H ανάγκη για αντιμετώπιση του άγχους που προκαλεί η κρίση οδηγεί όλο και πιο πολλούς στα «χάπια»
Με την υπογραφή του Μιχάλη Κεφαλογιάννη
Στα ψυχοφάρμακα αναζητούν τη διέξοδο οι Έλληνες στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Έρευνα δείχνει ότι τα τελευταία χρόνια τα αντιψυχωσικά φάρμακα αυξήθηκαν κατά τρεις φορές, ενώ ηρεμιστικές ουσίες, όπως οι βενζοδιαζεπίνες, κατά εννιά φορές.
«Τα ηρεμιστικά αφορούν φαρμακευτικές ουσίες που μπορούν να μειώνουν τα αισθήματα άγχους και πανικού. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες: τα μείζονα ηρεμιστικά (γνωστά και ως αντιψυχωσικά) και τα ελάσσονα ηρεμιστικά (οι βενζοδιαζεπίνες). Τα ελάσσονα ηρεμιστικά χρησιμοποιούνται και για μυοχάλαση, ως υπναγωγά, εναντίον των ψυχοσωματικών ενοχλημάτων (όπως, για παράδειγμα, καρδιακές αρρυθμίες) και εναντίον της επιληψίας» εξηγεί ο δρ Γεώργιος Μ. Παπαγεωργίου, ψυχίατρος, διευθυντής ΕΣΥ, επιστημονικός υπεύθυνος Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παγκρατίου, ΓΝΑ Ευαγγελισμός.
Η οικονομική κρίση, η ανεργία και το αδιέξοδο με την έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων τείνουν να προκαλούν αύξηση στην κατάχρηση νόμιμων και παράνομων ψυχοτρόπων ουσιών, όπως οι βενζοδιαζεπίνες. Μελέτη του 2011 έδειξε ότι περίπου το 75% των εξαρτημένων σε συνταγογραφούμενα φάρμακα είναι εξαρτημένο κυρίως από βενζοδιαζεπίνες. Η Ελλάδα βρίσκεται ψηλά στη λίστα που καταγράφει τον αριθμό των συνταγών για ηρεμιστικά, ενώ εκτεταμένη χρήση γίνεται και σε ανάλογα υπναγωγά φάρμακα, τα λεγόμενα Z-drugs, όπως η ζοπικλόνη, η ζαλεπλόνη και, κυρίως, η ζολπιδέμη.
«Οι λόγοι της κατάχρησης μπορεί να αποδοθούν στην τάση για αυτοθεραπεία του άγχους μεταξύ των ατόμων που ανταλλάσσουν απόψεις για τη θεραπεία τους. Αυτοί που λαμβάνουν νόμιμα, με συνταγή ιατρού, βενζοδιαζεπίνες είναι συγχρόνως υποψήφιοι για κατάχρηση και λόγω της εξάρτησης που προκαλούν και λόγω του ότι τείνουν να αυξάνουν τη δόση από μόνοι τους, για να εξασφαλίσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα» επισημαίνει ο ίδιος.
▲ Μόνο με συνταγή ιατρού
Τα ηρεμιστικά και υπναγωγά φάρμακα χορηγούνται μόνο με συνταγή ιατρού, που συνοδεύεται από το φύλλο περιορισμένης συνταγογραφίας (τη λεγόμενη «κόκκινη γραμμή»), ενώ οι φαρμακοποιοί ελέγχονται ανά πάσα στιγμή εάν έχουν χορηγήσει τις βενζοδιαζεπίνες σύμφωνα με τις νόμιμες διατάξεις. «Ωστόσο οι ασθενείς αναζητούν φαρμακεία που να έχουν μεγαλύτερη -παρατύπως- δυνατότητα να τους χορηγούν τέτοια φάρμακα ή, το χειρότερο, πλαστογραφούν συνταγές» επισημαίνει ο κ. Παπαγεωργίου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα πλέον συχνά συνταγογραφούμενα φάρμακα, καθένα με διαφορετικές ιδιότητες, είναι η ταχέως δρώσα βρωμαζεπάμη, με μακρό χρόνο παραμονής στο αίμα, η αγχολυτική αλλά εξαρτησιογόνα αλπραζολάμη, με πολύ σύντομη παρουσία στην κυκλοφορία του αίματος, η ενδιαμέσως δρώσα λοραζεπάμη και η υπναγωγός και με μυοχαλαρωτικές ιδιότητες διαζεπάμη.
Η σωστή χρήση από τον κλινικό ιατρό είναι η χορήγησή τους για σύντομο χρονικό διάστημα. «Ο κλινικός ψυχίατρος τα συνταγογραφεί για περιορισμένη χρήση, μέχρι 15 εβδομάδες το πολύ, ωστόσο υπάρχουν ασθενείς που τα λαμβάνουν πάνω από 10 χρόνια» τονίζει ο κ. Παπαγεωργίου.
Οι ψυχίατροι χορηγούν τα φάρμακα αυτά ως αγχολυτικά, ιδιαίτερα την αλπραζολάμη, που δίδεται και για τη διαταραχή πανικού, αλλά και τη βρωμαζεπάμη. Αλλες χρήσεις των βενζοδιαζεπινών περιλαμβάνουν την υπναγωγό δράση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της διαζεπάμης και της φλουνιτραζεπάμης.
Eνώ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα ηρεμιστικά είχαν κυκλοφορήσει ως ασφαλή φάρμακα που δεν προκαλούσαν εθισμό, σύντομα οι ελπίδες αυτές διαψεύσθηκαν. «Η ανάγκη για αύξηση της δόσης ύστερα από λίγες εβδομάδες συστηματικής λήψης είναι εμφανής, όπως και η ανάγκη καθημερινής λήψης του ηρεμιστικού» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαγεωργίου. Η συστηματική λήψη ηρεμιστικών μπορεί να προκαλέσει εξάρτηση, γεγονός που σημαίνει ότι σε περίπτωση διακοπής τους ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει συμπτώματα στέρησης.
Αναφέρεται ότι περίπου το 35% των χρόνιων χρηστών ηρεμιστικών (πάνω από έξι μήνες χρήση), όταν διακόπτει ή μειώνει το φάρμακο, παρουσιάζει συμπτώματα στέρησης, όπως ανησυχία, άγχος, έντονη αϋπνία και διαταραχές προσανατολισμού. «Επίσης, τα άτομα αυτά συχνά βλέπουν φρικτούς εφιάλτες, καθώς η χρήση των ηρεμιστικών καταπιέζει τον ύπνο με όνειρα. Η διακοπή, λοιπόν, των ουσιών αυτών οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν το άτομο κάνει κατάχρηση με μεγαλύτερες από τις επιτρεπόμενες δόσεις και για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε η κατάσταση είναι έντονα συγχυτικοδιεγερτική, θυμίζοντας το τρομώδες παραλήρημα των αλκοολικών. Μπορεί, επίσης, να εμφανίσουν επιληπτικές κρίσεις, ενώ σε νεότερα άτομα μπορεί, επίσης, να εκδηλωθούν κρίσεις πανικού, που δύσκολα ελέγχονται» αναφέρει ο κ. Παπαγεωργίου.
Τι να προσέξουμε
Όσοι λαμβάνουν ηρεμιστικά και υπναγωγά φάρμακα θα πρέπει να προσέχουν να μην αυξάνουν τη δόση και να ακολουθούν πάντα τις οδηγίες του ιατρού. «Οι ψυχίατροι είναι σίγουρο ότι θα συστήσουν τη διακοπή του ηρεμιστικού μέσα σε τέσσερις έως έξι μήνες το πολύ. Γι’ αυτό απαιτείται επαφή με τον ιατρό για την αποφυγή “αυτοθεραπείας”. Η χρήση του ηρεμιστικού πάνω από έξι μήνες θεωρείται κατάχρηση» επισημαίνει ο κ. Παπαγεωργίου.
Για την αποφυγή του στερητικού συνδρόμου, η διακοπή της λήψης των ηρεμιστικών δεν γίνεται απότομα, αλλά σταδιακά, μειώνοντας διαρκώς την ποσότητα της δόσης. Η υπνηλία και η κόπωση είναι οι συχνότερες παρενέργειες της λήψης βενζοδιαζεπινών. Επίσης, μπορεί να επηρεάσουν τη μνήμη, τη συγκέντρωση και το αντανακλαστικό της αποφυγής του κινδύνου, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται η οδήγηση σε περίπτωση λήψης τους, καθώς και η χρήση μηχανημάτων. Ο συνδυασμός αλκοόλ και ηρεμιστικών πρέπει να αποφεύγεται, επειδή και τα δύο έχουν κατασταλτική δράση, ενώ δεν πρέπει να συγχορηγούνται με οπιούχα αναλγητικά.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια