Η Τουρκία προσφέρει ειρήνη με όρο τη φινλανδοποίηση

Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης

Ο εθνικισμός στην Τουρκία βρίσκεται σε παροξυσματική φάση. Ο Ερντογάν έχει επιλέξει να συνταχθεί με το εθνικιστικό στοιχείο, με το βλέμμα στις πρόωρες διπλές κάλπες.

Μάλιστα, η διάσπαση του κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Μπαχτσελί έχει φέρει στο προσκήνιο μία ακόμη εξτρεμιστική προσωπικότητα, αυτή της Ακσενέρ.

Η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, από τη μήτρα της οποίας προέρχονται οι Τούρκοι εθνικιστές, προκειμένου να μην απωλέσει τα ηνία, υπερθεματίζει σε ακρότητες, κατηγορώντας τον Ερντογάν για ενδοτισμό απέναντι στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι όταν αναλάβει τη εξουσία θα επαναφέρει στην τουρκική κυριαρχία σειρά βραχονησίδων και νησιών που δήθεν έχει καταλάβει η Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η οικονομία εμφανίζει πρωτοφανείς αρρυθμίες.

Ενδεικτικά και μόνο: η λίρα έχει κατρακυλήσει σε ιστορικά χαμηλά (1 προς 4,06 $), η πολεμική επιχείρηση στη Συρία και τα εξοπλιστικά προγράμματα την επιβαρύνουν περαιτέρω, ενώ η καθημερινότητα του μέσου πολίτη έχει αλλάξει δραματικά (π.χ. αυξήσεις άνω του 10% σε τρόφιμα, ενέργεια, μεταφορές). Αθροίζοντας στα παραπάνω την απομάκρυνση της Άγκυρας από ΕΕ-ΗΠΑ και την εμπλοκή της σε ένα ζήτημα με τις συνθετότητες του Συριακού, το περιβάλλον παράγει εντάσεις.

Ωστόσο, εντοπίζονται τακτικοί αλλά και στρατηγικοί λόγοι για την αύξηση της επιθετικότητας της γείτονος στο Αιγαίο. Εδώ και δυόμιση χρόνια, οι διεκδικήσεις της έχουν αναβαθμισθεί ποιοτικά. Οι γκρίζες ζώνες έχουν γίνει τουρκικές, ενώ επιχειρείται μεθοδικά η ουδετεροποίηση μέρους του Αιγαίου ώστε η Αθήνα να μην είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Η πάγια θέση περί αποστρατικοποίησης επανέρχεται με μεγαλύτερη συχνότητα, προκαταλαμβάνοντας τυχόν μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Εξίσου, κατά τα ειωθότα, τεστάρει την αντίδραση της ελληνικής πλευράς (κυρίως επιχειρησιακά) υπό διάφορες περιστάσεις, έχοντας εμπλουτίσει πλέον το ρεπερτόριό της.

Δεν θα ρισκάρει

Ακόμη και έτσι, πάντως, δύσκολα θα ρισκάρει την πρόκληση μίας θερμής κατάστασης στο Αιγαίο. Και αυτό για τους εξής λόγους: το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά αβέβαιο για να αναληφθεί ανάλογο ρίσκο, η επέμβαση στη Συρία μπορεί να λάβει αρνητική τροπή ανά πάσα στιγμή (ιδίως μετά την εμπλοκή του Τελ Αβίβ με στόχο τον Ιράν), η ελληνική αποτρεπτική ισχύς παραμένει υψηλή, ενώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος πρόκλησης επιπρόσθετων επιπλοκών με τη Δύση. Αυτές οι παράμετροι ασφαλώς σταθμίζονται από την τουρκική ηγεσία.

Όπως αναφέρω στο βιβλίο μου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν», ο Τούρκος πρόεδρος προτιμά την ειρήνη με την Ελλάδα αλλά με τους δικούς του όρους. Κατ’ αυτόν, οι όποιοι συμβιβασμοί γίνουν πρέπει να λάβουν υπόψη τους όχι το διεθνές δίκαιο, αλλά τους συσχετισμούς ισχύος. Έτσι, θέλει να μας σύρει σε μία διαπραγμάτευση (όπου ευελπιστεί ότι η ατζέντα θα έχει εκ των πραγμάτων ενσωματώσει τις αναβαθμισμένες τουρκικές αξιώσεις) και όχι να οδηγηθούμε σε ένα πόλεμο με απρόβλεπτο αποτέλεσμα.

Από την άλλη, καλλιεργεί μεθοδικά ένα ασφυκτικό για την ελληνική πλευρά περιβάλλον, με απειλές, ελεγχόμενες εντάσεις, συστηματικές αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας, αυξομείωση των προσφυγομεταναστευτικών ρευμάτων, αποσκοπώντας στην ομηρία της Αθήνας προκειμένου η τελευταία σταδιακά να καθίσταται πιο δεκτική, πειθαρχώντας (όπου χρειάζεται) χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις.

Αυτό το σχήμα περιγράφεται καλύτερα με τον όρο «φινδανδοποίηση» και αποτελεί τον απώτερο στόχο του αναθεωρητικού μας γείτονα. Συνάμα, όμως, σε πιο τακτικό επίπεδο, η Άγκυρα θέλει –κρατώντας την Αθήνα «απασχολημένη» στο Αιγαίο- να την αποτρέψει από την ενεργό (διπλωματική) εμπλοκή της στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η πρώτη θα αποπειραθεί να αποτρέψει σε βάρος της τετελεσμένα.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια