Η δουλοπρεπής στάση των Ελλήνων ηγετών που επιτρέπει τις προκλήσεις εις βάρος της χώρας μας
Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφάλα *
Προσφάτως ένας από τους συμβούλους του Τούρκου προέδρου δήλωσε ότι «θα σπάσει τα χέρια και τα πόδια του πρωθυπουργού της Ελλάδος και των υπουργών του, αν τολμήσουν ποτέ να πατήσουν στα Ιμια».
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα τολμούσε ποτέ ο σύμβουλος του προέδρου Ερντογάν να προβεί στην ίδια λεκτική αμετροέπεια για ηγέτες άλλων γειτονικών χωρών. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, επειδή η ασυνήθιστη δήλωση για τα διπλωματικά δεδομένα -που, προφανώς, είχε την έγκριση του ίδιου του Ερντογάν- δεν αντανακλά τίποτε περισσότερο παρά τη ζοφερή πραγματικότητα που συνεπάγεται το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας μας έχει αποδεχτεί τον ρόλο του διεθνούς παρία, επειδή είναι δουλοπρεπής, δοσιλογική και οσφυοκαμπτική προς τα ξένα αρπακτικά, ενώ στερείται πολιτικής αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης - όχι μόνον προς την τάξη της αλλά και προς τον λαό που την έφερε στην εξουσία.
Οι πολιτικοί αδυνατούν να αντιληφθούν ότι στα διεθνή κέντρα εξουσίας που παροικούν -μάλλον με την ιδιότητα του τουρίστα παρά του επαγγελματία-, εκτός από τη θυμηδία που προκαλούν, είναι και απεχθείς σε προσωπικό επίπεδο, λόγω της οσμής της αναξιοπρέπειας, της μιζέριας και της πολιτικής σήψης που εκπέμπουν, επειδή κατέχουν το διεθνές προνόμιο να έχουν καταδικάσει σε θάνατο τον λαό που εκπροσωπούν.
Η κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει η χώρα μας στον τομέα των διεθνών σχέσεων και της επικοινωνίας μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τους Ελληνες πολιτικούς οι ξένοι συνάδελφοί τους. Οι πρώτοι είναι τόσο αμετροεπείς και επικίνδυνοι για τα συμφέροντα της χώρας, ώστε δεν διστάζουν να επιδεικνύουν την ικανότητά τους στην αγγλική γλώσσα, η οποία δεν ξεπερνά τη γλωσσική δεξιότητα ενός Αλβανού σερβιτόρου στη Μύκονο, προκαλώντας έτσι τη θυμηδία των συνομιλητών τους, που συνοδεύεται και από τα σχετικά ανέκδοτα για τη γλωσσομάθεια των Ελλήνων πολιτικών.
Επειδή όμως παντού υπάρχουν τηλεοπτικές κάμερες, η γλώσσα του σώματος διηγείται με ακρίβεια και την ψυχική κατάσταση και την κοινωνική συμπεριφορά. Οι Ελληνες πολιτικοί όλων των πολιτικών αποχρώσεων είναι δουλοπρεπείς, αντιδρούν με προσποιητά χαμόγελα και αμήχανα βλέμματα στις προκλήσεις των βλοσυρών ηγετών των άλλων χωρών, με χαμηλωμένα τα μάτια και τα κεφάλια ελαφρώς σκυμμένα προς τα κάτω. Απομονωμένοι στην άκρη της εικόνας, είναι εμφανές ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από παρίες και κομπάρσοι σε έναν κόσμο που αδυνατούν να αντιληφθούν. Είναι ανίκανοι να κατανοήσουν τη θέση τους σε έναν αδυσώπητα σκληρό κόσμο, που δεν συγχωρεί τα λάθη, τους δειλούς και τους εκτελεστές του λαού τους.
Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ο «νέος και δυνατός κόσμος», που επικαλούνται στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης που προπαγανδίζουν, δεν έχει χώρο για πολιτικούς υποκριτές και «κωλοτούμπες», επειδή σέβεται μόνο τους ισχυρούς, θεωρεί ισότιμούς του μόνο τους χαλκέντερους, τους πολύ μορφωμένους και τους ασυμβίβαστους.
Πώς θα μπορούσαν, άραγε, οι ξένοι ηγέτες να συμπεριφερθούν διαφορετικά στους Ελληνες πολιτικούς, όταν οι τελευταίοι αποποιούνται μετά βδελυγμίας την Ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε ο δυτικός πολιτισμός; Πώς μπορεί να μην είναι άκαμπτη η στάση των Σκοπιανών στο θέμα της ονοματολογίας, όταν η πολιτική τάξη της χώρας μας δηλώνει ότι «ο Μέγας Αλέξανδρος είναι διαπραγματεύσιμος και, συνεπώς, μπορούμε να τον μοιραστούμε με άλλους»;
Τι, άραγε, να σκέπτεται ο Ερντογάν για το ποιόν της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας, όταν αυτή δηλώνει ότι «δεν γνωρίζει ότι οι θάλασσες έχουν σύνορα»; Και πώς να μη στηρίζουν οι ναρκέμποροι της Αλβανίας τις διεκδικήσεις των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία, όταν η απάντηση των Ελλήνων πολιτικών στις απαιτήσεις τους είναι κάτι ψελλισμοί περί «ευρωπαϊκών κεκτημένων», όταν ακόμα και ο ΟΗΕ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταδίκασε τη ναζιστική εγκληματική δραστηριότητά των Τσάμηδων στην Ελλάδα;
Θα είναι σωτήρια για τη χώρα μας η στιγμή που η ελληνική πολιτική τάξη θα παραγκωνίσει την αμετροέπειά της και θα κάνει την αυτοκριτική της, ώστε να αντιληφθεί ότι εισπράττει από τον διεθνή παράγοντα αυτό που της αναλογεί, επί τη βάσει του πολιτικού χαρακτήρα και της πολιτικής συμπεριφοράς της.
* Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια