ήταν πως θα την αναγνωρίσει η Ελλάδα. Εάν δεν ίσχυε αυτό, τα Σκόπια δεν θα διαπραγματεύονταν με την Αθήνα και ούτε, βεβαίως, θα άλλαζαν το κρατικό όνομά τους.

Κοτζιάς και Μαξίμου δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους

Το τρίτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι πέτυχε την απαλοιφή αλυτρωτικών αναφορών από το Σύνταγμα. Πράγματι, στο πλαίσιο της αναθεώρησης άλλαξαν κάποιες αλυτρωτικές αναφορές, αλλά παρέμειναν και στο τροποποιημένο Σύνταγμα αρκετές αναφορές στον “μακεδονικό λαό”, αλλά και στην κρατική ονομασία “Μακεδονία”, παραβιάζοντας το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ο Κοτζιάς όχι μόνο αποδέχθηκε και νομιμοποίησε τη “μακεδονική” ταυτότητα, αλλά και σ’ αυτό το εθνικά επιζήμιο πλαίσιο δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Δεν φρόντισε στη Συμφωνία των Πρεσπών να αναφέρεται συγκεκριμένα ποια εδάφια του Συντάγματος θα άλλαζαν και με ποιες ακριβώς διατυπώσεις θα αντικαθίσταντο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ζάεφ να έχει την ευχέρεια να επιβάλει διατυπώσεις που υπονομεύουν και τον εθνικά επιζήμιο συμβιβασμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι για θέματα που ενδιέφεραν τα Σκόπια, ο Ντιμιτρόφ φρόντισε να συμπεριληφθούν στη Συμφωνία αναλυτικές αναφορές, ώστε η Αθήνα να μην έχει καμία δυνατότητα ερμηνείας.

Εκτός των ανωτέρω, το κρίσιμο είναι ότι με την αναγνώριση της ψευδεπίγραφης “μακεδονικής” ταυτότητας επικυρώνεται ο Μακεδονισμός. Ο Μακεδονισμός είναι το εθνικό ιδεολόγημα των Σλαβομακεδόνων, η φαντασίωση της “διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας”. Σύμφωνα με αυτό το ιδεολόγημα η Μακεδονία του Αιγαίου είναι υπό ελληνική κατοχή και η Μακεδονία του Πιρίν υπό βουλγαρική. Το τρίτο τμήμα της “μακεδονικής πατρίδας”, η Μακεδονία του Βαρδάρη κατάφερε να απελευθερωθεί και να γίνει ανεξάρτητο κράτος. Να γιατί ο Μακεδονισμός είναι ο πυρήνας του φαντασιακού αλυτρωτισμού.

«Παίρνουμε πίσω την ιστορία μας»

Το τέταρτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί τεράστια νίκη της Ελλάδας, δεδομένου ότι δεν περιλαμβανόταν στην εθνική γραμμή και ότι ουδέποτε στο παρελθόν έχει συμφωνήσει χώρα σε αλλαγή του Συντάγματός της βάσει διεθνούς συμφωνίας». Πρόκειται για ανακρίβεια. Υπενθυμίζω ότι με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, η ΠΓΔΜ υποχρεώθηκε να αλλάξει το Σύνταγμά της και να απαλείψει κάποιες αλυτρωτικές αναφορές. Αναφορικά με την εθνική γραμμή προανέφερα ότι ποτέ δεν διατυπώθηκε αναλυτικά.

Το πέμπτο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι «με τη συμφωνία αυτή παίρνουμε πίσω την ιστορία μας, τα σύμβολα και την παράδοσή μας αφού στη συμφωνία η γειτονική χώρα αποδέχεται ρητά τον διαχωρισμό μεταξύ των Ελλήνων Μακεδόνων, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τους, τη γλώσσα τους και την περιοχή στην οποία διαβιούν από τη μία, και του λαού της εν λόγω χώρας με τη δική του ιστορία, γλωσσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά από την άλλη».

Ο ρητός διαχωρισμός είναι αναμφισβήτητα θετικός και ακυρώνει την άκρως ενοχλητική προσπάθεια, ειδικά επί κυβέρνησης Γκρουέφσκι, για σφετερισμό της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς. Από την άλλη πλευρά, όταν τους χαρίζεις το όνομα “Μακεδόνες” και “μακεδονική” γλώσσα, τους επιτρέπεις να ψαρεύουν στα θολά νερά. Οι απλοί άνθρωποι στις τρίτες χώρες, που δεν διαθέτουν ιδιαίτερη ιστορική παιδεία πιθανότατα θα θεωρήσουν τους σύγχρονους “Μακεδόνες” απόγονους των αρχαίων.

Για να είμαστε δίκαιοι αυτό το πρόβλημα υπάρχει και όλα αυτά τα χρόνια που το γειτονικό κράτος είχε διεθνώς γίνει γνωστό σαν “Μακεδονία”. Εκτός αυτών, πέρα από τον σφετερισμό της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς, υπάρχει και η σύγχρονη γεωπολιτική πτυχή, η ουσία της οποίας είναι η ακύρωση του ιδεολογήματος περί Μακεδονισμού. Γι’ αυτό το κρίσιμο σε αυριανό άρθρο.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια