Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Για αιώνες, οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας χαρακτηρίζονταν από ένα γεωπολιτικό ανταγωνισμό, καχυποψία και σύγκρουση. Πρόσφατα, έχουν περάσει από μια συνολική κόντρα σε μια ευρείας κλίμακας συνεργασία.
Στην ουσία, παρόλα αυτά, η σχέση παραμένει ασταθής, και είναι αβέβαιο ότι ο σημερινός μήνας του μέλιτος, θα συνεχιστεί.
Με αφορμή λοιπόν, τις αναθεωρητικές και επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο, αλλά και την εισβολή στη Συρία, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να ρίξουμε μια εις βάθος ματιά:
Ανώμαλη Πορεία…
Η πρόσφατη ιστορία μεταξύ των δύο χωρών, είναι κάθε άλλο παρά προβλέψιμη. Αφού βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα στην Αραβική Άνοιξη, το 2013-14 δημιούργησαν μια στενή σχέση βασισμένη, βασικά, στην απέχθεια έναντι της κριτικής της Δύσης απέναντι στις απολυταρχικές κυβερνήσεις τους. Αν και η Άγκυρα δεν κατάπιε καλά την προσάρτηση της Κριμαίας, από τη Μόσχα, αρνήθηκε να υποστηρίξει οποιεσδήποτε κυρώσεις της Δύσης, εναντίον της. Την ίδια στιγμή η επέμβαση της Ρωσίας στη Συρια, για να ενισχύσει το καθεστώς Άσαντ, προκάλεσε την οργή του Ταγίπ Ερντογάν, που στηρίζει ανοικτά την ανατροπή του Άσαντ. Οι τούρκοι κατέρριψαν το ρωσικό μαχητικό πάνω από τη βόρεια Συρία το Νοέμβριο του 2015, λόγω υποτιθέμενης παραβίασης του τουρκικού εναέριου χώρου. Η Ρωσία απάντησε επιβάλλοντας μια ευρεία κλίμακα οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας και περίπου 4,5 εκ. Ρώσοι ακύρωσαν τις διακοπές τους εκεί.
Η μεγάλη ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών, έφερε στα πρόθυρα την εμπλοκή του ΝΑΤΟ, του οποίου η Τουρκία, είναι μέλος. Μετά ήρθε η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, και ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ήταν από τους πρώτους ηγέτες που εξέφρασε υποστήριξη προς τον Ερντογάν κατά τη διάρκεια της απόπειρας και μετά. Ο Ερντογάν από την πλευρά του, έστειλε επιστολή συγγνώμης στον Πούτιν για την κατάρριψη του αεροσκάφους. Από εκείνη τη στιγμή οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών έχουν αποκατασταθεί, και έχουν προχωρήσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα συνεργασίας, με νέους αγωγούς αερίου, τουρισμό, επενδύσεις, κοινές ειρηνευτικές αποστολές στη Συρία, μέσω της τριμερούς διαδικασίας στην Αστάνα με το Ιράν, διάλογος μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων, και πωλήσεις ρωσικών όπλων στην Τουρκία.
Η ταχύτητα με την οποία αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις, κυρίως η στρατηγική συνεργασία και η φιλοδοξία που τη διακρίνει, ειδικά στον τομέα της ασφάλειας, έχουν κτυπήσει καμπανάκια στη Δύση. Το ΝΑΤΟ την αντιμετωπίζει ως αμφισβήτηση της στρατηγικής ανατροπής της συμμαχίας έναντι στην αναδυόμενη και πάλι απειλή της Ρωσίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, παρά την ροπή του Ερντογάν σε απολυταρχική διακυβέρνηση, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η ΕΕ να φοβάται να κόψει κάθε πιθανότητα ένταξης της Τουρκίας, μήπως και την σπρώξει περισσότερο στην αγκαλιά της Μόσχας, αλλά και λόγω της απειλής του Ερντογάν να ανοίξει την κάνουλα των προσφύγων προς την Ευρώπη. Την ίδια στιγμή η προσέγγιση των δυο, έχει προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στην πολιτική ασφάλειας στον τομέα της ενέργειας, της Ευρώπης, στην προσπάθεια του ΝΑΤΟ να ενισχύσει την αντοχή, και την προσπάθεια της ΕΕ να περιβάλλει τον εαυτό της με σταθερούς γείτονες.
Παρ' όλα αυτά υπάρχουν ενδείξεις ότι η προσέγγιση δεν είναι τόσο αποφασιστική όσο δείχνει.
Το αίνιγμα της Συρίας…
Στις 20 του Γενάρη η Τουρκία πραγματοποίησε εισβολή στη Συρία, με επιχείρηση που την ονομάζει «Κλάδο Ελαίας», στόχος της οποίας είναι η εκκαθάριση των Κούρδων του YPG, από το Αφρίν και η διαμόρφωση μιας ζώνης ασφαλείας, 130 χιλιομέτρων πλάτους και 30 βάθους, με δεδομένο ότι η Άγκυρα τους θεωρεί τρομοκράτες, που έχουν σχέση με το PKK. Τούρκοι αξιωματούχοι ανέφεραν ότι η επιχείρηση είχε την έγκριση της Μόσχας. Και η πραγματικότητα είναι ότι εάν δεν υπήρχε, έστω, η ανοχή των Ρώσων, η επιχείρηση δεν θα ήταν δυνατή. Οι Ρώσοι απέσυραν τις δυνάμεις τους από το Αφρίν και εξασφάλισαν από το καθεστώς Άσαντ, ότι η τουρκική αεροπορία θα πετά χωρίς προβλήματα πάνω από τη Αφρίν.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που υπήρξε αυτή η συνεργασία. Η κοινή αντίθεση στην πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών για μια κουρδική δύναμη στα σύνορα, η οποία παγιοποιούσε την αμερικανική παρουσία στη Συρία. Και δεύτερον η Μόσχα δεν ήθελε σύγκρουση με την Τουρκία, την παραμονή της προγραμματισμένης για τις 30 Ιανουαρίου, διάσκεψης για τη Συρία στο Σότσι, της Ρωσίας, που θα ενίσχυε το προφίλ του Πούτιν, ως ειρηνοποιού στη Συρία. Στο τέλος, η επιχείρηση των τούρκων, τορπίλισε τη συνάντηση, έτσι και αλλιώς, κυρίως λόγω ενεργειών της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η όλη προσπάθεια να αποτελέσει ντροπή για τον Πούτιν.
Το κρίσιμο ερώτημα για τη Μόσχα τώρα είναι εάν θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την Τουρκία, που έχει ανακοινώσει ότι σκοπεύει την επέκταση της επιχείρησης στη Συρία, ή θα πρέπει να αρχίσει να αναβιώνει πάλι τις σχέσεις της με τους Κούρδους. Τον περασμένο Δεκέμβριο, μάλιστα, είχε συνάντηση με το YPG, για να εξεταστεί το ενδεχόμενο συνεργασίας στην καταπολέμηση του ISIS. Σε καμία περίπτωση η Μόσχα δεν επιθυμεί να ενισχύσει την σχέση των Κούρδων με τις ΗΠΑ. Υπάρχουν μάλιστα πληροφορίες, για χρήση ρωσικών όπλων από το YPG, εναντίον των τούρκων στην Αφρίν.
ΗΜόσχα και η Άγκυρα έχουν και διαφωνίες όσο αφορά τη διαχείριση της ζώνης αποκλιμάκωσης στην Ιντλίμπ. Η συμφωνία της Αστάνα, προβλέπει ευθύνη της Τουρκίας για τη ζώνη αλλα ρωσικές δυνάμεις και δυνάμεις του Άσαντ, διεξάγουν επιχειρήσεις, εναντίον εξτρεμιστικών ομάδων στην περιοχή. Σε κάποιες περιπτώσεις η Άγκυρα έχει πρόβλημα με ρωσικούς βομβαρδισμούς που πλήττουν ομάδες που υποστηρίζει.
Ενεργειακή Εξάρτηση…
Αν και η Τουρκία βασίζεται πολύ στη συνεργασία της Ρωσίας στη Συρία, στον τομέα της ενέργειας, η ισορροπία γέρνει προς την πλευρά της Άγκυρας. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην κατασκευή δυο τομέων του αγωγού Turkstream, που μπορούν να μεταφέρουν 15,75 δις κυβικά μέτρα αέριο. Ο πρώτος θα εξυπηρετήσει πελάτες της Τουρκίας μόνο, βγαίνοντας στη Μαύρη Θάλασσα, μέσω ενός τέρμιναλ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο δεύτερος προσβλέπει να μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω της Τουρκίας, της Ελλάδας ή της Βουλγαρίας.
Αν και ο αγωγός είναι στόχος νέων κυρώσεων από το Αμερικανικό Κογκρέσο, η κατασκευή του πρώτου τομέα προχωρά πιο γρήγορα από το σχεδιασμό. Ο δεύτερος βρίσκεται στα πρώτα στάδια και η Μόσχα επιμένει ότι για να συνεχιστεί θέλει δεσμεύσεις από την ΕΕ, ότι δεν θα υπάρξουν εμπόδια εξαγωγών αερίου στο μέλλον. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιτίθενται στο σχέδιο, διότι πιστεύουν ότι θα αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης στο ρωσικό αέριο.
Η Μόσχα δίνει μεγάλη αξία στον αγωγό διότι μειώνει την εξάρτηση στη μεταφορά αερίου μέσω της Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα η Τουρκία θα κερδίσει, στρατηγικά, περισσότερο από το σχέδιο. Πρώτον, θα τη βοηθήσει στις ενεργειακές ανάγκες της, μειώνοντας το έλλειμα, που συνδέεται με τις μεγάλες εισαγωγές ενέργειας. Δεύτερον, μαζί με τον Αγωγό ΤΑΝΑΡ, βοηθά το σχέδιο της να γίνει το βασικό hub για τις εισαγωγές της Ευρώπης.
Η Άγκυρα, επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τη γεωγραφική της θέση και τις αυξανόμενες υποδομές της για να γίνει μεγάλος εξαγωγέας ενέργειας. Κατασκευάζει τη μεγαλύτερη εγκατάσταση αποθήκευσης αερίου, δυο φορές μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη της Ευρώπης στην Αυστρία, καθώς και αγωγούς αερίου και πετρελαίου. Θέλει, επίσης, να κάνει κοινή εταιρία με τη Ρωσία, για τη μεταπώληση ρωσικού αερίου στην Ευρώπη, που θα της δίνει πολύ μεγαλύτερα κέρδη από αυτά της μεταφοράς. Αυτό θα μειώσει τα κέρδη της Μόσχας από τις εξαγωγές αερίου και θα γύρει την ισορροπία υπέρ της Άγκυρας.
Οι Ρώσοι, κατασκευάζουν τον πρώτο πυρηνικό σταθμό της Τουρκίας, στο Ακουγιού. Η κατασκευαστική εταιρία είναι η ρωσική Rosatom, και ο σταθμός θα έχει 4 μονάδες που η καθεμία θα παράγει 1200 MW. Όταν ο σταθμός τεθεί σε λειτουργία, η Τουρκία θα αγοράζει ηλεκτρισμό από τη Ρωσία, που δίνει ακόμα ένα πλεονέκτημα στην Τουρκία γιατί η Μόσχα θα χρειάζεται τη διαρκή συνεργασία της Άγκυρας, για να αποσβέσει την επένδυση στο σχέδιο.
Αν και η ενεργειακή αλληλεξάρτηση μεταξύ των δυο αναμένεται να ενισχυθεί, δεν συμβαίνει το ίδιο στον οικονομικό τομέα, όπου υπάρχουν προβλήματα. Κυρίως στον τομέα των διευθετήσεων για την επανεξαγωγή αερίου και τους όρους για τη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού.
Η πιθανή αύξηση της εξάρτησης της Ευρώπης από την Τουρκία, ως το βασικό hub εισαγωγής αερίου, δίνει μεγάλη δύναμη στην Άγκυρα έναντι των Βρυξελλών, και όπως απέδειξε η μεταναστευτική κρίση, η Τουρκία είναι έτοιμη να την χρησιμοποιήσει για να προωθήσει τα συμφέροντά της.
Σχέσεις Ενόπλων Δυνάμεων…
Η συνεργασία των δυο χωρών, στον τομέα των ενόπλων δυνάμεων, εξελίσσονται σε σημαντικό παράγοντα, των διμερών σχέσεων. Η συμφωνία, ύψους 2 δις δολ., για την πώληση από τη Ρωσία δυο αμυντικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400, στην Τουρκία, και μάλιστα με συγχρηματοδότηση από τη Μόσχα, είναι πολύ σημαντική εξέλιξη. Οι Ρώσοι επέτρεψαν να μονταριστούν τα συστήματα στην Τουρκία. Δεν θα υπάρξει μεταφορά τεχνολογίας ή κοινή παραγωγή, αλλά ειδικοί από τη Ρωσία θα μεταβούν εκεί για να βοηθήσουν στην συναρμολόγηση και τη λειτουργία των συστημάτων.
Η συμφωνία αυτή έχει προκαλέσει μεγάλη φασαρία στο ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι το ΝΑΤΟ απέτυχε να την προστατέψει από επιθέσεις πυραύλων, από τη Συρία, και ότι η αγορά αυτή θα την βοηθήσει να πετύχει την φιλοδοξία της να γίνει μεγάλος παραγωγός όπλων. Η Τουρκία ήδη έχει κατασκευάσει κάποια drones, και ετοιμάζεται να ξεκινήσει πρόγραμμα παραγωγής μαχητικών αεροσκαφών. Η Ρωσία με τη συμφωνία έχει διπλό στόχο. Πρώτον, τη διεύρυνση της αγοράς σε εξαγωγές οπλικών συστημάτων σε χώρες που παραδοσιακά, αγόραζαν από τη Δύση. Και δεύτερον, να δημιουργήσει ρήγματα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά θα είναι λάθος να μιλήσει κανείς, για στρατιωτική συμμαχία, της Τουρκίας με τη Ρωσία. Η Τουρκία παραμένει στενά συνδεδεμένη στο ΝΑΤΟ. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει, ότι ο Ερντογάν δεν θα το χρησιμοποιήσει για να αποκομίσει μεγάλα κέρδη και παραχωρήσεις από τη Δύση.
Ταυτόχρονα, υπάρχει μεγάλη δυσπιστία μεταξύ των δυο. Ο διάλογος Ρώσων και Τούρκων, στρατιωτικά και σε επίπεδο πληροφοριών είναι περιορισμένος. Οι δυνάμεις των δυο χωρών έχουν βρεθεί ουκ ολίγες φορές σε αντίπαλα στρατόπεδα στη Συρία. Στην πραγματικότητα οι Ρώσοι ακόμη δεν έχουν ξεχάσει την κατάρριψη από τους Τούρκους του ρωσικού μαχητικού. Έχουν διαφορετική θέση στη διαμάχη για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η Άγκυρα υποστηρίζει τη διεκδίκηση του Αζερμπαϊτζάν, και δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με την Αρμενία. Η Ρωσία, την ίδια στιγμή, έχει στενές στρατιωτικές σχέσεις με την Αρμενία, έχει στρατιωτικές βάσεις εκεί, και συνεργάζεται μαζί της για την ασφάλεια των συνόρων της με την Τουρκία. Κάτω από την ομπρέλα του Οργανισμού Συνολικής Συμφωνίας Ασφάλειας, η Μόσχα παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας στην Αρμενία, που βασικά έχουν στόχο την αποτροπή έναντι της Τουρκίας.
Πρόβλεψη για το μέλλον…
Η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία, ωθείται από δυο πολύ ισχυρούς ηγέτες που βασικό τους χαρακτηριστικό είναι, το ότι είναι απρόβλεπτοι. Αυτό από μόνο του θέτει υπό αμφισβήτηση την μακροημέρευση της προσέγγισης. Περαιτέρω, η Ρωσία και η Τουρκία, και οι δυο, έχουν μεγάλη ένταση στις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Λόγω του θέματος Γκιουλέν και των Κούρδων στη Συρία, Ουάσιγκτον και Άγκυρα, βρίσκονται σε ένταση (αν και μετά την επίσκεψη Τίλερσον αρχίζει να φαίνεται κάποιο φως). Η σχέση της Μόσχας με την Ουάσιγκτον είναι στο χειρότερο σημείο τους από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Οποιαδήποτε βελτίωση στις σχέσεις ενός από τους δυο με τις ΗΠΑ, θα επηρεάσει σημαντικά τους σχεδιασμούς του Ερντογάν και του Πούτιν αναφορικά με την προσέγγιση. Και οι δυο παρουσιάζουν τη συνεργασία τους ως ένδειξη μιας πολυμερούς περιφερειακής τάξης που αναδύεται στις άκρες της Ευρώπης. Παρόλα αυτά οι διμερείς σχέσεις τους, βρίσκονται πολύ μακριά από μια στρατηγική συνεργασία ή ακόμη πιο πολύ από μια γεωπολιτική συμμαχία. Καθορίζονται πιο πολύ από εντάσεις, διαφωνίες, και αβεβαιότητες, παρά από κοινά εθνικά συμφέροντα. Οπότε το πλέον πιθανό είναι τα πράγματα να επιστρέψουν στην πρότερη κατάσταση.
Βέβαια όπως φαίνεται από όλα αυτά που αναφέρονται παραπάνω, η Τουρκία στην πορεία θα κερδίσει πάρα πολλά και από τη Μόσχα και από τη Δύση.
Με βάση αυτό το συμπέρασμα. Για ποιους κτυπάει η καμπάνα και αγρό αγοράζουν; Αθήνα και Λευκωσία ακούνε;
* Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University και Μέλος του The International Institute of Strategic Studies.
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Για αιώνες, οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας χαρακτηρίζονταν από ένα γεωπολιτικό ανταγωνισμό, καχυποψία και σύγκρουση. Πρόσφατα, έχουν περάσει από μια συνολική κόντρα σε μια ευρείας κλίμακας συνεργασία.
Στην ουσία, παρόλα αυτά, η σχέση παραμένει ασταθής, και είναι αβέβαιο ότι ο σημερινός μήνας του μέλιτος, θα συνεχιστεί.
Με αφορμή λοιπόν, τις αναθεωρητικές και επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο, αλλά και την εισβολή στη Συρία, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να ρίξουμε μια εις βάθος ματιά:
Ανώμαλη Πορεία…
Η πρόσφατη ιστορία μεταξύ των δύο χωρών, είναι κάθε άλλο παρά προβλέψιμη. Αφού βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα στην Αραβική Άνοιξη, το 2013-14 δημιούργησαν μια στενή σχέση βασισμένη, βασικά, στην απέχθεια έναντι της κριτικής της Δύσης απέναντι στις απολυταρχικές κυβερνήσεις τους. Αν και η Άγκυρα δεν κατάπιε καλά την προσάρτηση της Κριμαίας, από τη Μόσχα, αρνήθηκε να υποστηρίξει οποιεσδήποτε κυρώσεις της Δύσης, εναντίον της. Την ίδια στιγμή η επέμβαση της Ρωσίας στη Συρια, για να ενισχύσει το καθεστώς Άσαντ, προκάλεσε την οργή του Ταγίπ Ερντογάν, που στηρίζει ανοικτά την ανατροπή του Άσαντ. Οι τούρκοι κατέρριψαν το ρωσικό μαχητικό πάνω από τη βόρεια Συρία το Νοέμβριο του 2015, λόγω υποτιθέμενης παραβίασης του τουρκικού εναέριου χώρου. Η Ρωσία απάντησε επιβάλλοντας μια ευρεία κλίμακα οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας και περίπου 4,5 εκ. Ρώσοι ακύρωσαν τις διακοπές τους εκεί.
Η μεγάλη ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών, έφερε στα πρόθυρα την εμπλοκή του ΝΑΤΟ, του οποίου η Τουρκία, είναι μέλος. Μετά ήρθε η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, και ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ήταν από τους πρώτους ηγέτες που εξέφρασε υποστήριξη προς τον Ερντογάν κατά τη διάρκεια της απόπειρας και μετά. Ο Ερντογάν από την πλευρά του, έστειλε επιστολή συγγνώμης στον Πούτιν για την κατάρριψη του αεροσκάφους. Από εκείνη τη στιγμή οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών έχουν αποκατασταθεί, και έχουν προχωρήσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα συνεργασίας, με νέους αγωγούς αερίου, τουρισμό, επενδύσεις, κοινές ειρηνευτικές αποστολές στη Συρία, μέσω της τριμερούς διαδικασίας στην Αστάνα με το Ιράν, διάλογος μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων, και πωλήσεις ρωσικών όπλων στην Τουρκία.
Η ταχύτητα με την οποία αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις, κυρίως η στρατηγική συνεργασία και η φιλοδοξία που τη διακρίνει, ειδικά στον τομέα της ασφάλειας, έχουν κτυπήσει καμπανάκια στη Δύση. Το ΝΑΤΟ την αντιμετωπίζει ως αμφισβήτηση της στρατηγικής ανατροπής της συμμαχίας έναντι στην αναδυόμενη και πάλι απειλή της Ρωσίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, παρά την ροπή του Ερντογάν σε απολυταρχική διακυβέρνηση, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η ΕΕ να φοβάται να κόψει κάθε πιθανότητα ένταξης της Τουρκίας, μήπως και την σπρώξει περισσότερο στην αγκαλιά της Μόσχας, αλλά και λόγω της απειλής του Ερντογάν να ανοίξει την κάνουλα των προσφύγων προς την Ευρώπη. Την ίδια στιγμή η προσέγγιση των δυο, έχει προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στην πολιτική ασφάλειας στον τομέα της ενέργειας, της Ευρώπης, στην προσπάθεια του ΝΑΤΟ να ενισχύσει την αντοχή, και την προσπάθεια της ΕΕ να περιβάλλει τον εαυτό της με σταθερούς γείτονες.
Παρ' όλα αυτά υπάρχουν ενδείξεις ότι η προσέγγιση δεν είναι τόσο αποφασιστική όσο δείχνει.
Το αίνιγμα της Συρίας…
Στις 20 του Γενάρη η Τουρκία πραγματοποίησε εισβολή στη Συρία, με επιχείρηση που την ονομάζει «Κλάδο Ελαίας», στόχος της οποίας είναι η εκκαθάριση των Κούρδων του YPG, από το Αφρίν και η διαμόρφωση μιας ζώνης ασφαλείας, 130 χιλιομέτρων πλάτους και 30 βάθους, με δεδομένο ότι η Άγκυρα τους θεωρεί τρομοκράτες, που έχουν σχέση με το PKK. Τούρκοι αξιωματούχοι ανέφεραν ότι η επιχείρηση είχε την έγκριση της Μόσχας. Και η πραγματικότητα είναι ότι εάν δεν υπήρχε, έστω, η ανοχή των Ρώσων, η επιχείρηση δεν θα ήταν δυνατή. Οι Ρώσοι απέσυραν τις δυνάμεις τους από το Αφρίν και εξασφάλισαν από το καθεστώς Άσαντ, ότι η τουρκική αεροπορία θα πετά χωρίς προβλήματα πάνω από τη Αφρίν.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που υπήρξε αυτή η συνεργασία. Η κοινή αντίθεση στην πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών για μια κουρδική δύναμη στα σύνορα, η οποία παγιοποιούσε την αμερικανική παρουσία στη Συρία. Και δεύτερον η Μόσχα δεν ήθελε σύγκρουση με την Τουρκία, την παραμονή της προγραμματισμένης για τις 30 Ιανουαρίου, διάσκεψης για τη Συρία στο Σότσι, της Ρωσίας, που θα ενίσχυε το προφίλ του Πούτιν, ως ειρηνοποιού στη Συρία. Στο τέλος, η επιχείρηση των τούρκων, τορπίλισε τη συνάντηση, έτσι και αλλιώς, κυρίως λόγω ενεργειών της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η όλη προσπάθεια να αποτελέσει ντροπή για τον Πούτιν.
Το κρίσιμο ερώτημα για τη Μόσχα τώρα είναι εάν θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την Τουρκία, που έχει ανακοινώσει ότι σκοπεύει την επέκταση της επιχείρησης στη Συρία, ή θα πρέπει να αρχίσει να αναβιώνει πάλι τις σχέσεις της με τους Κούρδους. Τον περασμένο Δεκέμβριο, μάλιστα, είχε συνάντηση με το YPG, για να εξεταστεί το ενδεχόμενο συνεργασίας στην καταπολέμηση του ISIS. Σε καμία περίπτωση η Μόσχα δεν επιθυμεί να ενισχύσει την σχέση των Κούρδων με τις ΗΠΑ. Υπάρχουν μάλιστα πληροφορίες, για χρήση ρωσικών όπλων από το YPG, εναντίον των τούρκων στην Αφρίν.
ΗΜόσχα και η Άγκυρα έχουν και διαφωνίες όσο αφορά τη διαχείριση της ζώνης αποκλιμάκωσης στην Ιντλίμπ. Η συμφωνία της Αστάνα, προβλέπει ευθύνη της Τουρκίας για τη ζώνη αλλα ρωσικές δυνάμεις και δυνάμεις του Άσαντ, διεξάγουν επιχειρήσεις, εναντίον εξτρεμιστικών ομάδων στην περιοχή. Σε κάποιες περιπτώσεις η Άγκυρα έχει πρόβλημα με ρωσικούς βομβαρδισμούς που πλήττουν ομάδες που υποστηρίζει.
Ενεργειακή Εξάρτηση…
Αν και η Τουρκία βασίζεται πολύ στη συνεργασία της Ρωσίας στη Συρία, στον τομέα της ενέργειας, η ισορροπία γέρνει προς την πλευρά της Άγκυρας. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην κατασκευή δυο τομέων του αγωγού Turkstream, που μπορούν να μεταφέρουν 15,75 δις κυβικά μέτρα αέριο. Ο πρώτος θα εξυπηρετήσει πελάτες της Τουρκίας μόνο, βγαίνοντας στη Μαύρη Θάλασσα, μέσω ενός τέρμιναλ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο δεύτερος προσβλέπει να μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω της Τουρκίας, της Ελλάδας ή της Βουλγαρίας.
Αν και ο αγωγός είναι στόχος νέων κυρώσεων από το Αμερικανικό Κογκρέσο, η κατασκευή του πρώτου τομέα προχωρά πιο γρήγορα από το σχεδιασμό. Ο δεύτερος βρίσκεται στα πρώτα στάδια και η Μόσχα επιμένει ότι για να συνεχιστεί θέλει δεσμεύσεις από την ΕΕ, ότι δεν θα υπάρξουν εμπόδια εξαγωγών αερίου στο μέλλον. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιτίθενται στο σχέδιο, διότι πιστεύουν ότι θα αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης στο ρωσικό αέριο.
Η Μόσχα δίνει μεγάλη αξία στον αγωγό διότι μειώνει την εξάρτηση στη μεταφορά αερίου μέσω της Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα η Τουρκία θα κερδίσει, στρατηγικά, περισσότερο από το σχέδιο. Πρώτον, θα τη βοηθήσει στις ενεργειακές ανάγκες της, μειώνοντας το έλλειμα, που συνδέεται με τις μεγάλες εισαγωγές ενέργειας. Δεύτερον, μαζί με τον Αγωγό ΤΑΝΑΡ, βοηθά το σχέδιο της να γίνει το βασικό hub για τις εισαγωγές της Ευρώπης.
Η Άγκυρα, επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τη γεωγραφική της θέση και τις αυξανόμενες υποδομές της για να γίνει μεγάλος εξαγωγέας ενέργειας. Κατασκευάζει τη μεγαλύτερη εγκατάσταση αποθήκευσης αερίου, δυο φορές μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη της Ευρώπης στην Αυστρία, καθώς και αγωγούς αερίου και πετρελαίου. Θέλει, επίσης, να κάνει κοινή εταιρία με τη Ρωσία, για τη μεταπώληση ρωσικού αερίου στην Ευρώπη, που θα της δίνει πολύ μεγαλύτερα κέρδη από αυτά της μεταφοράς. Αυτό θα μειώσει τα κέρδη της Μόσχας από τις εξαγωγές αερίου και θα γύρει την ισορροπία υπέρ της Άγκυρας.
Οι Ρώσοι, κατασκευάζουν τον πρώτο πυρηνικό σταθμό της Τουρκίας, στο Ακουγιού. Η κατασκευαστική εταιρία είναι η ρωσική Rosatom, και ο σταθμός θα έχει 4 μονάδες που η καθεμία θα παράγει 1200 MW. Όταν ο σταθμός τεθεί σε λειτουργία, η Τουρκία θα αγοράζει ηλεκτρισμό από τη Ρωσία, που δίνει ακόμα ένα πλεονέκτημα στην Τουρκία γιατί η Μόσχα θα χρειάζεται τη διαρκή συνεργασία της Άγκυρας, για να αποσβέσει την επένδυση στο σχέδιο.
Αν και η ενεργειακή αλληλεξάρτηση μεταξύ των δυο αναμένεται να ενισχυθεί, δεν συμβαίνει το ίδιο στον οικονομικό τομέα, όπου υπάρχουν προβλήματα. Κυρίως στον τομέα των διευθετήσεων για την επανεξαγωγή αερίου και τους όρους για τη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού.
Η πιθανή αύξηση της εξάρτησης της Ευρώπης από την Τουρκία, ως το βασικό hub εισαγωγής αερίου, δίνει μεγάλη δύναμη στην Άγκυρα έναντι των Βρυξελλών, και όπως απέδειξε η μεταναστευτική κρίση, η Τουρκία είναι έτοιμη να την χρησιμοποιήσει για να προωθήσει τα συμφέροντά της.
Σχέσεις Ενόπλων Δυνάμεων…
Η συνεργασία των δυο χωρών, στον τομέα των ενόπλων δυνάμεων, εξελίσσονται σε σημαντικό παράγοντα, των διμερών σχέσεων. Η συμφωνία, ύψους 2 δις δολ., για την πώληση από τη Ρωσία δυο αμυντικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400, στην Τουρκία, και μάλιστα με συγχρηματοδότηση από τη Μόσχα, είναι πολύ σημαντική εξέλιξη. Οι Ρώσοι επέτρεψαν να μονταριστούν τα συστήματα στην Τουρκία. Δεν θα υπάρξει μεταφορά τεχνολογίας ή κοινή παραγωγή, αλλά ειδικοί από τη Ρωσία θα μεταβούν εκεί για να βοηθήσουν στην συναρμολόγηση και τη λειτουργία των συστημάτων.
Η συμφωνία αυτή έχει προκαλέσει μεγάλη φασαρία στο ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα υποστηρίζει ότι το ΝΑΤΟ απέτυχε να την προστατέψει από επιθέσεις πυραύλων, από τη Συρία, και ότι η αγορά αυτή θα την βοηθήσει να πετύχει την φιλοδοξία της να γίνει μεγάλος παραγωγός όπλων. Η Τουρκία ήδη έχει κατασκευάσει κάποια drones, και ετοιμάζεται να ξεκινήσει πρόγραμμα παραγωγής μαχητικών αεροσκαφών. Η Ρωσία με τη συμφωνία έχει διπλό στόχο. Πρώτον, τη διεύρυνση της αγοράς σε εξαγωγές οπλικών συστημάτων σε χώρες που παραδοσιακά, αγόραζαν από τη Δύση. Και δεύτερον, να δημιουργήσει ρήγματα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά θα είναι λάθος να μιλήσει κανείς, για στρατιωτική συμμαχία, της Τουρκίας με τη Ρωσία. Η Τουρκία παραμένει στενά συνδεδεμένη στο ΝΑΤΟ. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει, ότι ο Ερντογάν δεν θα το χρησιμοποιήσει για να αποκομίσει μεγάλα κέρδη και παραχωρήσεις από τη Δύση.
Ταυτόχρονα, υπάρχει μεγάλη δυσπιστία μεταξύ των δυο. Ο διάλογος Ρώσων και Τούρκων, στρατιωτικά και σε επίπεδο πληροφοριών είναι περιορισμένος. Οι δυνάμεις των δυο χωρών έχουν βρεθεί ουκ ολίγες φορές σε αντίπαλα στρατόπεδα στη Συρία. Στην πραγματικότητα οι Ρώσοι ακόμη δεν έχουν ξεχάσει την κατάρριψη από τους Τούρκους του ρωσικού μαχητικού. Έχουν διαφορετική θέση στη διαμάχη για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η Άγκυρα υποστηρίζει τη διεκδίκηση του Αζερμπαϊτζάν, και δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με την Αρμενία. Η Ρωσία, την ίδια στιγμή, έχει στενές στρατιωτικές σχέσεις με την Αρμενία, έχει στρατιωτικές βάσεις εκεί, και συνεργάζεται μαζί της για την ασφάλεια των συνόρων της με την Τουρκία. Κάτω από την ομπρέλα του Οργανισμού Συνολικής Συμφωνίας Ασφάλειας, η Μόσχα παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας στην Αρμενία, που βασικά έχουν στόχο την αποτροπή έναντι της Τουρκίας.
Πρόβλεψη για το μέλλον…
Η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία, ωθείται από δυο πολύ ισχυρούς ηγέτες που βασικό τους χαρακτηριστικό είναι, το ότι είναι απρόβλεπτοι. Αυτό από μόνο του θέτει υπό αμφισβήτηση την μακροημέρευση της προσέγγισης. Περαιτέρω, η Ρωσία και η Τουρκία, και οι δυο, έχουν μεγάλη ένταση στις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Λόγω του θέματος Γκιουλέν και των Κούρδων στη Συρία, Ουάσιγκτον και Άγκυρα, βρίσκονται σε ένταση (αν και μετά την επίσκεψη Τίλερσον αρχίζει να φαίνεται κάποιο φως). Η σχέση της Μόσχας με την Ουάσιγκτον είναι στο χειρότερο σημείο τους από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Οποιαδήποτε βελτίωση στις σχέσεις ενός από τους δυο με τις ΗΠΑ, θα επηρεάσει σημαντικά τους σχεδιασμούς του Ερντογάν και του Πούτιν αναφορικά με την προσέγγιση. Και οι δυο παρουσιάζουν τη συνεργασία τους ως ένδειξη μιας πολυμερούς περιφερειακής τάξης που αναδύεται στις άκρες της Ευρώπης. Παρόλα αυτά οι διμερείς σχέσεις τους, βρίσκονται πολύ μακριά από μια στρατηγική συνεργασία ή ακόμη πιο πολύ από μια γεωπολιτική συμμαχία. Καθορίζονται πιο πολύ από εντάσεις, διαφωνίες, και αβεβαιότητες, παρά από κοινά εθνικά συμφέροντα. Οπότε το πλέον πιθανό είναι τα πράγματα να επιστρέψουν στην πρότερη κατάσταση.
Βέβαια όπως φαίνεται από όλα αυτά που αναφέρονται παραπάνω, η Τουρκία στην πορεία θα κερδίσει πάρα πολλά και από τη Μόσχα και από τη Δύση.
Με βάση αυτό το συμπέρασμα. Για ποιους κτυπάει η καμπάνα και αγρό αγοράζουν; Αθήνα και Λευκωσία ακούνε;
* Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University και Μέλος του The International Institute of Strategic Studies.
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια