Σήμερα η «Καθημερινή» προαναγγέλλει το επόμενο ύπουλο σχέδιο του Τσίπρα για τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας με συνταγματική αναθεώρηση. Ο πρωθυπουργός το επιδιώκει αυτό στο πλαίσιο της στρατηγικής «εξώθησης» της Ν.Δ. στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, προκειμένου ο ίδιος να αποκτήσει ερείσματα στον λεγόμενο μεσαίο χώρο.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», ο κ.Τσίπρας θα αναπτύξει το πλαίσιο για τη συνταγματική αναθεώρηση, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού τον επόμενο μήνα, παρότι ως νομικό κείμενο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα κατατεθεί στη Βουλή τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Μέγαρο Μαξίμου δεν παραγνωρίζει τον κίνδυνο αντιδράσεων από τους κόλπους της Εκκλησίας. Όμως εκτιμά πως θα αποδειχθούν ελεγχόμενες, όπως συνέβη και με τη συμφωνία για το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ. Η συνταγματική αναθεώρηση, μαζί με τη συμφωνία των Πρεσπών, θα είναι δύο από τα βασικά πεδία ανάδειξης διαχωριστικών γραμμών μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. στην πορεία προς τις ευρωεκλογές του 2019, που μπορεί να συμπέσουν με τις εθνικές εκλογές.
Εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές τις αλλαγές που προωθούσε το Υπουργείο Παιδείας για το μάθημα των θρησκευτικών, καθώς το Σύνταγμά μας στο Άρθρο 13 αναφέρει πως «Η παιδεία […] έχει σκοπό […] την ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» και στο Άρθρο 3 πως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».
Η κοινωνική πλειοψηφία, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες επιθυμεί τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας. Το μόνο που απομένει για να εκφραστεί η συγκεκριμένη πλειοψηφία είναι η πολιτική βούληση για την αναθεώρηση των συγκεκριμένων άρθρων, έτσι ώστε να προχωρήσει το κράτος χωρίς την επέμβαση της εκκλησίας στις υποθέσεις του και το αντίστροφο. Εξάλλου γιατί χρειάζεται το κράτος την εκκλησία και η εκκλησία το κράτος; Το μεν πρώτο αφορά μια εξουσιαστική σχέση του φυσικού κόσμου, η δεύτερη τη σχέση με τον Θεό στον πνευματικό κόσμο.
Γιατί το κράτος να μεριμνά για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης σε παιδιά του Δημοτικού που λόγω της νεαρής τους ηλικίας είναι αδύνατο να συλλάβουν την υπερβατική διάσταση της θρησκείας και ειδικότερα της χριστιανικής πίστης; Μπορεί να μεριμνήσει για την θρησκευτική παιδεία των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέσα από μία θρησκειολογική και όχι χριστιανική διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών προσφέροντας ενδεχομένως και μάθημα επιλογής που θα αφορά τη χριστιανική πίστη μιας και η πλειοψηφία της κοινωνίας δηλώνει ορθόδοξη. Ο μαθητής ερχόμενος για πρώτη φορά σε επαφή με τις θρησκείες σε πιο ώριμη ηλικία σε σχέση με σήμερα ενδέχεται να κατανοήσει βαθύτερα το νόημά τους και τη σημασία τους στην ανθρώπινη κοσμοαντίληψη.
Ταυτόχρονα, η εκκλησία μπορεί να ανανεωθεί μέσα από μία τέτοια διαδικασία και να διεξάγει τον πνευματικό της αγώνα με μεγαλύτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» αναφέρει ο Ιησούς στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, τη στιγμή που ο Πόντιος Πιλάτος τον ρωτά αν είναι βασιλιάς. Παίρνοντας ως παράδειγμα αυτή τη ρήση η εκκλησία μπορεί να αναπτύξει τη διδασκαλία της στους κύκλους μελέτης Αγίας Γραφής και να προσελκύσει περισσότερα παιδιά χριστιανών που απαρνούνται το κατηχητικό σχολείο, θεωρώντας το μια επανάληψη της σχολικής διδασκαλίας των θρησκευτικών τα πρωινά του Σαββατοκύριακου. Έχει την ευκαιρία να ανανεώσει την πίστη των ανθρώπων σε μία κοινωνία διακινδύνευσης και να απαντήσει στις μεταφυσικές τους ανησυχίες μακριά από την «ασφάλεια» και την επανάπαυση που μοιραία επέρχονται από την αλληλεπίδραση με κεντρικούς και αποκεντρωμένους θεσμούς.
Ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας μπορεί να ανανεώσει και τις δύο πλευρές. Από τη μία πλευρά οι θεσμοί του κράτους θα εκσυγχρονιστούν στα πλαίσια του 21ου αιώνα και η εκπαίδευση θα εστιάσει σε κοσμικά ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή μας. Σε έναν κόσμο που «βασιλεύει» η ανισότητα και η αδικία, η λύση προέρχεται μόνο από την κοινωνική και πολιτική δράση. Από την άλλη πλευρά, η εκκλησία μπορεί να εμπνεύσει πνευματικά, να δώσει θάρρος στους πιστούς της να συνεχίσουν τον πνευματικό τους αγώνα στον κόσμο της φθοράς και την αδικίας με ανταμοιβή την πραότητα και την ψυχική ηρεμία.
Κράτος και εκκλησία βάδισαν μαζί για αιώνες. Στη δεύτερη δεκαετία του 21ο αιώνα η κοινωνία δείχνει να επιθυμεί τη χωριστή τους πορεία. Μια νέα πορεία που μπορεί να ανανεώσει και τις δύο πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εναγκαλισμός της μιας πλευράς με την άλλη δεν συμβάλλει ούτε στη βελτίωση του κράτους και των λειτουργιών του, ούτε στην ποιοτική αναβάθμιση του πνευματικού αγώνα που επιθυμεί να διεξάγει η ελληνορθόδοξη χριστιανική εκκλησία.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», ο κ.Τσίπρας θα αναπτύξει το πλαίσιο για τη συνταγματική αναθεώρηση, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού τον επόμενο μήνα, παρότι ως νομικό κείμενο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα κατατεθεί στη Βουλή τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Μέγαρο Μαξίμου δεν παραγνωρίζει τον κίνδυνο αντιδράσεων από τους κόλπους της Εκκλησίας. Όμως εκτιμά πως θα αποδειχθούν ελεγχόμενες, όπως συνέβη και με τη συμφωνία για το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ. Η συνταγματική αναθεώρηση, μαζί με τη συμφωνία των Πρεσπών, θα είναι δύο από τα βασικά πεδία ανάδειξης διαχωριστικών γραμμών μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. στην πορεία προς τις ευρωεκλογές του 2019, που μπορεί να συμπέσουν με τις εθνικές εκλογές.
Εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές τις αλλαγές που προωθούσε το Υπουργείο Παιδείας για το μάθημα των θρησκευτικών, καθώς το Σύνταγμά μας στο Άρθρο 13 αναφέρει πως «Η παιδεία […] έχει σκοπό […] την ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» και στο Άρθρο 3 πως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».
Η κοινωνική πλειοψηφία, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες επιθυμεί τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας. Το μόνο που απομένει για να εκφραστεί η συγκεκριμένη πλειοψηφία είναι η πολιτική βούληση για την αναθεώρηση των συγκεκριμένων άρθρων, έτσι ώστε να προχωρήσει το κράτος χωρίς την επέμβαση της εκκλησίας στις υποθέσεις του και το αντίστροφο. Εξάλλου γιατί χρειάζεται το κράτος την εκκλησία και η εκκλησία το κράτος; Το μεν πρώτο αφορά μια εξουσιαστική σχέση του φυσικού κόσμου, η δεύτερη τη σχέση με τον Θεό στον πνευματικό κόσμο.
Γιατί το κράτος να μεριμνά για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης σε παιδιά του Δημοτικού που λόγω της νεαρής τους ηλικίας είναι αδύνατο να συλλάβουν την υπερβατική διάσταση της θρησκείας και ειδικότερα της χριστιανικής πίστης; Μπορεί να μεριμνήσει για την θρησκευτική παιδεία των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέσα από μία θρησκειολογική και όχι χριστιανική διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών προσφέροντας ενδεχομένως και μάθημα επιλογής που θα αφορά τη χριστιανική πίστη μιας και η πλειοψηφία της κοινωνίας δηλώνει ορθόδοξη. Ο μαθητής ερχόμενος για πρώτη φορά σε επαφή με τις θρησκείες σε πιο ώριμη ηλικία σε σχέση με σήμερα ενδέχεται να κατανοήσει βαθύτερα το νόημά τους και τη σημασία τους στην ανθρώπινη κοσμοαντίληψη.
Ταυτόχρονα, η εκκλησία μπορεί να ανανεωθεί μέσα από μία τέτοια διαδικασία και να διεξάγει τον πνευματικό της αγώνα με μεγαλύτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» αναφέρει ο Ιησούς στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, τη στιγμή που ο Πόντιος Πιλάτος τον ρωτά αν είναι βασιλιάς. Παίρνοντας ως παράδειγμα αυτή τη ρήση η εκκλησία μπορεί να αναπτύξει τη διδασκαλία της στους κύκλους μελέτης Αγίας Γραφής και να προσελκύσει περισσότερα παιδιά χριστιανών που απαρνούνται το κατηχητικό σχολείο, θεωρώντας το μια επανάληψη της σχολικής διδασκαλίας των θρησκευτικών τα πρωινά του Σαββατοκύριακου. Έχει την ευκαιρία να ανανεώσει την πίστη των ανθρώπων σε μία κοινωνία διακινδύνευσης και να απαντήσει στις μεταφυσικές τους ανησυχίες μακριά από την «ασφάλεια» και την επανάπαυση που μοιραία επέρχονται από την αλληλεπίδραση με κεντρικούς και αποκεντρωμένους θεσμούς.
Ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας μπορεί να ανανεώσει και τις δύο πλευρές. Από τη μία πλευρά οι θεσμοί του κράτους θα εκσυγχρονιστούν στα πλαίσια του 21ου αιώνα και η εκπαίδευση θα εστιάσει σε κοσμικά ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή μας. Σε έναν κόσμο που «βασιλεύει» η ανισότητα και η αδικία, η λύση προέρχεται μόνο από την κοινωνική και πολιτική δράση. Από την άλλη πλευρά, η εκκλησία μπορεί να εμπνεύσει πνευματικά, να δώσει θάρρος στους πιστούς της να συνεχίσουν τον πνευματικό τους αγώνα στον κόσμο της φθοράς και την αδικίας με ανταμοιβή την πραότητα και την ψυχική ηρεμία.
Κράτος και εκκλησία βάδισαν μαζί για αιώνες. Στη δεύτερη δεκαετία του 21ο αιώνα η κοινωνία δείχνει να επιθυμεί τη χωριστή τους πορεία. Μια νέα πορεία που μπορεί να ανανεώσει και τις δύο πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εναγκαλισμός της μιας πλευράς με την άλλη δεν συμβάλλει ούτε στη βελτίωση του κράτους και των λειτουργιών του, ούτε στην ποιοτική αναβάθμιση του πνευματικού αγώνα που επιθυμεί να διεξάγει η ελληνορθόδοξη χριστιανική εκκλησία.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια