Οι περισσότεροι αναλυτές των ενεργειακών εξελίξεων συμφωνούν πως μια χώρα χρεοκοπεί με δυο τρόπους: Είτε μέσω ενός γιγάντιου εθνικού χρέους και του επακόλουθου κλεισίματος των αγορών για δανεισμό είτε μέσω της χρεοκοπίας της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.
Η Ελλάδα, εκτός των άλλων σοβαρών της προβλημάτων, κάθεται επάνω σε μια «ενεργειακή βόμβα» την οποία το πολιτικό της σύστημα, πρωτίστως η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ή να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Η ΔΕΗ είναι εδώ για να μας απασχολήσει για τους επόμενους μήνες ή και χρόνια για το πώς θα εξελιχθεί σε μια σοβαρή εταιρία παραγωγής ενέργειας ή για το πώς θα εξαφανιστεί και μαζί της θα συμπαρασύρει και όσα έχτισε με κόπο η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια.
Το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο με βασικό υπαίτιο την ΔΕΗ. Μια εταιρεία που κατέχει παράλογα δεσπόζουσα θέση, σε μια στρεβλή αγορά. Μια εταιρεία που κινδυνεύει -λόγω συσσωρευμένων χρεών αλλά και προβλημάτων στο μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας της να βρεθεί αντιμέτωπη με μια πραγματική στάση πληρωμών. Και όλοι, αντί να συζητήσουν σοβαρά για την αγορά ενέργειας, τη διάσωση της ΔΕΗ και το άνοιγμα της αγοράς, συζητούν -ως πανάκεια- μόνο την πώληση των παρωχημένων λιγνιτικών μονάδων και το τίμημα που θα δοθεί. Μονάδες που και μικρό χρόνο ζωής έχουν και κοστοβόρες είναι.
Η έκθεση της McKinsey
Η πρόσφατη έκθεση της εταιρείας συμβούλων McKinsey που ουσιαστικά διαπιστώνει ότι η ΔΕΗ είναι μια μη βιώσιμη επιχείρηση, αντί να σημάνει γενικό συναγερμό του πολιτικού συστήματος απλώς αποτέλεσε ένα ακόμη θέμα φιλολογικών συζητήσεων. Η McKinsey, μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρείες συμβούλων, μιλά καθαρά στην πρότασή της για την ανάγκη ενός νέου business plan της επιχείρησης. Σύμφωνα με την πρόταση, για να γίνει βιώσιμη η ΔΕΗ θα πρέπει στα επόμενα 5 χρόνια να βελτιώσει τα λειτουργικά της κέρδη κατά 500 εκατ. ευρώ. Και προτείνει ένα στρατηγικό σχέδιο με δύσκολα μέτρα, μεταξύ των οποίων πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου 2.000 ατόμων και αναπροσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής προς τα πάνω, ξεκινώντας από τη σταδιακή μείωση των εκπτώσεων που παρέχει σήμερα η ΔΕΗ και την επιβολή αυξήσεων σε συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών.
Βασικός πυλώνας του σχεδίου της McKinsey είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), καθώς αναγνωρίζει ότι «η οικονομική βιωσιμότητα των θερμικών μονάδων αναμένεται να είναι δύσκολη, με τις μονάδες του λιγνίτη ακόμη περισσότερο, ακόμη και με φιλόδοξη μείωση του κόστους και διαφορετικά σενάρια υποβολής προσφορών». Καλεί δε τη ΔΕΗ να αυξήσει την παραγωγική της δυναμικότητα στις ΑΠΕ κατά 2,5 GW μέχρι το 2030. Παράλληλα, στις βασικές προτάσεις είναι και η εντατικοποίηση της προσπάθειας αντιμετώπισης των ανεξόφλητων λογαριασμών.
Το καθαρό χρέος της ΔΕΗ είναι σήμερα 8-9 φορές μεγαλύτερο από τα λειτουργικά της κέρδη. Ο αντίστοιχος λόγος καθαρού χρέους προς λειτουργικά κέρδη, κατά μέσον όρο σε παρόμοιες εταιρείες της Ευρώπης που έχει λάβει υπόψη της η McKinsey, όπως η RWE, η ΕΝGIE, η ΕΟΝ και η ΕDF, είναι 3,5. Για να μπει η ΔΕΗ σε μια βιώσιμη πορεία, θα πρέπει η σχέση καθαρού χρέους-λειτουργικής κερδοφορίας να φτάσει στο 4-6 και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αύξηση των λειτουργικών κερδών κατά 450-550 εκατ. ευρώ μέχρι το 2022.
Οι λιγνιτικές μονάδες
Και έτσι φτάνουμε στις παρωχημένες, από τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα, λιγνιτικές μονάδες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις της McKinsey για το μέλλον του λιγνίτη ως καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά και τα σενάρια που φαίνεται να έχει κάνει για την αποτίμηση των μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης. «Η οικονομική βιωσιμότητα των θερμικών μονάδων αναμένεται να είναι δύσκολη, με τις μονάδες λιγνίτη περισσότερο, ακόμη και με φιλόδοξη μείωση του κόστους και διαφορετικά σενάρια υποβολής προσφορών», αναφέρει χαρακτηριστικά η μελέτη. Επισημαίνει επίσης ότι θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) λόγω της μείωσης του κατασκευαστικού κόστους των αντίστοιχων τεχνολογιών. Με άλλα λόγια προτείνει την στροφή στις ΑΠΕ και το τέλος των λιγνιτικών.
Πρόκειται για αυτονόητα συμπεράσματα στα οποία το business plan καταλήγει λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού που έχουν δρομολογήσει η πολιτική της κλιματικής αλλαγής και οι στόχοι που έχει θέσει η Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών CO2 κατά 40% έως το 2030. Η μελέτη ενσωματώνει επίσης στοιχεία που δείχνουν τη «φυγή» των μεγάλων εταιρειών ηλεκτρισμού της Ευρώπης από τον άνθρακα (RWE, ΕΝGE, ΕΟΝ, ΕDF κ.ά.) και τη στροφή προς τις ΑΠΕ, στρατηγική που εμφανίζεται σήμερα ως μονόδρομος για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Η Γαλλία, διά του προέδρου της Εμανουέλ Μακρόν, ανακοίνωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο την πρόθεσή της να κλείσει όλες τις μονάδες άνθρακα μέχρι το 2021 και η Ιταλία, ένα μήνα αργότερα, ότι θα αποσύρει όλες τις ανθρακικές μονάδες έως το 2030. Η Μεγάλη Βρετανία έχει αποφασίσει να κλείσει όλα τα εργοστάσια άνθρακα έως το 2025, ενώ μαζί με τον Καναδά έχουν αποφασίσει να σχηματίσουν μια παγκόσμια συμμαχία κατά του άνθρακα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν η ΔΕΗ αντί να αποδεχθεί την νέα πραγματικότητα, περιορίζεται στο να αναζητήσει επενδυτές για τις λιγνιτικές μονάδες της Φλώρινας και της Μεγαλόπολης! Ο ίδιος ο επικεφαλής της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης έχει πει στη Βουλή ότι για να επενδύσει κάποιος και να προσφέρει ένα εύλογο τίμημα θα πρέπει ο λιγνίτης να στηριχθεί με επιδοτήσεις (δωρεάν CO2, AΔΙ κ.λπ.). Η McKinsey υπολογίζει τα έσοδα για τη ΔΕΗ από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων και την κατάργηση των ΝΟΜΕ σε 0-100 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι έχει κάνει σενάριο τόσο για την αποτυχία του διαγωνισμού όσο και για κάποιο συμβολικό τίμημα, δεδομένου ότι η ΔΕΗ στα αποτελέσματα του 2017 υπολογίζει την επιβάρυνση από τα ΝΟΜΕ στα 92,1 εκατ. ευρώ.
Ο διάλογος για το μέλλον
Με όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η χώρα χρειάζεται έναν ανοιχτό και γενναίο διάλογο για το μέλλον της ενέργειας που θα αποτελέσει, μεταξύ άλλων τον κινητήριο μοχλό για την πολυπόθητη ανάπτυξη και την επόμενη μέρα της εξόδου από τα μνημόνια. Διάλογος που πρέπει να καταλήξει σε ένα κοινά συμφωνημένο πλαίσιο διάσωσης της ΔΕΗ και ανάπτυξης της στο μέλλον. Με συμφωνία στις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να παρθούν, που αφορούν το μέγεθος της ΔΕΗ, τον αριθμό των υπαλλήλων της, το ρίσκο σε επένδυση στις ΑΠΕ και την στροφή από τις βολικές αλλά παρωχημένες λιγνιτικές μονάδες.
Το rizopoulospost.com ανοίγει σήμερα το φάκελο ενέργεια και με συνεχή αρθρογραφία θα καταγράψει καθαρά και με πλήρη σαφήνεια το τοπίο, τις προοπτικές και τις λύσεις για να σταθεί όρθιος αυτός ο τόσο κρίσιμος τομέας της εθνικής οικονομίας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Η Ελλάδα, εκτός των άλλων σοβαρών της προβλημάτων, κάθεται επάνω σε μια «ενεργειακή βόμβα» την οποία το πολιτικό της σύστημα, πρωτίστως η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ή να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Η ΔΕΗ είναι εδώ για να μας απασχολήσει για τους επόμενους μήνες ή και χρόνια για το πώς θα εξελιχθεί σε μια σοβαρή εταιρία παραγωγής ενέργειας ή για το πώς θα εξαφανιστεί και μαζί της θα συμπαρασύρει και όσα έχτισε με κόπο η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια.
Το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο με βασικό υπαίτιο την ΔΕΗ. Μια εταιρεία που κατέχει παράλογα δεσπόζουσα θέση, σε μια στρεβλή αγορά. Μια εταιρεία που κινδυνεύει -λόγω συσσωρευμένων χρεών αλλά και προβλημάτων στο μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας της να βρεθεί αντιμέτωπη με μια πραγματική στάση πληρωμών. Και όλοι, αντί να συζητήσουν σοβαρά για την αγορά ενέργειας, τη διάσωση της ΔΕΗ και το άνοιγμα της αγοράς, συζητούν -ως πανάκεια- μόνο την πώληση των παρωχημένων λιγνιτικών μονάδων και το τίμημα που θα δοθεί. Μονάδες που και μικρό χρόνο ζωής έχουν και κοστοβόρες είναι.
Η έκθεση της McKinsey
Η πρόσφατη έκθεση της εταιρείας συμβούλων McKinsey που ουσιαστικά διαπιστώνει ότι η ΔΕΗ είναι μια μη βιώσιμη επιχείρηση, αντί να σημάνει γενικό συναγερμό του πολιτικού συστήματος απλώς αποτέλεσε ένα ακόμη θέμα φιλολογικών συζητήσεων. Η McKinsey, μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εταιρείες συμβούλων, μιλά καθαρά στην πρότασή της για την ανάγκη ενός νέου business plan της επιχείρησης. Σύμφωνα με την πρόταση, για να γίνει βιώσιμη η ΔΕΗ θα πρέπει στα επόμενα 5 χρόνια να βελτιώσει τα λειτουργικά της κέρδη κατά 500 εκατ. ευρώ. Και προτείνει ένα στρατηγικό σχέδιο με δύσκολα μέτρα, μεταξύ των οποίων πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου 2.000 ατόμων και αναπροσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής προς τα πάνω, ξεκινώντας από τη σταδιακή μείωση των εκπτώσεων που παρέχει σήμερα η ΔΕΗ και την επιβολή αυξήσεων σε συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών.
Βασικός πυλώνας του σχεδίου της McKinsey είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), καθώς αναγνωρίζει ότι «η οικονομική βιωσιμότητα των θερμικών μονάδων αναμένεται να είναι δύσκολη, με τις μονάδες του λιγνίτη ακόμη περισσότερο, ακόμη και με φιλόδοξη μείωση του κόστους και διαφορετικά σενάρια υποβολής προσφορών». Καλεί δε τη ΔΕΗ να αυξήσει την παραγωγική της δυναμικότητα στις ΑΠΕ κατά 2,5 GW μέχρι το 2030. Παράλληλα, στις βασικές προτάσεις είναι και η εντατικοποίηση της προσπάθειας αντιμετώπισης των ανεξόφλητων λογαριασμών.
Το καθαρό χρέος της ΔΕΗ είναι σήμερα 8-9 φορές μεγαλύτερο από τα λειτουργικά της κέρδη. Ο αντίστοιχος λόγος καθαρού χρέους προς λειτουργικά κέρδη, κατά μέσον όρο σε παρόμοιες εταιρείες της Ευρώπης που έχει λάβει υπόψη της η McKinsey, όπως η RWE, η ΕΝGIE, η ΕΟΝ και η ΕDF, είναι 3,5. Για να μπει η ΔΕΗ σε μια βιώσιμη πορεία, θα πρέπει η σχέση καθαρού χρέους-λειτουργικής κερδοφορίας να φτάσει στο 4-6 και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αύξηση των λειτουργικών κερδών κατά 450-550 εκατ. ευρώ μέχρι το 2022.
Οι λιγνιτικές μονάδες
Και έτσι φτάνουμε στις παρωχημένες, από τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα, λιγνιτικές μονάδες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις της McKinsey για το μέλλον του λιγνίτη ως καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά και τα σενάρια που φαίνεται να έχει κάνει για την αποτίμηση των μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης. «Η οικονομική βιωσιμότητα των θερμικών μονάδων αναμένεται να είναι δύσκολη, με τις μονάδες λιγνίτη περισσότερο, ακόμη και με φιλόδοξη μείωση του κόστους και διαφορετικά σενάρια υποβολής προσφορών», αναφέρει χαρακτηριστικά η μελέτη. Επισημαίνει επίσης ότι θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) λόγω της μείωσης του κατασκευαστικού κόστους των αντίστοιχων τεχνολογιών. Με άλλα λόγια προτείνει την στροφή στις ΑΠΕ και το τέλος των λιγνιτικών.
Πρόκειται για αυτονόητα συμπεράσματα στα οποία το business plan καταλήγει λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού που έχουν δρομολογήσει η πολιτική της κλιματικής αλλαγής και οι στόχοι που έχει θέσει η Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών CO2 κατά 40% έως το 2030. Η μελέτη ενσωματώνει επίσης στοιχεία που δείχνουν τη «φυγή» των μεγάλων εταιρειών ηλεκτρισμού της Ευρώπης από τον άνθρακα (RWE, ΕΝGE, ΕΟΝ, ΕDF κ.ά.) και τη στροφή προς τις ΑΠΕ, στρατηγική που εμφανίζεται σήμερα ως μονόδρομος για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Η Γαλλία, διά του προέδρου της Εμανουέλ Μακρόν, ανακοίνωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο την πρόθεσή της να κλείσει όλες τις μονάδες άνθρακα μέχρι το 2021 και η Ιταλία, ένα μήνα αργότερα, ότι θα αποσύρει όλες τις ανθρακικές μονάδες έως το 2030. Η Μεγάλη Βρετανία έχει αποφασίσει να κλείσει όλα τα εργοστάσια άνθρακα έως το 2025, ενώ μαζί με τον Καναδά έχουν αποφασίσει να σχηματίσουν μια παγκόσμια συμμαχία κατά του άνθρακα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν η ΔΕΗ αντί να αποδεχθεί την νέα πραγματικότητα, περιορίζεται στο να αναζητήσει επενδυτές για τις λιγνιτικές μονάδες της Φλώρινας και της Μεγαλόπολης! Ο ίδιος ο επικεφαλής της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης έχει πει στη Βουλή ότι για να επενδύσει κάποιος και να προσφέρει ένα εύλογο τίμημα θα πρέπει ο λιγνίτης να στηριχθεί με επιδοτήσεις (δωρεάν CO2, AΔΙ κ.λπ.). Η McKinsey υπολογίζει τα έσοδα για τη ΔΕΗ από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων και την κατάργηση των ΝΟΜΕ σε 0-100 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι έχει κάνει σενάριο τόσο για την αποτυχία του διαγωνισμού όσο και για κάποιο συμβολικό τίμημα, δεδομένου ότι η ΔΕΗ στα αποτελέσματα του 2017 υπολογίζει την επιβάρυνση από τα ΝΟΜΕ στα 92,1 εκατ. ευρώ.
Ο διάλογος για το μέλλον
Με όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η χώρα χρειάζεται έναν ανοιχτό και γενναίο διάλογο για το μέλλον της ενέργειας που θα αποτελέσει, μεταξύ άλλων τον κινητήριο μοχλό για την πολυπόθητη ανάπτυξη και την επόμενη μέρα της εξόδου από τα μνημόνια. Διάλογος που πρέπει να καταλήξει σε ένα κοινά συμφωνημένο πλαίσιο διάσωσης της ΔΕΗ και ανάπτυξης της στο μέλλον. Με συμφωνία στις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να παρθούν, που αφορούν το μέγεθος της ΔΕΗ, τον αριθμό των υπαλλήλων της, το ρίσκο σε επένδυση στις ΑΠΕ και την στροφή από τις βολικές αλλά παρωχημένες λιγνιτικές μονάδες.
Το rizopoulospost.com ανοίγει σήμερα το φάκελο ενέργεια και με συνεχή αρθρογραφία θα καταγράψει καθαρά και με πλήρη σαφήνεια το τοπίο, τις προοπτικές και τις λύσεις για να σταθεί όρθιος αυτός ο τόσο κρίσιμος τομέας της εθνικής οικονομίας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια