Για τον κυρ Γιάννη

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Αν με έδιωξαν από την Αθήνα τα «Δεκεμβριανά» τού 2008 —ο προπομπός των Αγανακτισμένων, η μήτρα των νεοναζί, το σάλπισμα της καταστροφής της χώρας από το σύμφυρμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ—, από την Ελλάδα με έδιωξε η Θεσσαλονίκη του νέου της άρχοντα, του ασύγγνωστου νεοπρωτογονισμού της και των συλλαλητηρίων της.

Κι ας είμαι Θεσσαλονικιός, βέρος. Κι ας αγαπώ τη Θεσσαλονίκη όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ καμιά Πράγα. Αλλά με έδιωξε. Κυρίως όμως: θα εξακολουθεί πάντα να με διώχνει. Γιατί πια είναι πολύ αργά για την πόλη. Τη χάσαμε.

Τα «Δεκεμβριανά» τού 2008, που σήμαναν την εμπέδωση στην κοινή γνώμη ότι η βία είναι μαμή της Ιστορίας, ότι το άστυ είναι φτηνό και βολικά εύφλεκτο, ότι η ιστορία και ο πολιτισμός είναι κάτι χωρίς αξία, και ότι τα δικαιώματα των ανθρώπων δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα κουρέλι που μπορούμε να το ποδοπατάμε όσο μάς κάνει κέφι και να σκουπίζουμε τα σάλια μας επάνω του, εκείνη η αλήστου μνήμης «εξέγερση της νεολαίας», δεν στελεχώθηκε μόνο από παλαιούς αγαπητικούς της βίας, αντιεξουσιαστές και αναρχικούς, ή από τα «μαύρα πουλιά» των Εξαρχείων που τραγουδούσε προ μισού αιώνα ο Σαββόπουλος, κι ας ξεκίνησαν πάνω-κάτω από δαύτους. Όλο αυτό είναι μία πομφολυγική μπούρδα που εξυπηρέτησε καλά τη ρητορική της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον αγώνα της να καταλάβει δι’ εφόδου την εξουσία προσεταιριζόμενη ομάδες νέων και συμμεριζόμενη, τάχα, τα «θέματά» τους. Αλλά νισάφι: πρόκειται περί μπούρδας ολκής. Σε αυτά πήραν μέρος πιτσιρικάδες που ήθελαν από κάπου να πιαστούν έχοντας έναν εχθρό να τα ενώνει — οποιονδήποτε εχθρό. Πιτσιρικάδες αμόρφωτοι, αστοιχείωτοι, παράγωγα ενός σχολείου ισόβιας αποβλάκωσης, που, διάολε, τείνει επί Τσίπρα να γίνει ακόμη χειρότερο.

Το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά τα παντέρμα παιδαρέλια (το μικρότερο ποσοστό είναι οι δυο χούφτες χούλιγκαν που ηγεμονεύουν έκτοτε στο τελωνείο των Εξαρχείων και οι φασίστες Ρουβίκωνες που, για λίγο ακόμη, θα σπάνε συμβολαιογραφεία και θα τρομοκρατούν εργαζόμενους έχοντας τις πλάτες της εξουσίας πίσω τους να τους υποστηρίζουν), οι περισσότεροι, λέω, πολιτικοποιήθηκαν διά πυρός και κρυστάλλων εκείνες τις τραγικές ημέρες, και είδαν πως το σπάσιμο, το μίσος, η εκτόνωση, η άγρια χαρά, είναι καλά. Ότι μπορεί κανείς, με ένα μαντίλι στα μούτρα, να δείρει, να καταστρέψει και να διαγουμίσει γεμίζοντας συναισθήματα που δεν αγοράζονται στα μαγαζιά που πουλάνε φτηνό αλκοόλ ή στις γωνιές που πουσάρονται σπασμένα ναρκωτικά, και χωρίς —κυρίως— να ενοχληθεί ή να τιμωρηθεί: ποια μεγαλύτερη ηδονή μπορεί να υπάρξει ποτέ;

Τα παιδάκια εκείνα, όταν έφυγαν τα φώτα από πάνω τους και καταλάγιασαν οι στάχτες, όταν αποφοίτησαν κι αυτά κουτσά-στραβά από το σχολείο και βγήκαν στη δουλειά, είδαν ότι υπάρχει μια τρανή ευκαιρία να γίνονται όλα αυτά συντεταγμένα. Είδαν ότι υπήρχε αρχηγός, και μάλιστα αρχηγός με πυγμή, να τα κατευθύνει. Είδαν ότι υπήρχε ωραίος εχθρός να τα ενώνει. Είδαν ότι οι Νύχτες των Κρυστάλλων είναι κάτι που μπορούν να ονειρεύονται.

Στις πρώτες και έντονα πολωμένες εκλογές που ακολούθησαν, ο εισοδισμός των ναζί —η βρόμικη δουλειά στα σχολεία, στις γειτονιές, στα πάρκα, στις καφετέριες— δεν είχε προλάβει να αποφέρει αποτελέσματα: λιγότεροι από 20.000 τούς ψήφισαν. Δυόμισι μόλις χρόνια μετά όμως, το ’12, οι σκάρτοι 20.000 έγιναν 440.000. Δεν θέλετε να δείτε την ποσοστιαία αύξηση. Αλλά όχι μόνο: η νοοτροπία της βίας, του ξύλου, του (συμβολικού;) θανάτου, της «τιμωρίας», του «όλοι ίδιοι είναι», του «να καεί, να καεί», του «αλήτες-προδότες-πολιτικοί», του «ας μπει επιτέλους κάποιος να τους πλακώσει», του «καλά τού κάνανε», συνεπικουρούμενα από τα αδηφάγα Μέσα και τις χυδαίες ψευδοενημερωτικές πρωινές εκπομπές τους ρατσιστικής επιμόρφωσης που επέχαιραν για τις μούντζες, τα αυγά και τις απειλές στον πολιτικό κόσμο, κολακεύοντας ταυτόχρονα με τη μακριά τους γλώσσα τη σοφία του όχλου, μαζί με την πιο αποκτηνωτική ρητορεία που γνωρίσαμε ποτέ, αυτήν του «αντιμνημονιασμού», των «γερμανοτσολιάδων» και των «προδοτών», στην οποία πρωτοστάτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, πέρασε σαν λέπρα και σαν σύφιλη σε όλα τα κόμματα, σε όλες τις τάξεις, σε κάθε κομμάτι του βίου. Μας αρρώστησε όλους. Αρρώστησε όλη τη χώρα. Την ξάπλωσε χάμω, τη βίασε, την γκάστρωσε, κι εκείνη γέννησε την τρέλα, τη φτώχεια και την παρακμή. Γιατί παρακμή δεν είναι να παίρνεις διακοποδάνειο. Παρακμή είναι να αισθάνεσαι σίγουρος πως ο εθνικός εχθρός σού επέβαλε την ανάγκη και τη χαρά να το πάρεις και πως έχεις κάθε δικαίωμα να μην το αποπληρώσεις.

Ζούμε πράγματι, συνολικά σαν Ελλάδα, την τελευταία περίοδο αυτής της μακράς εποχής, που κοντεύει πια να κλείσει δεκαετία και μας στέγνωσε σαν βράχια. Η παράσταση λαμβάνει τέλος όπου να ’ναι. Θα σηκώσουμε κεφάλι και θα κάνουμε μία νέα αρχή. Το πιστεύω. Αλλά —για να γυρίσω, μόνο με το μυαλό μου, στην πόλη που με έδιωξε από τη χώρα— δεν ισχύει το ίδιο για τη Θεσσαλονίκη, την πατρίδα μου.

Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη που απώλεσε την ιστορία της και ξέγραψε δύο φορές το παρελθόν της μέσα σε έναν μόλις αιώνα, μια πόλη που δεν θα μπορέσει ποτέ να πετάξει από πάνω της το άγος του εξανδραποδισμού των Εβραίων της και του διαγουμίσματος της περιουσίας τους, μια πόλη-φταίχτρα, κλέφτρα και άδικη, προπύργιο της ελληνικής συντήρησης, δεν έχει τα κότσια και τις αντοχές να ακολουθήσει την πορεία της χώρας: συνόδευσε μεν ώς τον πάτο την Αθήνα, αλλά έμεινε λαχανιασμένη και ανίδεη εκεί, να χάσκει. Ίδια ιστορία με το μετρό της. Σήμερα, δε, έχει ολωσδιόλου παραδοθεί, έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, ηττημένη από το φιάσκο της χυδαίας αυτής δεκαετίας, παραζαλισμένη από την τροφαντή της μισαλλοδοξία (ο ιστορικός αντισημιτισμός της, να σημειωθεί, είναι μόνο ένα δείγμα της) και την τσιμενταρισμένη αίσθηση της εχθρικής επιβουλής που βγαίνει σαν ατμός από τη ραγισμένη άσφαλτο των παλιών δρόμων της.

Λόγω της δυσπραγίας και της αγωνίας των πολιτών της, κοινής παρά ταύτα με των υπολοίπων Ελλήνων, αλλά και της σαφούς ιδιαιτερότητάς της, πλέον κατήντησε, και αυτό είναι κατόρθωμα πελώριου βαλκανικού διαμετρήματος, να ηγεμονεύεται από έναν άνθρωπο και ένα μηχανισμό τόσο ισχυρούς —έναν άνθρωπο και ένα μηχανισμό με δικτατορικά χαρακτηριστικά που βέβαια βρήκαν το πιο πρόσφορο έδαφος για να ριζώσουν—, που έχει λυγίσει: πάει, δεν αντέχει άλλο.

Όπως δεν άντεξα και εγώ να ζω σε δαύτην. Την τελευταία πενταετία, η πόλη έχει εκπέσει απολύτως σε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ένα άθλιο ρώσικο προτεκτοράτο που μισεί τα πάντα και τρέφεται από το μίσος του. Και εγώ δεν θα επέλεγα ποτέ να ζήσω κάπου που να μιλάνε και να σκέφτονται ρώσικα. Ή να δέρνουν ρώσικα.

Η Θεσσαλονίκη θα είναι η τελευταία που θα ακολουθήσει τη χώρα στη νέα της πορεία προς το μέλλον. Όπως γενικά είναι πάντα η τελευταία που «απελευθερώνεται».

Λυπάμαι τρομερά, και σκίζεται η καρδιά μου.

Όπως λυπάμαι τρομερά για τους πολλούς, πάμπολλους άξιους συμπολίτες μου που ζουν και πορεύονται ακόμη εκεί, όλοι τους δακρυσμένοι, όλοι τους με σκυφτό το κεφάλι από την ντροπή. Υπομονή.

ΥΓ1. Το 2006, γεύτηκα μία πολύ μεγάλη πίκρα με την αποτυχία του Γιάννη Μπουτάρη να πάρει τον Δήμο. Ανεβοκατέβαινα τότε με το τρένο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, φορώντας, θυμάμαι, τα μπλουζάκια της Πρωτοβουλίας, περήφανος γαρ. Τρέχαμε πολλοί, δεν ήμουν μόνος. Πολλοί, και με μεγάλη χαρά. Χάσαμε (όπως χάσαμε), κι ας φτάσαμε πολύ κοντά στη νίκη. Το 2010 πάλι, ένα θαύμα, και μια χούφτα ψήφοι, ήταν ικανά να μας γεμίσουν ανέλπιστη χαρά και να δώσουν όραμα στην πόλη, να την αλλάξουν, να τη μεταμορφώσουν, να την αναγκάσουν να κοιταχτεί στον καθρέφτη της. Για πρώτη φορά εδώ και γενιές ολόκληρες. Το μεγάλο πείραμα, που παραδόξως η πόλη το δέχτηκε, συνεχίστηκε, έστω και με πιο αργούς ρυθμούς, και στη δεύτερη θητεία του. Αλλά συνεχίστηκε, και απέφερε καρπούς. Όμως, η διοίκηση της πόλης, κατά δυστυχία όλων μας, απέτυχε σε άλλους τομείς, και όχι λίγους. Τομείς που «φαίνονται». Και ήταν κρίμα αυτό, και άδικο για τους Θεσσαλονικείς. Προσωπικά —μιας και αυτά τα σημειώματα δεν είναι άλλωστε τίποτε παραπάνω από προσωπικές εξομολογήσεις—, απέσυρα την εύνοιά μου στον (κατά τα άλλα, συμπαθέστερο όλων) πολιτικό Μπουτάρη, με τις περισσότερες ιδέες του οποίου ταυτίζομαι απολύτως, καθώς έβλεπα πως η πόλη απλώς δεν λειτουργούσε, παρά τον όμορφο αέρα που χάρη και μόνο σε αυτόν, και στο θάρρος του, φυσούσε στο κέντρο της. Έναν αέρα όμως που πια δεν ένοιαζε τους ίδιους τούς Θεσσαλονικείς: είχαν πια, οι περισσότεροί τους, να προσβλέπουν σε άλλον ηγέτη — σε ένα σκιάχτρο, σε ένα τίποτα, που όμως ήξερε καλά να τάζει· και διέθετε και πυγμή. Ο κόσμος αγαπά την πυγμή. Όπως αγαπά, στην πόλη μου, και τη ρώσικη σαλάτα. Ο κόσμος χαίρεται να εξαγοράζεται. Πλέον, μετά τη φασιστική επίθεση που δέχτηκε το Σάββατο στον Λευκό Πύργο από τους εκκολαπτόμενους νέους Γκοτζαμάνηδες, αλήτες των γηπέδων, απλούς καθυστερημένους, ομοφοβικές Κατίνες και οικογενειάρχες που το ’χουν στο πρόγραμμα να ρίχνουν από κανα δυό γροθιές στη σύζυγο πού και πού —πολλές φυλές μαζί—, δηλώνω και πάλι οπαδός και συνοδοιπόρος τού κυρ Γιάννη.

ΥΓ2. Ναι, όλα αυτά (τα ιμιτασιόν Δεκεμβριανά, η αποθέωση της βίας και η εγκατάστασή της ως κάτι ανεκτό στη συνείδηση των πολλών, η άνοδος των ναζί, η πλήρης αποβλάκωση του κόσμου από τον ΣΥΡΙΖΑ, η αφόρητη δυσπραγία, η νέα μετανάστευση, η εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη μίας νέας Αρχής κλπ. κλπ. κλπ.), ναι, όλα αυτά πάνε χέρι-χέρι. Όλα είναι ένα. Είναι Ιστορία.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια