Με αφορμή την πρόσφατη ελληνοτουρκική ένταση, το ερώτημα που τίθεται είναι τι σημαίνει μία σύγκρουση, σε μία εποχή όπου η τάση διεθνώς είναι ο υβριδικός πόλεμος.
Γράφει ο Μάκης Ανδρονόπουλος
Θα γίνει πόλεμος με την Τουρκία; Το ρωτάνε πολλοί, χαμηλόφωνα, λες και φοβούνται πως και μόνο η εκφορά του ερωτήματος μπορεί να τον προκαλέσει. Το ερώτημα είναι εύλογο, όταν ξαφνικά τα sites γεμίζουν με συγκριτικά ρεπορτάζ για τις στρατιωτικές δυνατότητες της Τουρκίας και της Ελλάδας.
Όταν η ΕΝΙ τα μαζεύει μπροστά στις τουρκικές κανονιοφόρους, όταν ένα τυπικό συνοριακό περιστατικό μπαίνει στο midnigkt express και γίνεται «κατασκοπεία», όταν ο Ερντογάν απειλεί ευθέως την Γαλλία και τις ΗΠΑ πως δεν θα επιτρέψει στις εταιρείες τους να διεξάγουν έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ κ.ο.κ.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν θέλει πόλεμο και επί δεκαετίες προσπαθεί να παραμένει «ψύχραιμη». Δηλαδή, να μην ανταποδίδει την προκλητικότητα, με αποτέλεσμα η τουρκική πίεση να είναι πλέον ένας ωμός εκβιασμός που οδηγεί ταχύτατα τον κόμπο προς το χτένι.
Είναι πια ξεκάθαρο ότι η Τουρκία επιδιώκει να υφαρπάξει την ΑΟΖ της Κύπρου, να την μετατρέψει σε προτεκτοράτο. Επιδιώκει με συνεχώς όλο και πιο προκλητικό τρόπο την τουρκοποίηση του Αιγαίου, έχει πιθανότατα εμφυτέψει ανάμεσα στους μετανάστες και τους πρόσφυγες πράκτορες της ΜΙΤ και τζιχαντιστές, ενώ μεθοδεύει συστηματικά πολιτικές παρέμβασης στη Θράκη, στην Αλβανία, τα Σκόπια και τη Βοσνία. Βοηθάει οικονομικά και διπλωματικά πολιτικά κόμματα και ορισμένες κυβερνήσεις της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων.
Με δυο λόγια, όλα είναι πιθανά, δεδομένου ότι η Άγκυρα έφτασε στα όρια της ελληνικής, αλλά και της κυπριακής ψυχραιμίας. Υπενθυμίζεται ότι και ο πρόεδρος Αναστασιάδης στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής προειδοποίησε τους εταίρους πως εάν δεν υπερασπισθούν ουσιαστικά τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, θα υποχρεωθεί να προβεί σε ενέργειες που θα εμπλέξουν όλους με τρόπο που κανείς δεν θα ελέγχει. Έτσι, προέκυψε η σκληρή δήλωση της ΕΕ κατά της Τουρκίας.
Ο οικονομισμός των Ευρωπαίων
Πάντως, οι Ευρωπαίοι δεν είναι αποφασισμένοι και βλέπουν τα πάντα μέσα από το οικονομικό συμφέρον. Σε ότι αφορά την Ουάσιγκτον, παρότι ο Ερντογάν τους έχει σπάσει τα νεύρα, δεν έχουν πάρει ακόμη αποφάσεις. Ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα εκφράζει την ανησυχία του για το ενδεχόμενο κάποιας σύγκρουσης χωρίς πρόθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Για την Κύπρο, ο Τζέφρι Πάιατ τονίζει ότι «ο λαός της Κύπρου να μπορεί να αναπτύξει τους πόρους στην υφαλοκρηπίδα της. Δεν είναι θέμα εταιρείας», παραδέχεται ότι ο ρόλος της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή είναι «κομβικός». Αυτό σημαίνει, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν αποδεχθεί την γεωπολιτική απώλεια της Τουρκίας. Ελπίζουν σε κάποια εσωτερική λύση, που ούτως ή άλλως δεν θα εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα.
Συνεπώς, όλα είναι ανοιχτά, καθώς υπάρχουν διαφορές σε σχέση με το παρελθόν σε ότι αφορά την Αθήνα. Το πρώτο αφορά τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν ότι η πολιτική παρεμπόδιση το 1974 των ελληνικών υποβρυχίων από τους Αμερικανούς να καταβυθίσουν τον τουρκικό αποβατικό στόλο στην Κύπρο δεν πρέπει επ’ ουδενί να επαναληφθεί.
Επίσης, γνωρίζουν ότι σε διάφορες κρίσιμες φάσεις οι Αμερικανοί παρεμβαίνουν ηλεκτρονικά και τυφλώνουν τις ημέτερες δυνάμεις. Τέλος, η ψυχολογία είναι ότι οι πολιτικοί δεν έχουν επιδείξει το σθένος που χρειάζεται σε κρίσιμες καταστάσεις και θυμούνται τον Σημίτη να μην γνωρίζει τον όρο «κανόνες εμπλοκής».
Το δεύτερο είναι ότι αυτή η κυβέρνηση είναι άλλης αντίληψης και εμπειρίας από τις προηγούμενες, ενώ αντιμετωπίζει και μια άλλη εθνική και διεθνή συγκυρία, καθώς και ακραία προκλητικότητα. Η επίκληση προώθησης νέων Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) με την Τουρκία (συνομιλία Τσίπρα-Γιλντιρίμ) είναι διπλωματική κίνηση για να κερδηθεί χρόνος. ΜΟΕ με την Τουρκία δεν έχουν νόημα, γιατί απλά δεν τα τηρεί και ουσιαστικά αποτελούν ελληνική οπισθοχώρηση. Αυτό η Αθήνα το γνωρίζει πλέον.
Τα θερμά επεισόδια και η κλιμάκωσή τους είναι άγνωστο πώς μπορούν να καταλήξουν. Δηλαδή, η ανταπόδοση ενός άδικου και προκλητικού χτυπήματος δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να ελεγχθεί στη συνέχεια από τον διεθνή παράγοντα, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα τετελεσμένα. Είναι σημαντικό επίσης να ξέρουμε ότι ένας πόλεμος ποτέ δεν είναι σίγουρο πότε θα τελειώσει. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον μεγαλύτερο του 20ου αιώνα, οι επαΐοντες ήταν πεπεισμένοι ότι θα είναι βραχύβιος. Κράτησε τέσσερα χρόνια και έγινε διεθνής. Ο εμφύλιος στη Συρία κρατάει ήδη εφτά χρόνια, έχει διεθνοποιηθεί και έχει εξελιχθεί σε «πόλεμο δια αντιπροσώπων» (proxy war).
Ο χαοπλεξικός πόλεμος
Ο «χαοπλεξικός πόλεμος» (Multidomain Battle) δεν κερδίζονται αναγκαστικά από αυτόν που διαθέτει υπεροπλία, όπως κατέδειξαν οι περιπτώσεις του Βιετνάμ και του Αφγανιστάν. Πρόσφατα, οι Χούτι στην Υεμένη κατέστρεψαν με χαμηλής τεχνολογίας και κόστους όπλα μια συστοιχία πυραύλων Κρουζ στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας.
Η «άρνηση επαφής με την ισχύ», η χρήση πρωτόγονων υποδομών (primitive infrastructure) από τη Χεζμπολάχ το 2000 και από τη Χαμάς στη Γάζα προ ετών (υπόγειες αμυντικές και επιθετικές δομές) που διαμόρφωσαν ένα «υβριδικό πόλεμο» στις πόλεις, συγκροτούν αυτό που ο καθηγητής Γεωπολιτικής Κώστας Γρίβας ονομάζει «χαοπλεξικό πόλεμο». Σημειωτέον, ότι οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια το στρατιωτικό δόγμα του χαοπλεξικού πολέμου, το οποίο ενεργοποιεί ταυτόχρονα την ισχύ σε στεριά, θάλασσα, αέρα, διάστημα, πληροφορία, προκειμένου να έχει αποτελεσματικότητα έναντι των νέου τύπου απειλών.
Συνεπώς, όπως πρόσφατα επεσήμανε σε διάλεξή του στον “Φοιτητικό Όμιλο Μελέτης Κοινωνικής Μηχανικής και Πολιτικών Επιστημών” ο Γρίβας, η στρατιωτική ισχύς είναι ένα σχετικό μέγεθος. Επηρεάζεται από τα γεωγραφικά δεδομένα, το διεθνές περιβάλλον, την τεχνητή γεωγραφία (αεροπλανοφόρα) κ.ά., ενώ εξήγησε τη σημασία στις ποιοτικές μεταλλάξεις της στρατιωτικής ισχύος.
Το ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα είναι έτοιμη για ένα πόλεμο; Η απάντηση σε αυτό είναι πώς καμία χώρα δεν είναι ποτέ έτοιμη, με εξαίρεση αυτές που προετοιμάζουν επίθεση και κήρυξη πολέμου. Από εκεί και πέρα, οι προμνημονιακές κυβερνήσεις, εκτός από τη χρεοκοπία, πρόσφεραν στη χώρα τα καλύτερα συμβατικά υποβρύχια, χωρίς όμως τις κατάλληλες τορπίλες που αξιοποιούν τις δυνατότητές τους. Αγόρασαν F-16 χωρίς τον δέοντα επιθετικό οπλισμό! Αγόρασαν επιθετικά ελικόπτερα Απάτσι, επίσης χωρίς αναγκαία. Και τα τανκς Λέοπαρντ, χωρίς τα σωστά βλήματα.
Αυτό που ξέρουμε είναι ότι στον Προϋπολογισμό 2018, οι ταμειακές δαπάνες για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στα 475 εκατ. ευρώ μόνο, ενώ οι φυσικές παραλαβές (δημοσιονομική βάση) θα ανέλθουν σε 831 εκατ. ευρώ. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα μπορεί να ανταπεξέλθει. Το ζήτημα είναι για πόσο;
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια