Γράφει ο Τάσος Νικολόπουλος
Το κείμενο που ακολουθεί δεν περιέχει ούτε αγωνιστικές αναλύσεις, ούτε κριτική για πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Αφορά στις Κυριακές μιας άλλης εποχής…
Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Κώστα Μότση, η αλήθεια είναι ότι με «έπιασε ένας κόμπος». Ένα σφίξιμο, ρε αδερφέ, γιατί ένας άνθρωπος «έφυγε» από τη ζωή. Ταυτόχρονα, ένοιωσα και μια νοσταλγία. Γιατί μολονότι δεν έτυχε να τον γνωρίσω ως συνάδελφο, εντούτοις τον ένοιωθα ως δικό μου άνθρωπο όταν ήμουν παιδί. Έναν άνθρωπο, με τη φωνή του οποίου μεγάλωσε η δική μου (40+) γενιά και όχι μόνο…
Ο Κώστας Μότσης υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές και ο ιδρυτής της ΕΡΑ ΣΠΟΡ. Ήταν ο άνθρωπος, που μαζί με τον Ηρακλή Κοτζιά (όταν ανέλαβε ο Σήφης Βοτζάκης οι εποχές είχαν αλλάξει) έδωσαν άλλη διάσταση στα κυριακάτικα μεσημέρια με την εκπομπή «Μικρόφωνο στα γήπεδα». Ήταν τα δικά μας… μάτια στα γήπεδα όλης της χώρας, αφού το 1983 που πρωτομπήκε η εκπομπή στα σπίτια της φίλαθλης Ελλάδας, η τηλεόραση ακόμη… μπουσουλούσε. Δεν μιλάμε καν για ιδιωτική, πόσω μάλλον συνδρομητική τηλεόραση.
Τότε, λοιπόν, μετά το πατροπαράδοτο οικογενειακό τραπέζι, ακολουθούσε η μπάλα. Οι «φίλες και φίλοι του ποδοσφαίρου» τρέχαμε στο ραδιόφωνο, που συνήθως βρισκόταν στο σαλόνι του σπιτιού, για την αγαπημένη μας συνήθεια, η οποία έφτανε στα όρια της ιεροτελεστίας. Άλλωστε, δεν υπήρχε άλλη επιλογή εκείνη την εποχή. Με την χαρακτηριστική μουσική, που ήταν σήμα της εκπομπής και η οποία ακόμη και σήμερα προκαλεί ανατριχίλα, άρχιζε η αθλητική Κυριακή του μεσημεριού. Και μέχρι να ακουστούν τα τελευταία αποτελέσματα, δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον μικρόκοσμό μας.
Βέβαια, ακόμη κι όταν υπήρχε η δυνατότητα να βρεθούμε στο γήπεδο, το τρανζιστοράκι, ήταν απαραίτητο αξεσουάρ. Στην τσέπη υπήρχε και ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ, που επίσης ήταν σήμα κατατεθέν εκείνης της εποχής. Και όταν ακουγόταν το χαρακτηριστικό «γκοοολ», η αγωνία έφτανε στο κατακόρυφο. Που θα μας… πήγαινε ο Κώστας Μότσης; Γιατί ακολουθούσε η σύνδεση, είτε με το γήπεδο, όπου έπαιζε η αγαπημένη μας ομάδα, είτε με κάποιο άλλο, από το οποίο ελπίζαμε να ακούσουμε κάτι ευχάριστο για το δελτίο μας. Πάντα υπήρχε η ελπίδα για το 13άρι, που θα μας έκανε πλούσιους ή στη χειρότερη για το 11άρι, μπας και βγάλουμε το χαρτζιλίκι της εβδομάδας.
Τότε, οι Κυριακές με το «Μικρόφωνο στα γήπεδα» ήταν αλλιώς. Όσοι δεν τις έχουν ζήσει, απλώς δεν μπορούν να μπουν στην ψυχολογία των 35άρηδων και βάλε. Από την άλλη, όσοι τις έχουν ζήσει, μπορούν να καταλάβουν και ενδεχομένως να «πιάσουν» τον εαυτό τους να γυρίζει νοερά τον χρόνο πίσω σε εκείνες τις πιο αγνές Κυριακές και να «ακούσουν» τη φωνή του Κώστα Μότση. Και λόγω αυτής της αγνότητας, αυτές οι Κυριακές θα περιγράφονται πάντα με νοσταλγία, ευαισθησία και συγκίνηση. Γιατί όσοι είχαμε την «πολυτέλεια» να τις ζήσουμε, ήμασταν παιδιά. Και τα παιδιά έχουν καθαρά μάτια και αθώα ψυχή…
Κώστα Μότση, καλό ταξίδι…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Το κείμενο που ακολουθεί δεν περιέχει ούτε αγωνιστικές αναλύσεις, ούτε κριτική για πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Αφορά στις Κυριακές μιας άλλης εποχής…
Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Κώστα Μότση, η αλήθεια είναι ότι με «έπιασε ένας κόμπος». Ένα σφίξιμο, ρε αδερφέ, γιατί ένας άνθρωπος «έφυγε» από τη ζωή. Ταυτόχρονα, ένοιωσα και μια νοσταλγία. Γιατί μολονότι δεν έτυχε να τον γνωρίσω ως συνάδελφο, εντούτοις τον ένοιωθα ως δικό μου άνθρωπο όταν ήμουν παιδί. Έναν άνθρωπο, με τη φωνή του οποίου μεγάλωσε η δική μου (40+) γενιά και όχι μόνο…
Ο Κώστας Μότσης υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές και ο ιδρυτής της ΕΡΑ ΣΠΟΡ. Ήταν ο άνθρωπος, που μαζί με τον Ηρακλή Κοτζιά (όταν ανέλαβε ο Σήφης Βοτζάκης οι εποχές είχαν αλλάξει) έδωσαν άλλη διάσταση στα κυριακάτικα μεσημέρια με την εκπομπή «Μικρόφωνο στα γήπεδα». Ήταν τα δικά μας… μάτια στα γήπεδα όλης της χώρας, αφού το 1983 που πρωτομπήκε η εκπομπή στα σπίτια της φίλαθλης Ελλάδας, η τηλεόραση ακόμη… μπουσουλούσε. Δεν μιλάμε καν για ιδιωτική, πόσω μάλλον συνδρομητική τηλεόραση.
Τότε, λοιπόν, μετά το πατροπαράδοτο οικογενειακό τραπέζι, ακολουθούσε η μπάλα. Οι «φίλες και φίλοι του ποδοσφαίρου» τρέχαμε στο ραδιόφωνο, που συνήθως βρισκόταν στο σαλόνι του σπιτιού, για την αγαπημένη μας συνήθεια, η οποία έφτανε στα όρια της ιεροτελεστίας. Άλλωστε, δεν υπήρχε άλλη επιλογή εκείνη την εποχή. Με την χαρακτηριστική μουσική, που ήταν σήμα της εκπομπής και η οποία ακόμη και σήμερα προκαλεί ανατριχίλα, άρχιζε η αθλητική Κυριακή του μεσημεριού. Και μέχρι να ακουστούν τα τελευταία αποτελέσματα, δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον μικρόκοσμό μας.
Βέβαια, ακόμη κι όταν υπήρχε η δυνατότητα να βρεθούμε στο γήπεδο, το τρανζιστοράκι, ήταν απαραίτητο αξεσουάρ. Στην τσέπη υπήρχε και ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ, που επίσης ήταν σήμα κατατεθέν εκείνης της εποχής. Και όταν ακουγόταν το χαρακτηριστικό «γκοοολ», η αγωνία έφτανε στο κατακόρυφο. Που θα μας… πήγαινε ο Κώστας Μότσης; Γιατί ακολουθούσε η σύνδεση, είτε με το γήπεδο, όπου έπαιζε η αγαπημένη μας ομάδα, είτε με κάποιο άλλο, από το οποίο ελπίζαμε να ακούσουμε κάτι ευχάριστο για το δελτίο μας. Πάντα υπήρχε η ελπίδα για το 13άρι, που θα μας έκανε πλούσιους ή στη χειρότερη για το 11άρι, μπας και βγάλουμε το χαρτζιλίκι της εβδομάδας.
Τότε, οι Κυριακές με το «Μικρόφωνο στα γήπεδα» ήταν αλλιώς. Όσοι δεν τις έχουν ζήσει, απλώς δεν μπορούν να μπουν στην ψυχολογία των 35άρηδων και βάλε. Από την άλλη, όσοι τις έχουν ζήσει, μπορούν να καταλάβουν και ενδεχομένως να «πιάσουν» τον εαυτό τους να γυρίζει νοερά τον χρόνο πίσω σε εκείνες τις πιο αγνές Κυριακές και να «ακούσουν» τη φωνή του Κώστα Μότση. Και λόγω αυτής της αγνότητας, αυτές οι Κυριακές θα περιγράφονται πάντα με νοσταλγία, ευαισθησία και συγκίνηση. Γιατί όσοι είχαμε την «πολυτέλεια» να τις ζήσουμε, ήμασταν παιδιά. Και τα παιδιά έχουν καθαρά μάτια και αθώα ψυχή…
Κώστα Μότση, καλό ταξίδι…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια