Το μνημόνιο διαρκείας της ΔΕΗ και η μείωση κατά 6.000 εργαζόμενους

Του Γιώργου Φιντικάκη

Το δικό της μνημόνιο θα συνεχίσει να ζει για πολλά ακόμη χρόνια η ΔΕΗ αφού οι όροι «διάσωσης» της εταιρείας, προβλέπουν ότι αυτή θα πρέπει να περιορίσει κατά 50% το προσωπικό της μέσα στην επόμενη πενταετία.

Είτε μέσω εθελουσίας εξόδου και ευρύτερης αναδιάρθρωσης, είτε μέσω αποχώρησης εργαζομένων λόγω πώλησης μονάδων, τα σημερινά περίπου 12.000 άτομα του προσωπικού της, θα πρέπει να μειωθούν σε σχεδόν 6.000 έως το 2022.

Αν και την υποχρεωτική μείωση προσωπικού έχει προαναγγείλει αρκετές φορές μέχρι σήμερα ο επικεφαλής της Μ. Παναγιωτάκης, εντούτοις έχει διαφορετική αξία να την εισηγείται, και μάλιστα σε τέτοια έκταση, ο σύμβουλος, δηλαδή η McKinsey, που η ίδια η ΔΕΗ, έχει προσλάβει για να της εκπονήσει το νέο της επιχειρησιακό σχέδιο.

Στην ουσία, η McKinsey δεν λέει παρά το αυτονόητο: Ότι είναι πρακτικά αδύνατον μια επιχείρηση που προορίζεται να χάσει το 50% του τζίρου της έως το 2020 (όπως έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του 3ου μνημονίου), να συνεχίσει να συντηρεί μελλοντικά τον ίδιο αριθμό εργαζομένων. Έτσι, εισηγείται μια δραστική μείωση εργαζομένων, και άρα λειτουργικού κόστους, συνδυάζοντας το προσωπικό που θα αποχωρήσει μέσω των πωλούμενων μονάδων (εφόσον βρεθούν φυσικά αγοραστές), με γενναίες εθελούσιες εξόδους.

Κάνοντας αυτή την αριθμητική, προκύπτει ότι θα αποχωρήσουν καταρχήν 1.300 άτομα, όσα δηλαδή απασχολούνται στις προς εκποίηση μονάδες της Μεγαλόπολης και της Μελίτη. Σε αυτά πρόκειται να προστεθούν από του χρόνου, άλλοι 500 που θα αποχωρήσουν το 2019, εξαιτίας της προγραμματισμένης απόσυρσης των γηρασμένων μονάδων σε Καρδιά και Αμύνταιο, ενώ σειρά αναμένεται να πάρουν άλλοι περίπου 1.000 συμβασιούχοι, των οποίων οι συμβάσεις δεν προβλέπεται να ανανεωθούν. Ο κύκλος κλείνει με περίπου 900 εργαζομένους που θα συνταξιοδοτηθούν, συν περίπου 3.000 άτομα που βρίσκονται κοντά στα όρια της συνταξιοδότησης και άρα θα φύγουν από την εταιρεία μέσα από ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου.

Κάπως έτσι, το 2022, θα βρει μια εταιρεία, μισή σε μερίδιο αγοράς και σε προσωπικό συγκριτικά με σήμερα, με λιγότερους πελάτες, και πολύ περισσότερους ανταγωνιστές, αλλά ενδεχομένως πιο υγιής αν καταφέρει να ελέγξει τα φέσια της, ύψους κοντά στα 2,5 δισ ευρώ.

Ο πυροκροτητής γι' αυτή την αντίστροφη ημέρα ήταν για τη ΔΕΗ το τρίτο Μνημόνιο, η συρρίκνωση όμως της κρατικής επιχείρησης θα ολοκληρωθεί σταδιακά σε μια πενταετία, μέσα από πολλές μικρές «εκρήξεις», που όσο περνάει ο καιρός θα πολλαπλασιάζονται. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε καταρχήν με τη περίφημη λύση «ισοδύναμου αποτελέσματος» της Μικρής ΔΕΗ, την οποία δρομολόγησε η κυβέρνηση. Δηλαδή να δουλεύει η ΔΕΗ για να «χαρίζει» έσοδα και πελάτες στους ανταγωνιστές της, πουλώντας υποχρεωτικά ποσότητες ενέργειας σε τρίτους μέσω των δημοπρασιών ΝΟΜΕ προκειμένου να μειωθεί το μερίδιο της σε 49% στα τέλη του 2019. Μόνο πέρυσι, αυτή η διαδικασία εκτιμάται ότι στοίχισε στην επιχείρηση 92 εκατ. ευρώ. Και φυσικά, ένα ανυπολόγιστο κόστος ήταν η καθυστέρηση εισόδου στη ΔΕΗ ενός στρατηγικού επενδυτή, που θα την είχε βοηθήσει με κεφάλαια και τεχνογνωσία να σταθεί στα πόδια της.

Είναι λοιπόν όλα αυτά μαζί, που έχουν φέρει τη ΔΕΗ εδώ που βρίσκεται, με αποτέλεσμα η έκθεση της Mckinsey να προτείνει αυξήσεις τιμολογίων στο ρεύμα προκειμένου να ενισχυθούν τα κέρδη της και να μπορέσει να σταθεί κάποια ημέρα στα πόδια της. Στην πράξη, τόσο η έκθεση της McKinsey όσο και αντίστοιχες πληροφορίες «φωτογραφίζουν» τη σταδιακή μείωση της έκπτωσης 15% που παρέχει εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο η ΔΕΗ στους συνεπείς της πελάτες. Κίνηση που, εφόσον πραγματοποιηθεί, θα ισοδυναμεί με έμμεση αύξηση στις τιμές του ρεύματος, με τις πληροφορίες να επιμένουν ότι το σενάριο παραμένει στο τραπέζι, παρότι ο επικεφαλής της επιχείρησης Μ. Παναγιωτάκης είχε πρόσφατα διαβεβαιώσει ότι η έκπτωση στα τιμολόγια δεν είναι υπό επανεξέταση.

Το ερώτημα, στο οποίο δεν θα μάθουμε ποτέ την απάντηση, είναι ποια θα ήταν σήμερα η εικόνα της ΔΕΗ, σε επίπεδο κερδοφορίας, και ρευστότητας, αν δεν είχε ακυρωθεί μέσα στο 2015 η υπόθεση της «Μικρής ΔΕΗ», και η επιχείρηση είχε καταφέρει να ξεμπερδέψει εδώ και μια τριετία με τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κομισιόν, με την οποία ταλαιπωρείται ακόμη και σήμερα, και για άγνωστο ακόμη πόσο καιρό.

Φωτογραφία: Intimenews

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια