Στην υπόθεση των “δύο” μήπως διαπράττουμε το ίδιο σφάλμα… με αυτό στα Ίμια;

Γράφει ο Μιχαήλ Βασιλείου 

Όποιο έχουν ασχοληθεί με την κρίση των Ιμίων, εξετάζοντας αποστασιοποιημένα την κρίση που σημάδεψε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις όπως λίγες άλλες περιστάσεις στο παρελθόν, λιγότερο ή περισσότερο συμφωνούν ότι η ελληνική πλευρά διέπραξε ένα λογικό σφάλμα,
το οποίο φαίνεται πως επαναλαμβάνει στην περίπτωση των δυο στρατιωτικών που κρατούνται αδικαιολόγητα στις τουρκικές φυλακές.

Ποιο ήταν αυτό το σφάλμα όμως; Μετά την απόβαση Τούρκων κομάντος στη μία νησίδα, η Ελλάδα βρισκόταν υπό το βάρος τετελεσμένου. Εάν αυτό δεν εξισορροπηθεί, τότε η έλευση στη διαπραγμάτευση είναι λανθασμένη, κάτι το οποίο προκύπτει και από την ομώνυμη θεωρία – βιβλιογραφία (negotiations).

Τι έκανε ο Ερντογάν στην περίπτωση των δυο στρατιωτικών; Δημιούργησε τετελεσμένο και παρά τις διαψεύσεις και τις παραπλανητικές δηλώσεις στην Τουρκία, οι υποψίες που διατυπώθηκαν από την πρώτη στιγμή ενέπλεκαν πρόθεση ανταλλαγής με τους οχτώ αξιωματικούς τους οποίους η Άγκυρα ισχυρίζεται πως είναι πραξικοπηματίες, συνδεόμενοι με το «δίκτυο Γκιουλέν» που επίσης αποκαλείται στην Τουρκία ως «τρομοκρατική οργάνωση».

Εάν λοιπόν χρησιμοποιήσουμε την ίδια λογική με αυτή που συμπεριφέρεται ο Ερντογάν και από τη στιγμή που δεν δείχνει να γνωρίζει άλλη μέθοδο πέραν αυτής του «ανατολίτικου παζαριού», αν θέλουμε να εξισορροπήσουμε τη «ζυγαριά» με το τετελεσμένο των δυο στρατιωτικών που είναι κρατούμενοι στις τουρκικές φυλακές, πρέπει να αναλάβουμε άλλου είδους δράση, πέραν της διπλωματικής, η αξία της οποίας τείνει να εξαντληθεί.

Με πολύ απλά λόγια, για να εξισορροπήσουμε το μειονέκτημα με βάση το οποίο προσπαθεί να προκαλέσει διαπραγμάτευση ο Ερντογάν για να πετύχει τον στόχο του, δεν υπάρχει άλλος τρόπος από ελληνική απαγωγή. Ακριβώς δε λόγω της ιδιοσυγκρασίας του Τούρκου ηγέτη, πιθανότατα θα γελούσε εάν πιάναμε κι εμείς δυο δικούς τους στρατιώτες, ίσως θα έπρεπε να το πάμε ένα βήμα παρακάτω.

Στην πρώτη περίπτωση, θα μπορούσε αυτό να γίνει επιδεικτικά (βλ. κλασική απαγωγή μέσα από το τουρκικό έδαφος), θα τους βάζαμε φυλακή (σ.σ. καλύτερα θα περνούσαν συγκριτικά με τον «δημοκρατικό στρατό» της Τουρκίας), ενώ θα ανακοινώναμε ότι εμείς τους πιάσαμε και το κάναμε για τον γνωστό λόγο.

Η μία λογική είναι ότι ο Ερντογάν θα τους θεωρούσε αναλώσιμους. Η απάντηση είναι «σίγουρα», όμως την τελική του στάση θα την καθορίσουν αυτοί που θα κληθούν να τον ψηφίσουν ή όχι. Άρα, εάν διαγνωστεί ότι ο κόσμος ταράζεται με μια τέτοια ενέργεια, θα μπορούσε να τον οδηγήσει ενώπιον επιλογών τις οποίες θα ήθελε να αποφύγει.

Τι θα έκανε; Θα κήρυσσε τον πόλεμο στην Ελλάδα; Η απάντηση θα ήταν υπό φυσιολογικές συνθήκες, «ΟΚ ας το κάνει» αναλαμβάνοντας το ρίσκο της πολιτικής καταστροφής του, αφού ξέρει πολύ καλά πόσο «υπερτροφική» είναι η επικοινωνιακή εικόνα την οποία πουλάει περιφερειακά και διεθνώς για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τις οποίες όμως έχει πλήξει βαρύτατα με το παιχνίδι μαγισσών που διεξάγει με αφορμή το πραξικόπημα και τη φερόμενη εμπλοκή του Φετουλάχ Γκιουλέν.

Πρακτικά, θα τον οδηγούσες να έχει να επιλέξει μεταξύ σεναρίων τα οποία θα απευχόταν καταρχήν. Εάν βέβαια το κάνεις αυτό, πρέπει σα χώρα να είσαι αποφασισμένος να πουλήσεις ακριβά το «τομάρι» σου και όχι… να υποχωρήσεις για χάρη της ειρήνης. Να διακηρύξεις ότι για σένα η Τουρκία τελείωσε ως «ΝΑΤΟϊκός σύμμαχος», είναι επισήμως εχθρός και θα συμπεριφερθείς ανάλογα.

Κι επειδή συχνά έχουμε αναφερθεί στην ανάγκη «εξωτερικής νομιμοποίησης» της πολιτικής που επιλέγει η ελληνική ηγεσία, η πιθανότητα να την πετύχεις σε αυτή τη συγκυρία, δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ υψηλότερη.

Εάν αυτά είναι πιθανό να ισχύουν για δυο φαντάρους, υπάρχει και η δεύτερη λογική που μας καλεί να αναλογιστούμε τι θα συνεπαγόταν παρόμοια αντίδραση, όχι με φαντάρους, αλλά… με δυο ανώτατους αξιωματικούς.

Σε κάθε περίπτωση, με το να παριστάνεις αιωνίως το «καλό παιδί» έχοντας απέναντι να αντιμετωπίσεις τόσο παρανοϊκές καταστάσεις, όχι μόνο δεν βγαίνεις κερδισμένος, αλλά και σου κολλάνε «ρετσινιά» που σχετίζεται με τη γνωστότερη διεθνώς ελληνική λέξη.

Για να εμπλακείς όμως σε τέτοια «παίγνια» διεθνούς πολιτικής που θα χρησιμοποιούν το στρατιωτικό εργαλείο, δεν μπορείς να το κάνεις με… στρατηγικούς – υποτίθεται, αλλά καταφανώς καμένους – εγκεφάλους όπως του Νίκου Καρανίκα.

Χρειάζεσαι οργάνωση και σοβαρότητα, συν αξιωματικούς που δεν έχουν στο μυαλό τους μονάχα πως θα γίνουν αρεστοί στην πολιτική ηγεσία μπας και επωφεληθούν κερδίζοντας ένα δυο χρονάκια μακριά από την αποστρατεία. Δεν είναι ασφαλώς όλοι έτσι, δεν μας έλλειψαν όμως και ποτέ.

Εάν όμως αυτά υπήρχαν, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα καν για μια κατάσταση σαν κι αυτή με τους δυο ομήρους στρατιωτικούς, διότι η «αποτρεπτική φήμη» της χώρας θα δημιουργούσε άλλους συνειρμούς και τελικά υπολογισμούς στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, αναφορικά με τα σενάρια της δυνητικής ελληνικής απάντησης. Άρα η συζήτηση τείνει να καταστεί θεωρητική, Ή μήπως δεν είναι;


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια