Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Οι θάνατοι του Ζακ Κωστόπουλου και του Κωνσταντίνου Κατσίφα -τόσο διαφορετικοί, αλλά και με κάποιους κοινούς παρονομαστές- επανέφεραν στην επιφάνεια ένα πρόβλημα, το οποίο συνεχώς οξύνεται. Πρόκειται για την ανάδυση ενός ιδεοληπτικού μίσους, το οποίο έχει φθάσει στο σημείο να βάζει ιδεολογικό πρόσημο και στους νεκρούς, ακυρώνοντας με ευκολία που τρομάζει αιώνιες ηθικές αξίες.
Δεν πρόκειται για ακραίες μειονότητες του περιθωρίου. Μια ματιά στα κοινωνικά δίκτυα δείχνει ότι το ιδεοληπτικό μίσος έχει προσλάβει διαστάσεις και αναβλύζει με μεγάλη ένταση. Προφανώς όσοι με τέτοιου είδους αναρτήσεις διεκδικούν μερίδιο στη δημοσιότητα δεν ταυτίζονται με την κοινωνία. Παραμένουν μία μειονότητα, αλλά μολύνουν τη δημόσια σφαίρα. Και γι’ αυτό έχουν ευθύνες οι θεσμικοί παίκτες.
Θέλω να υπενθυμίσω δύο περιστατικά που έλαβαν χώρα πριν επτά και πλέον χρόνια και τα οποία είχαν από τότε δείξει προς τα που διολισθαίνουμε. Στις 10 Μαΐου 2011, νωρίς το πρωί, κι ενώ πήγαινε να φέρει το αυτοκίνητό του για να μεταφέρει την ετοιμόγεννη σύζυγό του στο μαιευτήριο, ο Μανόλης Καντάρης σφαγιάσθηκε στο κέντρο της Αθήνας από δύο Αφγανούς και έναν Πακιστανό. Τον σκότωσαν για να του κλέψουν την κάμερα, με την οποία θα αποθανάτιζε το νεογέννητο. Το έγκλημα φορτίστηκε με τον βαθύ συμβολισμό που ανέμειξε τόσο δραματικά τον θάνατο με τη γέννηση.
Στη λάθος πλευρά
Το περιστατικό υπενθύμισε ότι η Αθήνα είναι μια “διχοτομημένη” πόλη και ότι όσοι ακόμα κατοικούν στη “λάθος” πλευρά (κυρίως λαϊκές τάξεις που δεν έχουν εναλλακτική λύση) εκθέτουν την προσωπική τους ασφάλεια σε καθημερινό κίνδυνο. Ο φόνος ενός τριαντάχρονου στην Πάτρα από Αφγανούς έναν χρόνο αργότερα έδειξε ότι το θλιβερό προνόμιο δεν το έχει μόνο η πρωτεύουσα. Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι οι προβολείς της δημοσιότητας στρέφονται μόνο όταν έχουμε ακραία περιστατικά και όταν εξ αυτών προκαλούνται κοινωνικές αντιδράσεις.
Οι άρχουσες ελίτ είχαν γυρίσει την πλάτη στο πρόβλημα. Το ίδιο και τα ανώτερα αλλά και μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Ο εφιάλτης των γκετοποιημένων συνοικιών, άλλωστε, δεν ήταν δικό τους πρόβλημα. Στον δικό τους χώρο, η παράνομη μετανάστευση εμφανιζόταν με τη μορφή της φθηνής υπηρέτριας και του φθηνού κηπουρού, όχι με τη μορφή της εγκληματικής συμμορίας. Άκρατα ιδιοτελείς και κοντόθωρες, οι άρχουσες ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα δεν αντιλαμβάνονταν ότι η ανεξέλεγκτη μαζική παράνομη μετανάστευση λειτουργεί σαν καρκίνωμα που μεταλλάσσει τον κοινωνικό ιστό.
Το δεύτερο σοκ ήλθε το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, όταν ο διαδηλωτής Ιωάννης Καυκάς δέχθηκε πλήγματα από άνδρες των ΜΑΤ, τα οποία τον έστειλαν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ ζωής και θανάτου. Δύο δράματα σε δύο ημέρες. Η δόση ήταν πολύ μεγάλη. Ωστόσο, η σφαγή του 44 ετών Καντάρη από τρεις παράνομους μετανάστες και ο βαρύτατος τραυματισμός του 31 ετών Καυκά από τα ΜΑΤ μόνο τυχαία γεγονότα δεν ήταν. Τα κυοφόρησαν οι επικρατούσες συνθήκες, και με αυτή την έννοια ήταν ζήτημα χρόνου να συμβούν.
Οι καθημερινές κλοπές, ληστείες, τραυματισμοί και ενίοτε βιασμοί στο κέντρο της Αθήνας δύσκολα έβρισκαν χώρο στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Ήταν, όμως, η αμείλικτη πραγματικότητα που προειδοποιούσε ηχηρά για το επερχόμενο φονικό. Εξίσου αναμενόμενο ήταν ότι η πρακτική αστυνομικών να χτυπούν λυσσασμένα με τα γκλομπ κεφάλια διαδηλωτών κάποτε θα επέφερε βαρύ τραυματισμό, ίσως και θάνατο. Το ότι ο Καυκάς τελικώς επέζησε ήταν ζήτημα τύχης.
Βιώθηκαν διαφορετικά
Το γεγονός ότι τα δύο δραματικά περιστατικά συνέβησαν με τόσο μικρή χρονική απόσταση ήταν μια σύμπτωση. Μια σύμπτωση, όμως, που συνδέει δύο όψεις βίας, οι οποίες απειλούν να τινάξουν στον αέρα ό,τι έχει απομείνει από την έννοια της ευνομούμενης Πολιτείας. Ήταν διπλή ακύρωση το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή που το κράτος δεν εγγυάται την ασφάλεια των πολιτών στην καρδιά της πρωτεύουσας, χρησιμοποιεί υπέρμετρη βία για να διαλύσει μια διαδήλωση, η οποία δεν είχε απειλήσει τη δημόσια τάξη.
Τα δύο αυτά περιστατικά δεν βιώθηκαν με τον ίδιο τρόπο από το σύνολο της κοινωνίας. Είναι αλάνθαστη απόδειξη παρακμής του δημοκρατικού φρονήματος ότι δυναμικές μειοψηφίες φόρτισαν με ιδεολογικό πρόσημο τα δύο αυτά δραματικά γεγονότα. Η σφαγή του Καντάρη χαλούσε το ιδεολόγημα που αποθεώνει την πολυπολιτισμική κοινωνία, το οποίο –στο όνομα του αντιρατσισμού– αρνείται να δει τις επιπτώσεις της μαζικής παράνομης μετανάστευσης κυρίως στη ζωή των λαϊκών τάξεων.
Στον κορμό της Αριστεράς, αυτός ο θάνατος προκάλεσε αμηχανία, δεν την βόλευε, ήταν εκτός ιδεολογικών προδιαγραφών! Μην μπορώντας, όμως, να τον παρακάμψει, τον απέκοψε από τις συγκεκριμένες συνθήκες και τον αντιμετώπισε σαν μεμονωμένο έγκλημα που θα μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει κάθε τέτοιο έγκλημα. Αντιθέτως, οι ακροδεξιοί εκμεταλλεύθηκαν την οργή που προκάλεσε η σφαγή για να προωθήσουν τη ρατσιστική ατζέντα τους. Εκείνες τις ημέρες κυνηγούσαν και ξυλοκοπούσαν όποιον μετανάστη βρισκόταν μπροστά τους.
Το αντίστροφο ακριβώς συνέβη με την περίπτωση Καυκά. Στον χώρο της Αριστεράς, η συναισθηματική αντίδραση ήταν έντονη. Βίωσαν τον τραυματισμό του σαν δικαίωση των καταγγελιών για την κρατική καταστολή. Αντιθέτως, στον χώρο της Δεξιάς τον αντιμετώπισαν περίπου σαν παράπλευρη απώλεια! Εξέφρασαν τη λύπη τους, αλλά δεν έβαλαν τον τόνο εκεί.
Οι διαφορετικές οπτικές, ως παράγωγα διαφορετικών ιδεολογιών, είναι αναπόφευκτες σε μια δημοκρατική κοινωνία. Υπάρχει, όμως, ένα όριο. Και αυτό το όριο έχει καταπατηθεί. Αδιάψευστη απόδειξη είναι ότι τότε τα δύο δραματικά περιστατικά είχαν χρησιμοποιηθεί ως αφορμή για δύο αντίπαλες συγκεντρώσεις και συγκρούσεις, λες και η σφαγή του Καντάρη ανταγωνιζόταν τον βαρύ τραυματισμό του Καυκά!
Ζακ Κωστόπουλος και Κωνσταντίνος Κατσίφας
Ακόμα χειρότερο συνέβη με τους θανάτους του Ζακ Κωστόπουλου και του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Τα περιστατικά είναι γνωστά και δραματικά. Υπάρχει, ωστόσο, μία διαφορά. Στην περίπτωση του Καντάρη, ακόμα και όσοι υποστηρίζουν την ανεξέλεγκτη μαζική παράνομη μετανάστευση δεν μπορούσαν να στραφούν εναντίον του θύματος. Το θύμα ήταν ένας απλός άνθρωπος, χωρίς ιδεολογικό πρόσημο. Τόσο ο Ζακ Κωστόπουλος όσο και ο Κωνσταντίνος Κατσίφας, όμως, είχαν. Γι’ αυτό και έγιναν και μετά θάνατο στόχοι.
Ο πρώτος ανήκε στην κοινότητα των ομοφυλόφιλων και είχε δημοσίως υποστηρίξει τα δικαιώματά τους, γεγονός που -παρά, αλλά και λόγω των συνθηκών του θανάτου του- τον κατέστησε σύμβολο για τους κάθε είδους δικαιωματιστές. Αντιθέτως, το γεγονός ότι μπήκε στο χρυσοχοείο και εμφανώς ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, έδωσε σε πολλούς -όχι μόνο ακροδεξιούς ή υπερσυντηρητικούς- επιχείρημα για να παρακάμψουν τον βίαιο θάνατό του.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Κατσίφα. Το γεγονός ότι είχε λατρεία για την ελληνική σημαία, ότι διαπνεόταν από τον βορειοηπειρωτικό αλυτρωτισμό και επέλεξε να τα βάλει με την αλβανική αστυνομία, ουσιαστικά θυσιάζοντας τη ζωή του, τον κατέστησε για μία μερίδα Ελλήνων σύμβολο και ήρωα. Αντιθέτως, το γεγονός ότι -απαντώντας στην πρόκληση Αλβανού αστυνομικού- πήρε από το σπίτι του το καλάσνικωφ και πυροβόλησε στον αέρα (παρότι επέλεξε να μην σκοτώσει) τον κατέστησε σε μία άλλη μερίδα Ελλήνων ένα «ακροδεξιό εθνίκι», το οποίο βρήκε το τέλος που του άξιζε. Η ίδια η ηγεσία της ελληνικής αστυνομίας έσπευσε με τη γνωστή διαρροή της μισής αλήθειας να στιγματίσει ηθικά το νεκρό Κατσίφα!
Το ιδεοληπτικό μίσος έχει παροξυνθεί σε βαθμό που -όπως ανέφερα στην αρχή- να βάζει ιδεολογικό πρόσημο και στους νεκρούς, ακυρώνοντας αιώνιες ηθικές αξίες, τον ίδιο τον σεβασμό που όλοι οι πολιτισμοί έδειχναν προς το νεκρό. Επιστροφή, λοιπόν, σε μία ρητορικού χαρακτήρα εμφυλιοπολεμική βαρβαρότητα στη χώρα, η οποία γέννησε την «Αντιγόνη». Μία εμφυλιοπολεμική βαρβαρότητα, μάλιστα, η οποία καλλιεργείται σε μία πλασματική ιδεοληπτική βάση.
Όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, η οποία υπέστη -και συνεχίζει να υφίσταται- οικονομική και κοινωνική καταστροφή μεγάλης κλίμακας. Σ’ αυτή τη χώρα, λοιπόν, αναδύεται δυναμικά το ιδεοληπτικό μίσος, επικαλύπτοντας ουσιαστικά με το νέο διχασμό το πραγματικό πρόβλημά της: το γεγονός ότι οι κλεπτοκρατικές πρακτικές των εγχώριων αρχουσών ελίτ οδήγησαν στη μεταμοντέρνα αποικιοποίηση της Ελλάδας, την οποία επέβαλε το ευρωιερατείο με τα Μνημόνια και τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια