Ποιος πληρώνει το «παγκάρι»


Γράφει ο Χρήστος Μαχαίρας

Πέρα από τις αντιδράσεις µιας µερίδας του κλήρου και των ιεραρχών που συντονίζονται µαζί της, στη δηµόσια συζήτηση προβάλλεται το επιχείρηµα ότι, εφόσον η Πολιτεία θα εξακολουθήσει να επιχορηγεί την Εκκλησία, το γεγονός ότι οι κληρικοί παύουν να διατηρούν την ιδιότητα του δηµοσίου υπαλλήλου είναι άνευ σηµασίας.

Ο αντίλογος θα µπορούσε να είναι ότι στη δηµόσια σφαίρα υπάρχουν γεγονότα υψηλής συµβολικής αξίας, που δεν αποτιµώνται αναγκαστικά σε χρήµα. Η άρση της δηµοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας των κληρικών δεν είναι µια απλή διαχειριστική πράξη που αφορά λογιστικούς διακανονισµούς, αλλά µία κίνηση εξορθολογισµού, που στη συνείδηση των πολιτών ανατρέπει τον ασφυκτικό εναγκαλισµό Εκκλησίας-Πολιτείας.

Αλλά και πέραν αυτού, η µετάθεση της ευθύνης διαχείρισης της µισθοδοσίας των κληρικών στη φυσική τους Αρχή, στην Εκκλησία, έχει και οικονοµικό ενδιαφέρον για την Πολιτεία. Οπως ανακοινώθηκε, αν και δεν… πολυσυζητείται, το Κράτος ναι µεν θα καταβάλλει ετήσια επιχορήγηση στην Εκκλησία ίσου ύψους µε τη σηµερινή δαπάνη µισθοδοσίας, προσδοκά, ωστόσο, να αντλήσει τους πόρους γι’ αυτό τον σκοπό από τη λιµνάζουσα εκκλησιαστική περιουσία, η οποία συµφωνήθηκε να αξιοποιηθεί.

Για να υπενθυµίσουµε πώς εξελίχθηκαν τα πράγµατα, οι οικονοµικές σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας δεν ήταν πάντοτε ανέφελες. Υπάρχει µάλιστα ένα τµήµα διαφιλονικούµενης επί δεκαετίες εκκλησιαστικής περιουσίας, η αξιοποίηση της οποίας λόγω των σοβαρών νοµικών προβληµάτων υπήρξε αδύνατη.

Αυτό που αλλάζει µε τη συµφωνία πρωθυπουργού - Αρχιεπισκόπου είναι ότι αυτή η «αδρανής» περιουσία, που περιλαµβάνει και κτίρια και εκτάσεις, παραδίδεται πλέον προς αξιοποίηση στην εταιρεία που συστήνεται, προς αµοιβαίο όφελος και των δύο πλευρών.

Προφανώς, αποµένουν πολλά να γίνουν και, υπό αυτή την έννοια, το όφελος της Πολιτείας δεν είναι άµεσο, αλλά προσδοκώµενο. Για να µεταφραστεί η αναξιοποίητη εκκλησιαστική περιουσία σε πόρους τόσο για το Κράτος όσο και για την Εκκλησία, απαιτείται να ολοκληρωθεί η αποτίµησή της, η οποία, όπως έγινε γνωστό, ξεκίνησε πριν από έναν χρόνο.

Το Ταµείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει, πάντως, τόσο τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και µέχρι σήµερα αµφισβητούµενων περιουσιών, µεταξύ ελληνικού Δηµοσίου και Εκκλησίας, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο Ταµείο προς αξιοποίηση.

Από τη Μεταπολίτευση µέχρι σήµερα, το φόβητρο του πολιτικού κόστους απέτρεψε όλες τις κυβερνήσεις να κινηθούν σε µία κατεύθυνση θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους, η οποία, αν και θεωρείται δεδοµένη από το 1975, ποτέ δεν υλοποιήθηκε.

Η συµφωνία Τσίπρα - Ιερώνυµου δεν αφορά τον διαχωρισµό της Εκκλησίας από την Πολιτεία -πώς θα µπορούσε, άλλωστε, µε τις κάλπες στον ορίζοντα- συνιστά ωστόσο µία αξιοσηµείωτη εκσυγχρονιστική τοµή, που µεταδίδει το µήνυµα της ανάγκης ύπαρξης διακριτών ρόλων.

Τα υπέρ και τα κατά

Πολλοί πιστεύουν ότι η κυβέρνηση, µε την πρωτοβουλία της να βάλει στο τραπέζι το θέµα της πρόσληψης νέων δηµοσίων υπαλλήλων στις θέσεις των 10.000 κληρικών που θα παύσουν να µισθοδοτούνται από την Ενιαία Αρχή Πληρωµών, κλείνει το µάτι στο κεντροαριστερό ακροατήριο, που ακούει µε ενδιαφέρον την προοπτική να ενισχυθούν οι τοµείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Αλλοι, πάλι, θεωρούν άκαιρη την προαναγγελία και υποστηρίζουν ότι έδωσε επιχειρήµατα στην αντιπολίτευση, η οποία, µετά τον αρχικό αιφνιδιασµό, στοιχήθηκε πίσω από τη γραµµή των «προεκλογικών παιχνιδιών».

Ούτως ή άλλως, η ολοκλήρωση της συµφωνίας έχει δρόµο µπροστά της, αφού προϋποθέτει τη συγκατάθεση της Ιεραρχίας. Στις τάξεις των χαµηλόµισθων κληρικών, η αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος και η διαφαινόµενη ενίσχυση του ρόλου των µητροπολιτών δηµιουργούν φοβίες και ανασφάλεια. Το κλίµα που επικρατεί επιχείρησε να κατευνάσει ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, τονίζοντας ότι «δεν υπάρχει ακόµα συµφωνία, παρά µόνον προσύµφωνο» και αποµένει να επιβεβαιωθεί αν είναι ακριβής η αίσθηση, σύµφωνα µε την οποία ο Ιερώνυµος ελέγχει την πλειοψηφία της Ιεραρχίας.

Ηδη, πάντως, µητροπολίτες εκφράζουν δηµόσια τη συµφωνία ή τη διαφωνία τους στο κοινό ανακοινωθέν, σε µια πρώτη αναγνωριστικού χαρακτήρα αντιπαράθεση. Αρωγός του Αρχιεπισκόπου εµφανίσθηκε ο µητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιµος (φωτογραφία αριστερά), ο οποίος έκανε λόγο για «πολύ καλή συµφωνία», η οποία, όπως είπε, «αν υλοποιηθεί µε πλήρη διασφάλιση των δικαιωµάτων των κληρικών, δίνει πάρα πολλές δυνατότητες και στην Εκκλησία και στο Κράτος».

Στον αντίποδα βρίσκεται ο µητροπολίτης Δηµητριάδος Ιγνάτιος (φωτογραφία δεξιά), ο οποίος χαρακτήρισε τη συµφωνία για τη µισθοδοσία των κληρικών ως τη «βιαιότερη αλλαγή εργασιακών σχέσεων στην ιστορία του ελληνικού κράτους», δηλώνοντας παράλληλα ότι η Εκκλησία θεωρεί ως εγγυητή της αναγκαίας οικονοµικής αυτοτέλειάς της µόνο το ελληνικό Κράτος.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια