Γράφει ο Απόστολος Διαμαντής,
Συγγραφέας
Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα έμοιαζε με επίσκεψη ηγέτη σε πρώην αποικία, που μόλις έχει ανεξαρτητοποιηθεί. Πέρα από τις λεπτομέρειες, το κορυφαίο συμβάν αυτής της ατυχούς έμπνευσης του ελληνικού ΥΠΕΞ να φέρει τον Ερντογάν στην Ελλάδα,
ήταν ο ιταμός και απροκάλυπτος τρόπος με τον οποίο ο τούρκος πρωθυπουργός έθεσε τα θέματα, όλα σχεδόν τα θέματα, όλες τις απαιτήσεις της Τουρκίας. Σπανίως στη διπλωματική ιστορία βρίσκουμε παρόμοιες προκλητικές δηλώσεις προσκληθέντα ηγέτη εναντίον της χώρας που τον φιλοξενεί, με εξαίρεση κάποιους προέδρους των ΗΠΑ, οι οποίοι, ούτως ή άλλως, σπανίως μασάνε τα λόγια τους και φυσικά ηγεμονεύουν παγκοσμίως.
Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν η απολογητική στάση της ελληνικής πλευράς και φυσικά η μετατροπή των παράνομων τουρκικών απαιτήσεων, σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο, σε ζητήματα προς διευθέτηση. Όλα αυτά είναι οφθαλμοφανή διεθνώς και ταυτόχρονα δημιουργούν θλίψη για την κατάντια του ελληνικού πολιτικού προσωπικού συνολικά. Από τη δεξιά, ως την αριστερά.
Πρώτον η επιπολαιότητα με την οποία χειρίστηκε το ζήτημα η κυβέρνηση είναι ασυγχώρητη. Η ίδια η πρόσκληση ήταν εντελώς άκαιρη και χωρίς κανένα προβλεπτό όφελος για την ελληνική πλευρά. Τη στιγμή που ο Ερντογάν βρίσκεται κολλημένος στον τοίχο εξαιτίας του κουρδικού και της στρατηγικής του σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα τί ακριβώς ρόλο παίζει; Ποιον είναι ο λόγος που η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει σωσίβιο και άλλοθι στον Ερντογάν; Εάν είχε κάποιο σχέδιο, αν περίμενε κάποιο αντάλλαγμα, αυτό δεν διαπιστώθηκε. Αντιθέτως. Το πιθανότερο επομένως είναι πως η πρόσκληση έγινε επιπόλαια, χωρίς σχέδιο, ως σώου ηγετών.
Δεύτερον, η προσπάθεια του Τσίπρα να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις της συνάντησης Παυλόπουλου- Ερντογάν ήταν χλωμή, στα διπλωματικά κλισέ της ειρηνικής συνύπαρξης και της νομιμότητας. Μα όταν πριν μερικά λεπτά ο Ερντογάν έχει τοποθετήσει με τόση σαφήνεια τις απαιτήσεις του σε όλο τους το εύρος, απαιτείται απάντηση σαφής και αυστηρή, πολύ αυστηρότερη των χλιαρών δηλώσεων Τσίπρα.
Τρίτον, ο Μητσοτάκης το μόνο που βρήκε να πει απέναντι στις απαιτήσεις Ερντογάν είναι να μην είμαστε λαϊκιστές και εθνικιστές. Δηλαδή; Την ώρα που θίγονται ζωτικής σημασίας εθνικά συμφέροντα και απειλούνται εθνικά εδάφη από την τουρκική επιθετικότητα, εμείς παρακαλάμε τον Ερντογάν να αλλάξει πολιτικές ιδέες; Και ταυτόχρονα αφήνουμε να εννοηθεί πως τον προκαλούμε και με τον εθνικισμό μας;. Λάθος.
Και πάμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο κ. Παυλόπουλος, θα έπρεπε να γνωρίζει ποιον έχει απέναντί του και να μην πει απολύτως τίποτα, παρά μόνον τα τυπικά. Καλώς ήρθατε, ελπίζουμε σε μια καλή συνεργασία κλπ. Τί τα ήθελε τα άλλα; Είναι δυνατόν να σκέφτηκε πως θα μπορούσε να κερδίσει κάτι η ελληνική πλευρά από την παρέμβασή του;
Δυστυχώς, το συμπέρασμα αυτής της επίσκεψης είναι μάλλον θλιβερό. Η Ελλάδα έχει σοβαρό πρόβλημα πολιτικής τάξης, καθώς το πολιτικό της προσωπικό, συνολικά, είναι χαμηλού βεληνεκούς, ενώ και η ίδια η χώρα φαίνεται να μην έχει δυνάμεις εθνικές, να μην έχει δηλαδή εθνικούς στόχους και να περιορίζεται σε μια μίζερη διαχείριση του δημοσίου ταμείου και όλα τα υπόλοιπα, τα πιο σοβαρά, να αφήνονται στην τύχη τους.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Συγγραφέας
Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα έμοιαζε με επίσκεψη ηγέτη σε πρώην αποικία, που μόλις έχει ανεξαρτητοποιηθεί. Πέρα από τις λεπτομέρειες, το κορυφαίο συμβάν αυτής της ατυχούς έμπνευσης του ελληνικού ΥΠΕΞ να φέρει τον Ερντογάν στην Ελλάδα,
ήταν ο ιταμός και απροκάλυπτος τρόπος με τον οποίο ο τούρκος πρωθυπουργός έθεσε τα θέματα, όλα σχεδόν τα θέματα, όλες τις απαιτήσεις της Τουρκίας. Σπανίως στη διπλωματική ιστορία βρίσκουμε παρόμοιες προκλητικές δηλώσεις προσκληθέντα ηγέτη εναντίον της χώρας που τον φιλοξενεί, με εξαίρεση κάποιους προέδρους των ΗΠΑ, οι οποίοι, ούτως ή άλλως, σπανίως μασάνε τα λόγια τους και φυσικά ηγεμονεύουν παγκοσμίως.
Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν η απολογητική στάση της ελληνικής πλευράς και φυσικά η μετατροπή των παράνομων τουρκικών απαιτήσεων, σε Αιγαίο, Θράκη και Κύπρο, σε ζητήματα προς διευθέτηση. Όλα αυτά είναι οφθαλμοφανή διεθνώς και ταυτόχρονα δημιουργούν θλίψη για την κατάντια του ελληνικού πολιτικού προσωπικού συνολικά. Από τη δεξιά, ως την αριστερά.
Πρώτον η επιπολαιότητα με την οποία χειρίστηκε το ζήτημα η κυβέρνηση είναι ασυγχώρητη. Η ίδια η πρόσκληση ήταν εντελώς άκαιρη και χωρίς κανένα προβλεπτό όφελος για την ελληνική πλευρά. Τη στιγμή που ο Ερντογάν βρίσκεται κολλημένος στον τοίχο εξαιτίας του κουρδικού και της στρατηγικής του σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα τί ακριβώς ρόλο παίζει; Ποιον είναι ο λόγος που η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει σωσίβιο και άλλοθι στον Ερντογάν; Εάν είχε κάποιο σχέδιο, αν περίμενε κάποιο αντάλλαγμα, αυτό δεν διαπιστώθηκε. Αντιθέτως. Το πιθανότερο επομένως είναι πως η πρόσκληση έγινε επιπόλαια, χωρίς σχέδιο, ως σώου ηγετών.
Δεύτερον, η προσπάθεια του Τσίπρα να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις της συνάντησης Παυλόπουλου- Ερντογάν ήταν χλωμή, στα διπλωματικά κλισέ της ειρηνικής συνύπαρξης και της νομιμότητας. Μα όταν πριν μερικά λεπτά ο Ερντογάν έχει τοποθετήσει με τόση σαφήνεια τις απαιτήσεις του σε όλο τους το εύρος, απαιτείται απάντηση σαφής και αυστηρή, πολύ αυστηρότερη των χλιαρών δηλώσεων Τσίπρα.
Τρίτον, ο Μητσοτάκης το μόνο που βρήκε να πει απέναντι στις απαιτήσεις Ερντογάν είναι να μην είμαστε λαϊκιστές και εθνικιστές. Δηλαδή; Την ώρα που θίγονται ζωτικής σημασίας εθνικά συμφέροντα και απειλούνται εθνικά εδάφη από την τουρκική επιθετικότητα, εμείς παρακαλάμε τον Ερντογάν να αλλάξει πολιτικές ιδέες; Και ταυτόχρονα αφήνουμε να εννοηθεί πως τον προκαλούμε και με τον εθνικισμό μας;. Λάθος.
Και πάμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο κ. Παυλόπουλος, θα έπρεπε να γνωρίζει ποιον έχει απέναντί του και να μην πει απολύτως τίποτα, παρά μόνον τα τυπικά. Καλώς ήρθατε, ελπίζουμε σε μια καλή συνεργασία κλπ. Τί τα ήθελε τα άλλα; Είναι δυνατόν να σκέφτηκε πως θα μπορούσε να κερδίσει κάτι η ελληνική πλευρά από την παρέμβασή του;
Δυστυχώς, το συμπέρασμα αυτής της επίσκεψης είναι μάλλον θλιβερό. Η Ελλάδα έχει σοβαρό πρόβλημα πολιτικής τάξης, καθώς το πολιτικό της προσωπικό, συνολικά, είναι χαμηλού βεληνεκούς, ενώ και η ίδια η χώρα φαίνεται να μην έχει δυνάμεις εθνικές, να μην έχει δηλαδή εθνικούς στόχους και να περιορίζεται σε μια μίζερη διαχείριση του δημοσίου ταμείου και όλα τα υπόλοιπα, τα πιο σοβαρά, να αφήνονται στην τύχη τους.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια