Του Ρούντι Ρινάλντι
Είναι πολλά τα στοιχεία αναλογίας και συσχετισμού που μπορεί να σκεφτεί κανείς ανάμεσα στην ιστορία του Κυπριακού τα τελευταία 50-60 χρόνια και σε όσα έγιναν ή μέλλει να γίνουν στο Μακεδονικό.
Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, που πρόκειται να υπογραφεί με τυμπανοκρουσίες στις Πρέσπες δημιουργώντας ένα νέο πλαίσιο στις βαλκανικές διευθετήσεις για τις επόμενες δεκαετίες, φέρνει πάνω της όλα τα σημάδια της βαλκανοποίησης. Έχει όλα τα σημάδια της ανάμιξης των μεγάλων δυνάμεων και των διευθετήσεων που επιτρέπουν τη δημιουργία τετελεσμένων.
Το Κυπριακό μετά το 1950 μετατράπηκε σε στίβο ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και Αγγλία. Μετέτρεψαν ένα ζήτημα αγώνα ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία ενός τμήματος του ελληνισμού, σε πρόβλημα τάχα τριών χωρών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα. Τουρκία, Αγγλία). Εντελώς περίεργα και τεχνητά, με τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου ο τουρκικός παράγοντας έγινε κεντρικό μέρος της όποιας επίλυσης. Τότε, το 1959, ο αστικός κόσμος πανηγύριζε ότι λύθηκε το κυπριακό. Είδαμε τη συγκλονιστική συνέχεια.
Συμφωνία-θρυαλλίδα
Τα ίδια χαρακτηριστικά φέρει και η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ. Δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά το οξύνει. Επισημοποιεί τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων και είναι έντονα παραχωρητική για την Αθήνα. Περιπλέκει την υπόσταση ολόκληρης της βόρειας περιοχής της Ελλάδας από τον Έβρο έως την Αδριατική, και βάζει μια θρυαλλίδα που μπορεί να αποτελέσει αφορμή μεγάλων περιπλοκών στην περιοχή. Αντικειμενικά, δημιουργεί όρους παρεμβάσεων, οριοθετήσεων, ακόμα και αλλαγής συνόρων.
Η ανοιχτή αναγνώριση ενός μακεδονικού έθνους με μακεδονική γλώσσα και ονομασία για τη χώρα «Βόρεια Μακεδονία», δημιουργεί όρους για να τροφοδοτηθεί, και όχι να καμφθεί, ο αλυτρωτισμός. Πρόκειται για συμφωνία ταπεινωτική και επικίνδυνη για την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, μια γειτονική χώρα, η Βουλγαρία, ενώ έχει αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία, ποτέ δεν αναγνώρισε την ύπαρξη μακεδονικού έθνους ή μακεδονικής γλώσσας. Και τώρα, η ίδια χώρα ζητά από Ελλάδα και ΠΓΔΜ να δηλώσουν καθαρά ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί η συμφωνία για επαναχάραξη των συνόρων.
Πρόκειται για συμφωνία που σφραγίζεται από το κλίμα μειοδοσίας που διέπει τον ελληνικό πολιτικό κόσμο, και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται, και έχει ισχυρή βάση αυτή η εκτίμηση, ότι η αρχική συμφωνία ήταν «Μακεδονία του Ίλιντεν» που απόκοβε υποτίθεται από την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας. Θα εμφανίζονταν έτσι ως σύγχρονη μακεδονική εθνότητα που δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου, αρχές 20ού αιώνα. Έτσι νόμιζαν ότι και οι αναφορές για μακεδονική γλώσσα και μακεδονική εθνότητα, θα μπορούσαν να περάσουν σαν σύγχρονα δημιουργήματα και κάπως έτσι θα «παίρναμε την Μακεδονία μας (την αρχαία) πίσω». Ο Ζάεφ δηλώνει παντού ότι είχε συμφωνηθεί το «Μακεδονία του Ίλιντεν» και κανείς δεν τον διαψεύδει. Ο πολυπράγμων Κοτζιάς δεν ήξερε τάχα τι σημαίνει αυτό; Ή έχει πλήρη επίγνωση και ξέρει τι κάνει;
Το «Μακεδονία του Ίλιντεν» φράκαρε από την αντίθεση της Δεξιάς στην Ελλάδα και τις αντιδράσεις του κόσμου, επιστημόνων, διπλωματών και άλλων. Έτσι, η συμφωνία έμεινε ως είχε για όλα τα άλλα και αναζητήθηκε απλώς μια άλλη ονομασία. Ο Ζάεφ έπρεπε να πείσει για το «Βόρεια Μακεδονία». Αυτό καθυστέρησε τα τηλέφωνα, αλλά είχε και μια ευεργετική δευτερεύουσα πλευρά για τον Τσίπρα γιατί έτσι συνέπεσε η αναγγελία της συμφωνίας με την άλλη «χρέωση» που είχε η κυβέρνηση, τα νέα προαπαιτούμενα. Το βάρος του Μακεδονικού ήταν υπέρτερο και απάλυνε λίγο τις αντιδράσεις για αυτό το νέο μνημόνιο.
Απίστευτη προθυμία
Μια άλλη αναλογία με το Κυπριακό, είναι πως πρόκειται για συμφωνία που δύσκολα θα περπατήσει, σχεδόν ανεφάρμοστη στην ολότητά της και άρα επιδεχόμενη παρεμβάσεων και πολλών αυθαιρεσιών. Είναι τόσα τα θολά και αδιευκρίνιστα σημεία, οι προθεσμίες για υλοποίηση και τα εμφανή εμπόδια που καθίσταται προβληματική η εφαρμογή. Όμως, μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο χώρες δημιουργεί τετελεσμένα και η κατάσταση, αν δεν ισχύσουν όσα συμφωνήθηκαν, δεν επιστρέφει στο προηγούμενο στάτους.
Η συμφωνία θα γίνει, θα πέσουν υπογραφές, η Ελλάδα θα στείλει επιστολή στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. για προώθηση των διαδικασιών και έως εκεί. Τι θα γίνει μετά, δεν πολυενδιαφέρει. Ούτε βέβαια θα ανασταλεί η διαδικασία ένταξης στο ΝΑΤΟ. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η τύχη των δύο κυβερνήσεων, του Ζάεφ και του Τσίπρα, και άρα θα μείνουν από την συμφωνία αυτά που βολεύουν όσους την εμπνεύστηκαν και την παρήγγειλαν.
Τα συγχαρητήρια των διεθνών παραγόντων και η εξαιρετική βιασύνη που δείχνουν, σχετίζονται με τους σχεδιασμούς και τις ανάγκες ελέγχου που έχουν για μια περιοχή-επίκεντρο ανταγωνισμών και ανακατατάξεων. Η επίσπευση της «λύσης» από τους ευρωατλαντικούς ιθύνοντες, έγινε επιπροσθέτως γιατί όντως είχαν ένα «παράθυρο ευκαιρίας» με τους δύο ίδιας κοπής πολιτικούς, τους Τσίπρα και Ζάεφ, που θα τέλειωναν την «δουλειά» μέσα στις προθεσμίες και με απίστευτη προθυμία.
Πειθήνιες κυβερνήσεις και προτεκτοράτα ή ημιαποικίες, επαναχάραξη συνόρων και διάνοιξη ασφαλών δρόμων για στρατεύματα ή ενεργειακά υλικά, πάνε όλα μαζί. Ετοιμάζονται για νέους «μεγάλους γύρους» και συγκρούσεις. Παίρνουν θέση. Η Ελλάδα στρουθοκαμηλίζει και ακολουθεί μια πολιτική που όχι μόνο δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντά της, αλλά υποθηκεύει κάθε δυνατότητα εξεύρεσης πιο φιλικών δυνάμεων και συμμαχιών στον σύγχρονο κόσμο. Απλά βυθίζεται στον ευρωατλαντισμό και στα παιχνίδια του στην περιοχή.
Τέλος, όπως το Κυπριακό τροφοδότησε έντονες πολιτικές και εθνικές αναστατώσεις στην Ελλάδα, έριξε κυβερνήσεις ή στιγμάτισε άλλες, όπως ο φάκελος της Κύπρου παραμένει κρατικό μυστικό, έτσι και το Μακεδονικό σήμερα τροφοδοτεί μεγάλη ένταση και πολιτική αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό. Δημιουργεί λαϊκές συσπειρώσεις και αντιδράσεις απέναντι στη μειοδοτική στάση της κυβέρνησης και μεγάλες δυσκολίες σε ολόκληρη την αντιπολίτευση.
Οι κλυδωνισμοί που θα φέρει το Μακεδονικό, μαζί με τα προβλήματα που εντείνει ο τούρκικος επεκτατισμός, σημαδεύουν έντονα την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Ήδη όλα τα κόμματα δοκιμάζονται, όπως δοκιμάζονται και οι συνεργασίες-συμμαχίες. Μεγάλες ανακατατάξεις θα συμβούν πάνω σε αυτή τη βάση και είναι τελείως λυπηρό γεγονός η παντελής απουσία της Αριστεράς στο πεδίο αυτό (δεν μιλάμε εδώ βέβαια για την κυβερνητική της εκδοχή). Βαυκαλιζόμενη επί δεκαετίες πως η χώρα μας είναι ιμπεριαλιστική, δεν μπορεί να κατανοήσει τις εξελίξεις και αποστρέφεται κι αυτή μετά βδελυγμίας τις λαϊκές αντιδράσεις ως «εθνολαϊκιστικές», «εθνικιστικές» ή «ακροδεξιές».
Απέχει από κάθε πρωτοβουλία και παραμένει στο έδαφος ενός ρηχού αντιμνημονιακού διεκδικητισμού. Ενώ για δεκαετίες σιγοντάριζε τη «σύνθετη γεωγραφική ονομασία» και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού σαν πανάκεια, ξεκόβοντας το ζήτημα από τους γενικούς όρους και καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι έτσι απαλλασσόμαστε από τους αλυτρωτισμούς.
Εν κατακλείδι
Με την συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, επισφραγίζεται και τυπικά το πέρασμα από τη μνημονιακή περίοδο στην εποχή του επικαθορισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής από τη γεωπολιτική. Σε αυτήν την νέα φάση, το κοινωνικό ζήτημα συμπλέκεται με το εθνικό και είναι αδιαχώριστο από αυτό. Πρέπει κανείς να συνηθίσει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από την επικαιρότητα του εθνικού. Τα δύο ζητήματα δεν διαμελίζονται, ειδικά στην εποχή της γεωπολιτικής. Όσοι θέλουν να αποκαθάρουν το κοινωνικό από προσμίξεις του εθνικού, είναι ρομαντικοί και ουτοπιστές (με την αρνητική συνδήλωση της σημασίας των όρων). Κοινώς, «κολλημένοι», μακριά από την πραγματικότητα ή πολύ κοντά στην αστική παγκοσμιοποιητική πολιτική.
Η ανάγκη ενός λαϊκού κινήματος και η παρουσία του σε όλα τα μέτωπα της εθνικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι παραπάνω από αναγκαία και δεν εξαρτιέται από σημαδεμένες εκλογικές διαδικασίες και επιλογές. Πρέπει να βρεθεί ο «τρόπος» για να υπάρξει ένα τέτοιο πολιτικό και λαϊκό κίνημα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Είναι πολλά τα στοιχεία αναλογίας και συσχετισμού που μπορεί να σκεφτεί κανείς ανάμεσα στην ιστορία του Κυπριακού τα τελευταία 50-60 χρόνια και σε όσα έγιναν ή μέλλει να γίνουν στο Μακεδονικό.
Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, που πρόκειται να υπογραφεί με τυμπανοκρουσίες στις Πρέσπες δημιουργώντας ένα νέο πλαίσιο στις βαλκανικές διευθετήσεις για τις επόμενες δεκαετίες, φέρνει πάνω της όλα τα σημάδια της βαλκανοποίησης. Έχει όλα τα σημάδια της ανάμιξης των μεγάλων δυνάμεων και των διευθετήσεων που επιτρέπουν τη δημιουργία τετελεσμένων.
Το Κυπριακό μετά το 1950 μετατράπηκε σε στίβο ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και Αγγλία. Μετέτρεψαν ένα ζήτημα αγώνα ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία ενός τμήματος του ελληνισμού, σε πρόβλημα τάχα τριών χωρών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα. Τουρκία, Αγγλία). Εντελώς περίεργα και τεχνητά, με τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου ο τουρκικός παράγοντας έγινε κεντρικό μέρος της όποιας επίλυσης. Τότε, το 1959, ο αστικός κόσμος πανηγύριζε ότι λύθηκε το κυπριακό. Είδαμε τη συγκλονιστική συνέχεια.
Συμφωνία-θρυαλλίδα
Τα ίδια χαρακτηριστικά φέρει και η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ. Δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά το οξύνει. Επισημοποιεί τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων και είναι έντονα παραχωρητική για την Αθήνα. Περιπλέκει την υπόσταση ολόκληρης της βόρειας περιοχής της Ελλάδας από τον Έβρο έως την Αδριατική, και βάζει μια θρυαλλίδα που μπορεί να αποτελέσει αφορμή μεγάλων περιπλοκών στην περιοχή. Αντικειμενικά, δημιουργεί όρους παρεμβάσεων, οριοθετήσεων, ακόμα και αλλαγής συνόρων.
Η ανοιχτή αναγνώριση ενός μακεδονικού έθνους με μακεδονική γλώσσα και ονομασία για τη χώρα «Βόρεια Μακεδονία», δημιουργεί όρους για να τροφοδοτηθεί, και όχι να καμφθεί, ο αλυτρωτισμός. Πρόκειται για συμφωνία ταπεινωτική και επικίνδυνη για την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, μια γειτονική χώρα, η Βουλγαρία, ενώ έχει αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία, ποτέ δεν αναγνώρισε την ύπαρξη μακεδονικού έθνους ή μακεδονικής γλώσσας. Και τώρα, η ίδια χώρα ζητά από Ελλάδα και ΠΓΔΜ να δηλώσουν καθαρά ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί η συμφωνία για επαναχάραξη των συνόρων.
Πρόκειται για συμφωνία που σφραγίζεται από το κλίμα μειοδοσίας που διέπει τον ελληνικό πολιτικό κόσμο, και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται, και έχει ισχυρή βάση αυτή η εκτίμηση, ότι η αρχική συμφωνία ήταν «Μακεδονία του Ίλιντεν» που απόκοβε υποτίθεται από την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας. Θα εμφανίζονταν έτσι ως σύγχρονη μακεδονική εθνότητα που δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου, αρχές 20ού αιώνα. Έτσι νόμιζαν ότι και οι αναφορές για μακεδονική γλώσσα και μακεδονική εθνότητα, θα μπορούσαν να περάσουν σαν σύγχρονα δημιουργήματα και κάπως έτσι θα «παίρναμε την Μακεδονία μας (την αρχαία) πίσω». Ο Ζάεφ δηλώνει παντού ότι είχε συμφωνηθεί το «Μακεδονία του Ίλιντεν» και κανείς δεν τον διαψεύδει. Ο πολυπράγμων Κοτζιάς δεν ήξερε τάχα τι σημαίνει αυτό; Ή έχει πλήρη επίγνωση και ξέρει τι κάνει;
Το «Μακεδονία του Ίλιντεν» φράκαρε από την αντίθεση της Δεξιάς στην Ελλάδα και τις αντιδράσεις του κόσμου, επιστημόνων, διπλωματών και άλλων. Έτσι, η συμφωνία έμεινε ως είχε για όλα τα άλλα και αναζητήθηκε απλώς μια άλλη ονομασία. Ο Ζάεφ έπρεπε να πείσει για το «Βόρεια Μακεδονία». Αυτό καθυστέρησε τα τηλέφωνα, αλλά είχε και μια ευεργετική δευτερεύουσα πλευρά για τον Τσίπρα γιατί έτσι συνέπεσε η αναγγελία της συμφωνίας με την άλλη «χρέωση» που είχε η κυβέρνηση, τα νέα προαπαιτούμενα. Το βάρος του Μακεδονικού ήταν υπέρτερο και απάλυνε λίγο τις αντιδράσεις για αυτό το νέο μνημόνιο.
Απίστευτη προθυμία
Μια άλλη αναλογία με το Κυπριακό, είναι πως πρόκειται για συμφωνία που δύσκολα θα περπατήσει, σχεδόν ανεφάρμοστη στην ολότητά της και άρα επιδεχόμενη παρεμβάσεων και πολλών αυθαιρεσιών. Είναι τόσα τα θολά και αδιευκρίνιστα σημεία, οι προθεσμίες για υλοποίηση και τα εμφανή εμπόδια που καθίσταται προβληματική η εφαρμογή. Όμως, μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο χώρες δημιουργεί τετελεσμένα και η κατάσταση, αν δεν ισχύσουν όσα συμφωνήθηκαν, δεν επιστρέφει στο προηγούμενο στάτους.
Η συμφωνία θα γίνει, θα πέσουν υπογραφές, η Ελλάδα θα στείλει επιστολή στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. για προώθηση των διαδικασιών και έως εκεί. Τι θα γίνει μετά, δεν πολυενδιαφέρει. Ούτε βέβαια θα ανασταλεί η διαδικασία ένταξης στο ΝΑΤΟ. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η τύχη των δύο κυβερνήσεων, του Ζάεφ και του Τσίπρα, και άρα θα μείνουν από την συμφωνία αυτά που βολεύουν όσους την εμπνεύστηκαν και την παρήγγειλαν.
Τα συγχαρητήρια των διεθνών παραγόντων και η εξαιρετική βιασύνη που δείχνουν, σχετίζονται με τους σχεδιασμούς και τις ανάγκες ελέγχου που έχουν για μια περιοχή-επίκεντρο ανταγωνισμών και ανακατατάξεων. Η επίσπευση της «λύσης» από τους ευρωατλαντικούς ιθύνοντες, έγινε επιπροσθέτως γιατί όντως είχαν ένα «παράθυρο ευκαιρίας» με τους δύο ίδιας κοπής πολιτικούς, τους Τσίπρα και Ζάεφ, που θα τέλειωναν την «δουλειά» μέσα στις προθεσμίες και με απίστευτη προθυμία.
Πειθήνιες κυβερνήσεις και προτεκτοράτα ή ημιαποικίες, επαναχάραξη συνόρων και διάνοιξη ασφαλών δρόμων για στρατεύματα ή ενεργειακά υλικά, πάνε όλα μαζί. Ετοιμάζονται για νέους «μεγάλους γύρους» και συγκρούσεις. Παίρνουν θέση. Η Ελλάδα στρουθοκαμηλίζει και ακολουθεί μια πολιτική που όχι μόνο δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντά της, αλλά υποθηκεύει κάθε δυνατότητα εξεύρεσης πιο φιλικών δυνάμεων και συμμαχιών στον σύγχρονο κόσμο. Απλά βυθίζεται στον ευρωατλαντισμό και στα παιχνίδια του στην περιοχή.
Τέλος, όπως το Κυπριακό τροφοδότησε έντονες πολιτικές και εθνικές αναστατώσεις στην Ελλάδα, έριξε κυβερνήσεις ή στιγμάτισε άλλες, όπως ο φάκελος της Κύπρου παραμένει κρατικό μυστικό, έτσι και το Μακεδονικό σήμερα τροφοδοτεί μεγάλη ένταση και πολιτική αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό. Δημιουργεί λαϊκές συσπειρώσεις και αντιδράσεις απέναντι στη μειοδοτική στάση της κυβέρνησης και μεγάλες δυσκολίες σε ολόκληρη την αντιπολίτευση.
Οι κλυδωνισμοί που θα φέρει το Μακεδονικό, μαζί με τα προβλήματα που εντείνει ο τούρκικος επεκτατισμός, σημαδεύουν έντονα την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Ήδη όλα τα κόμματα δοκιμάζονται, όπως δοκιμάζονται και οι συνεργασίες-συμμαχίες. Μεγάλες ανακατατάξεις θα συμβούν πάνω σε αυτή τη βάση και είναι τελείως λυπηρό γεγονός η παντελής απουσία της Αριστεράς στο πεδίο αυτό (δεν μιλάμε εδώ βέβαια για την κυβερνητική της εκδοχή). Βαυκαλιζόμενη επί δεκαετίες πως η χώρα μας είναι ιμπεριαλιστική, δεν μπορεί να κατανοήσει τις εξελίξεις και αποστρέφεται κι αυτή μετά βδελυγμίας τις λαϊκές αντιδράσεις ως «εθνολαϊκιστικές», «εθνικιστικές» ή «ακροδεξιές».
Απέχει από κάθε πρωτοβουλία και παραμένει στο έδαφος ενός ρηχού αντιμνημονιακού διεκδικητισμού. Ενώ για δεκαετίες σιγοντάριζε τη «σύνθετη γεωγραφική ονομασία» και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού σαν πανάκεια, ξεκόβοντας το ζήτημα από τους γενικούς όρους και καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι έτσι απαλλασσόμαστε από τους αλυτρωτισμούς.
Εν κατακλείδι
Με την συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, επισφραγίζεται και τυπικά το πέρασμα από τη μνημονιακή περίοδο στην εποχή του επικαθορισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής από τη γεωπολιτική. Σε αυτήν την νέα φάση, το κοινωνικό ζήτημα συμπλέκεται με το εθνικό και είναι αδιαχώριστο από αυτό. Πρέπει κανείς να συνηθίσει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από την επικαιρότητα του εθνικού. Τα δύο ζητήματα δεν διαμελίζονται, ειδικά στην εποχή της γεωπολιτικής. Όσοι θέλουν να αποκαθάρουν το κοινωνικό από προσμίξεις του εθνικού, είναι ρομαντικοί και ουτοπιστές (με την αρνητική συνδήλωση της σημασίας των όρων). Κοινώς, «κολλημένοι», μακριά από την πραγματικότητα ή πολύ κοντά στην αστική παγκοσμιοποιητική πολιτική.
Η ανάγκη ενός λαϊκού κινήματος και η παρουσία του σε όλα τα μέτωπα της εθνικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι παραπάνω από αναγκαία και δεν εξαρτιέται από σημαδεμένες εκλογικές διαδικασίες και επιλογές. Πρέπει να βρεθεί ο «τρόπος» για να υπάρξει ένα τέτοιο πολιτικό και λαϊκό κίνημα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια