Του Κώστα Ράπτη
Μιλώντας την Τρίτη σε συνέδριο κατασκευαστών όπλων στην Άγκυρα ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι η χώρα του πρόκειται να εξαπολύσει "σε λίγες μέρες” στρατιωτική επιχείρηση εκκαθάρισης της περιοχής της βόρειας Συρίας ανατολικά του Ευφράτη από "την αποσχιστική τρομοκρατία”. Προανήγγειλε δηλαδή επίθεση εναντίον των Κούρδων μαχητών του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ στη Συρία) οι οποίοι ελέγχουν την περιοχή, υπό την ομπρέλα των "Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων” και με την παρουσία τουλάχιστον 2.000 Αμερικανών κομάντος.
Ο Τούρκος πρόεδρος απέρριψε χλευαστικά το προβαλλόμενο σκεπτικό της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, ήτοι την ανάγκη καταπολέμησης του "Ισλαμικού Κράτους”, υποστηρίζοντας ότι η απειλή των τζιχαντιστών αποτελεί πλέον "φαντασίωση” και υπενθυμίζοντας ότι είχε προτείνει παλαιότερα στον Ντόναλντ Τραμπ την επέμβαση τουρκικών δυνάμεων για την εκκαθάρισή τους.
"Οι στρατηγικοί εταίροι μας” πρόσθεσε συνεργάζονται με το παρακλάδι του ΡΚΚ στη Συρία. Εμείς λέμε ότι πρόκειται για τρομοκράτες αλλά αυτοί το αρνούνται”.
Όλα αυτά, στον άμεσο απόηχο της απόφασης του αμερικανικού Πενταγώνου για δημιουργία παρατηρητηρίων στην τουρκο-συριακή μεθόριο και για την συγκρότηση κοινών περιπολιών με τις "Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις”.
"Γνωρίζουμε ότι τα παρατηρητήρια και τα ραντάρ που εγκαθιστούν οι ΗΠΑ δεν έχουν ως στόχο την προστασία της χώρας μας από τους τρομοκράτες, αλλά την προστασία των τρομοκρατών από την Τουρκία” σχολίασε ο Ερντογάν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας διατυπώνει την απειλή προώθησης των τουρκικών δυνάμεων πέραν του Ευφράτη. Και πάντως θεωρείται παράδοξο μια τόσο κρίσιμη στρατιωτική επιχείρηση να εξαγγέλλεται εκ των προτέρων, ακυρώνοντας το πλεονέκτημα ου αιφνιδιασμού. Πόσω μάλλον όταν ο Τούρκος πρόεδρος προαναγγέλλει επίθεση σε περιοχή με αμερικανική στρατιωτική παρουσία.
Εξ ου και οι προσπάθειες ερμηνείας των δηλώσεων Ερντογάν κινούνται στην κατεύθυνση των εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Η Τουρκία βρίσκεται ήδη πάλι σε προεκλογική περίοδο – για τις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου στις οποίες διακυβεύεται ο έλεγχος των μεγάλων αστικών κέντρων από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, σε μία συγκυρία κατά την οποία η οικονομική κρίση βαραίνει στις αποφάσεις των ψηφοφόρων (με την ανεργία στο 11%, τον πληθωρισμό στο 22% και τον εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης για το 2019 στο 0,4%, σύμφωνα με το ΔΝΤ).
Ο Ερντογάν είναι ασκημένος στην διεξαγωγή προεκλογικής καμπάνιας μέσω στρατιωτικών τυχοδιωκτισμών. Ο τερματισμός της εκεχειρίας με το ΡΚΚ ήταν ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε η ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος μεταξύ των εκλογών του Ιουνίου και Νοεμβρίου 2015 ενώ η κατάληψη από τουρκικές δυνάμεις της κουρδικής πόλης Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία συντονίστηκε καταλλήλως με την πορεία προς τις περσινές προεδρικές εκλογές.
Η αντιτρομοκρατική ρητορική πάντοτε γαλβανίζει το τουρκικό εκλογικό ακροατήριο, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εθνικιστική ψήφο, σε μία συγκυρία μάλιστα κατά την οποία δοκιμάζεται η συμμαχία του με το ΜΗΡ του Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Όμως το ζήτημα είναι βαθύτερο –και αγγίζει όλο το πλέγμα αντιφάσεων των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Η επικράτηση στην Ουάσιγκτον (παρά τις αρχικές τοποθετήσεις Τραμπ υπέρ μιας ταχείας απεμπλοκής) των απόψεων για μακροχρόνια διατήρηση στρατιωτικού αποτυπώματος στη βορειοανατολική Συρία, στο πλαίσιο και της στρατηγικής της περικύκλωσης του Ιράν, βαθαίνει και μονιμοποιεί την απομάκρυνση της περιοχής από τον έλεγχο της Δαμασκού, φέρνοντας την Άγκυρα αντιμέτωπη με τον εφιάλτη της δημιουργίας και δεύτερου αυτόνομου κουρδικού μορφώματος στα σύνορά της, μετά από αυτό του ιρακινού Κουρδιστάν. Δεδομένης της κρισιμότητας που έχει το κουρδικό ζήτημα στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας πρόκειται για πραγματική απειλή.
Η Τουρκία ανησυχεί πρωτίστως για τη δημιουργία υποδομών που παραπέμπουν σε οιονεί κράτος. Η ανακοίνωση του αρχηγού του αμερικανικού επιτελείου στρατηγού Τζον Ντάνφορντ ότι οι ΗΠΑ θα εκπαιδεύσουν και εξοπλίσουν 35.000 με 40.000 άνδρες των "Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων” για την "σταθεροποίηση” της περιοχής σήμανε στην Άγκυρα τον συναγερμό.
Προφανώς μια τέτοια επένδυση από αμερικανικής πλευράς δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί λόγω των τουρκικών απειλών. Είναι θέμα στοιχειώδους αξιοπιστίας για τις ΗΠΑ να υπερασπιστούν τους σταθερότερους συμμάχους τους στο συριακό μωσαϊκό. Το ότι βέβαια ρισκάρουν ταυτόχρονα τη διάρρηξη των σχέσεών τους με το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ στην περιοχή αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των αντιφάσεων που έχει ενεργοποιήσει η μεσανατολική πολιτική της Ουάσιγκτον.
"Η μονομερής στρατιωτική δράση στη βορειοανατολική Συρία από οποιαδήποτε πλευρά, ειδικά καθώς ενδέχεται να βρίσκονται στην περιοχή στελέχη των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, θα ήταν πολύ ανησυχητική. Θα θεωρήσουμε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια απαράδεκτη” επεσήμανε ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου, αντιπλοίαρχος Σον Ρόμπερτσον.
Οι συναντήσεις που είχε στις 8 Δεκεμβρίου στην Άγκυρα με τον Τούρκο υπουργό Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και τον σύμβουλο του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Συρία, πρέσβης Τζέιμς Τζέφρι, και παράλληλα ο αρχηγός των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών Χακάν Φιντάν κατά το ταξίδι του σε ΗΠΑ και Καναδά είναι ενδεικτικές των πυρετωδών διαβουλεύσεων που εκτυλίσσονται μεταξύ των δύο πλευρών μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Διαβουλεύσεων που προφανώς αγγίζουν όλο το πλέγμα των τεταμένων τουρκοαμερικανικών σχέσεων: από τη συριακή κρίση και την υπόθεση Κασόγκι, μέχρι τις έρευνες υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο, την προμήθεια ρωσικών συστημάτων S-400 από την Τουρκία και την τύχη του φυλακισμένου στις ΗΠΑ αντιπροέδρου της τουρκικής Halkbank.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια