Του Γιώργου Καραμπελιά *
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει δύο εμφανείς επίσημους εταίρους και δύο ημιεπίσημους, αν όχι και αφανείς. Οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αν βρίσκονταν μόνοι τους, θα ήταν αδύνατο όχι μόνο να κυβερνήσουν επί μακρόν αλλά ακόμα και να αναρριχηθούν στην εξουσία.
Ανέβηκαν σε αυτή διότι είχαν τη στήριξη –πλέον απόλυτα προφανή– δύο βασικών συνιστωσών του παλιού διπολικού συστήματος. Για τη μία από αυτές, την πασοκική συνιστώσα, που εξάλλου τροφοδότησε ανοικτά τον ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο στελεχών και ψηφοφόρων, έχει γίνει συχνά αναφορά, όχι όμως λεπτομερής. Για τη δεύτερη, που εκπροσωπεί ένα μεγάλο τμήμα της παλιάς Δεξιάς και Ακροδεξιάς, την περιβόητη «λαϊκή Δεξιά» ή τους «Καραμανλικούς», ουδέποτε έχει επιχειρηθεί μια λεπτομερής και ολοκληρωμένη ανάλυση – εκτός ίσως από εκείνη του Παύλου Παπαδόπουλου, στο Βήμα. Και όμως, η ύπαρξη αυτών των δύο αφανών εταίρων υπήρξε καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις.
Η ομαδούλα του ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να αναρριχηθεί στην πολιτική εξουσία διότι είχε εξασφαλίσει δύο προϋποθέσεις: πρώτον, την ισχυρή στήριξη του αμερικανικού παράγοντα, τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 2012 και στο εξής (εξ ου και η προσέγγιση με τον Βαρουφάκη και το λόμπι των αμερικανών καθηγητών, Galbraith κ.λπ., με το ίδρυμα Soros, τον Παπαδημητρίου κ.ο.κ.), και δεύτερον, τη στήριξη ισχυρών παραγόντων του πολιτικού, μιντιακού και οικονομικού συστήματος της χώρας. Ως προς το τελευταίο, έχει πολλές φορές επισημανθεί η στήριξη της οικογενείας Αγγελοπούλου στον ΣΥΡΙΖΑ, και ο ρόλος καναλαρχών και μεγαλοδημοσιογράφων (Βαρδινογιάννης, Κοντομηνάς, Χατζηνικολάου, Κουρής, Μπόμπολας, κ.ά.) που, συχνά, όχι μόνο στήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά καλλιεργούσαν, αρκετοί από αυτούς, και τη δραχμολαγνεία προβάλλοντας διαρκώς τους αντίστοιχους ήρωες της ελεεινής μορφής που διαβουκόλησαν και εξευτέλισαν το κίνημα των αγανακτισμένων, αλά Βαρουφάκη, Καζάκη, Κατρούγκαλο κ.ά.
Ωστόσο, αποφασιστικής σημασίας και για τη στήριξη των ξένων πρεσβειών και των εγχώριων ολιγαρχών, υπήρξε η πολιτική σύμπραξη μεγάλου μέρους του ΠΑΣΟΚ και της κεντροδεξιάς στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση αφορά, αφενός μεν, την ανοικτή προσχώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ ανθρώπων όπως ο Σπίρτζης, η Τζάκρη, ο Κουρουπλής, ο Κοτζιάς, ο Τόσκας, ο Λιβάνης και, από την άλλη πλευρά, τον Λαλιώτη και όλους εκείνους που, μέσα από το σημερινό ΠΑΣΟΚ ή τις παρυφές του, καλλιεργούσαν και καλλιεργούν τη θεωρία της συμπόρευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί εξάλλου έπαιξαν και ουσιαστικό ρόλο για την προσέγγιση με καναλάρχες και εκδότες της κεντροαριστεράς (Κουρή, Μπόμπολα, ή τον «χρήσιμο ηλίθιο», Ψυχάρη). Έτσι, μέσα από την εμφανή και αφανή προσχώρηση των Πασόκων, καλλιεργήθηκε η αίσθηση ότι η μετάβαση σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούσε εν τέλει κάποια ριζική αλλαγή, αλλά μια συνέχεια του πασοκικού αφηγήματος της μεταπολίτευσης, ή μάλλον μια αναβάπτιση στις αρχικές ανδρεϊκές πηγές του κινήματος. Γι’ αυτό και, σήμερα, απ’ όλο το φιλοσυριζαϊκό ΠΑΣΟΚ, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, η κριτική επικεντρώνεται αποκλειστικά στον Σημίτη και τον Βενιζέλο, δηλαδή εκείνους τους πόλους, στο εσωτερικό του πασοκικού χώρου, που απορρίπτουν τη σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, και όχι βεβαίως στον ολετήρα ΓΑΠ, οπαδό της σύμπραξης με τον Τσίπρα.
Σε ό,τι αφορά στη σχέση με το χώρο της Ν.Δ. και την κεντροδεξιά, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Κατά αρχάς, το αντίστοιχο των προσχωρησάντων του ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την εμφανή όψη του παγόβουνου, εκπροσωπούν οι ΑΝΕΛ και ο Καμμένος, που προέρχονται απευθείας από αυτόν τον χώρο και διατηρούν εμφανείς και αφανείς σχέσεις μαζί του. Ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία έχει η «βυθισμένη» και υπόγεια συνιστώσα της κυβερνώσας κεντροδεξιάς. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Έλληνας επίτροπος στην Ε.Ε. και παρ’ ολίγον πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο υπουργός Παπαγγελόπουλος, φυσιογνωμίες όπως η κ. Θάνου, αποκαλύπτουν μία πλευρά αυτής της στενής συνεργασίας. Προπαντός δε, πολλές εφημερίδες και ιστοσελίδες του δεξιού, ή κάποτε και του ακροδεξιού χώρου, που δήθεν κινούνται στον χώρο της Δεξιάς, αλλά στηρίζουν με κάθε μέσο την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (ας θυμηθούμε την Ακρόπολη και πολλά άλλα αντίστοιχα έντυπα). Αν η πασοκική φιλοσυριζαϊκή πτέρυγα στοχεύει, προπαγανδιστικά, αποκλειστικά ενάντια στο Σημίτη και τον Βενιζέλο, για να διασώσει τον ΓΑΠ και να σπρώξει τη Φώφη σε συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ, η δεξιά αφανής συνιστώσα στρέφεται κατ’ εξοχήν, ή και αποκλειστικά, εναντίον του Μητσοτάκη, που αποτελεί το αντίπαλο δέος της κυβέρνησης, ενώ κριτικάρει τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο σε θέματα που αφορούν τα θρησκευτικά στα σχολεία ή τα «σύμφωνα συμβίωσης».
Και αυτές οι επιλογές λειτουργούν αρκετά αποτελεσματικά. Γιατί και ο Σημίτης είναι ιδιαίτερα μισητός, ως εκφραστής του παρασιτικού ευρωπαϊστικού εκσυγχρονισμού, και ο Μητσοτάκης, ως ο εκπρόσωπος της οικογένειας των μεγάλων αντιπάλων του Ανδρέα και του πασοκισμού, καθώς και ως φορέας του «νεοφιλελευθερισμού».
Αν προσέξει κανείς, στοιχειωδώς, τη στελέχωση εφημερίδων, ιστοσελίδων, ραδιοφώνων και τηλεοπτικών σταθμών, θα δει παντού ένα παράδοξο αμάλγαμα δεξιών, ακροδεξιών, πασόκων και αριστερών, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την ανοικτή ή και καλυμμένη στήριξη της κυβέρνησης. Και προφανώς, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, δύο είναι οι βασικοί μοχλοί αυτής της πολιτικής: ο Κώστας Λαλιώτης, από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, και ο Κώστας Καραμανλής, από την πλευρά της Δεξιάς. Για τον πρώτο, δεν χρειάζονται πολλές αποδείξεις, παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις του ιδίου. Έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο δημοσιογραφικών ερευνών (βλέπε ιδιαίτερα τα άρθρα του Γ. Παπαχρήστου, στα Νέα), ενώ είναι σταθερή η εμμονή του για μέτωπο της κεντροαριστεράς με την Αριστερά. Το δεύτερο εμφανίζεται πολύ πιο αμφιλεγόμενο και συχνά κατατάσσεται σε απλές φημολογίες. Όμως, τα πράγματα δυστυχώς δεν είναι έτσι. Και ο Καμμένος συνεχίζει να αυτοσυστήνεται ως καραμανλικός, και είναι γνωστή η πολιτική τοποθέτηση του προέδρου της Δημοκρατίας και κυρίως είναι γνωστές οι απόψεις δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων (ανάμεσά τους και εκείνες πρώην εκπροσώπων τύπου της Ν.Δ.). Για να μην αναφερθούμε σε διαρκείς δηλώσεις καραμανλικών, όπως του Μεϊμαράκη κ.ά. Είναι πάρα πολλές οι συμπτώσεις για να είναι τυχαίες και ασύνδετες μεταξύ τους. Είναι προφανές ότι υπάρχει κέντρο και αυτό έχει ένα όνομα, Κώστας Καραμανλής. Ο Καραμανλής, αν δεν καθοδηγεί άμεσα οργανωτικά αυτόν τον χώρο, τον καλύπτει ιδεολογικά και πολιτικά.
Το ερώτημα είναι: για ποιο λόγο συνέβη και γιατί συνεχίζεται κάτι τέτοιο; Ένα σύνηθες επιχείρημα, το οποίο προβάλλεται ένθεν κακείθεν (τόσο από τους πασόκους όσο και από τους δεξιούς), είναι πως, εάν είχε αφεθεί μόνος του ο Τσίπρας χωρίς τον έλεγχο που του επιβάλλει η παρουσία υπουργών όπως ο Κοτζιάς, ο Καμμένος, ο Παπαγγελόπουλος, ο Κουρουπλής κ.λπ., ή ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, τότε θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνη η κυβέρνησή του και θα μπορούσε να είχε συμμαχήσει με τον Λαφαζάνη, τη Ζωή ή τον Βαρουφάκη και να είχε τινάξει την χώρα στον αέρα. Έτσι, λοιπόν, η συμμετοχή Πασόκων και Νεοδημοκρατών λειτουργεί κατευναστικά και δαμάζει το «ριζοσπαστικό τέρας» των Συριζαίων. Αυτή η εκδοχή και η δικαιολογία θα είχε μια κάποια μόνο εάν επρόκειτο για μια πολιτική που ασκείται αφού πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κερδίσει την πλειοψηφία στη Βουλή. Ωστόσο, πάσχει θεμελιωδώς ως προς τα προκείμενά της. Ο Τσίπρας πήρε την εξουσία ακριβώς διότι είχε τη στήριξη των Αμερικανών, των Πασόκων, του Ψυχάρη, των καναλαρχών, της Γιάννας Αγγελοπούλου και την ευμενή ουδετερότητα –τουλάχιστον– του Καραμανλή. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε ούτε να ανατρέψει την κυβέρνηση Σαμαρά, με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών, ούτε να κατακτήσει την πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, πρόκειται για κατόπιν εορτής προφάσεις εν αμαρτίαις. Και αν όντως η παρουσία του Παυλόπουλου ή του Κοτζιά λειτούργησε θετικά σε ορισμένες περιπτώσεις –του προέδρου ιδιαίτερα κατά το δημοψήφισμα και του Κοτζιά ως προς το Κυπριακό– πρόκειται απλώς για μια θετική επίπτωση στα πλαίσια ενός συνολικού λάθους, διότι υπάρχει και η πανουργία της ιστορίας.
Είναι απλό και εξηγήσιμο, εν τέλει – παρότι και εγώ, για πολύ καιρό, δεν ήμουν βέβαιος επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω σε τόσο χαμερπή κίνητρα από τους πρωταγωνιστές αυτού του σεναρίου καταστροφής της χώρας. Πλέον είμαι πεπεισμένος ότι μικροκομματικά συμφέροντα («να συνεχίσουμε να ελέγχουμε το κόμμα», ή «να έχουμε και ένα πόδι μέσα στους αντιμνημονιακούς» κ.λπ.), πιθανοί εκβιασμοί και άλλα πολλά, που επιχωριάζουν στο μεγάλο χαμαιτυπείο της επίσημης πολιτικής αυτής της χώρας, πρυτάνευσαν απολύτως έναντι του εθνικού συμφέροντος.
Οι κύριοι αυτοί είναι υπεύθυνοι για τις ανεπανόρθωτες καταστροφές που έχει προκαλέσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην οικονομία και την κοινωνία της χώρας, και η ευθύνη τους θα πρέπει να επισημανθεί και να τη χρεωθούν. Δυστυχώς δε, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον Κώστα Καραμανλή, η σημερινή του συμπεριφορά φωτίζει και την κυβερνητική του διαδρομή μ’ ένα διαφορετικό φως. Εμείς, οι του «πατριωτικού χώρου», είμαστε έτοιμοι να του συγχωρήσουμε πολλά, με βάση δύο κυρίως πράγματα, τη στάση του στο Σχέδιο Ανάν και την αντίσταση στο ΝΑΤΟ για τα Σκόπια. Όμως, η στάση του στην «υπόθεση Τσίπρα» υπήρξε απαράδεκτη και δυστυχώς φαίνεται να εμμένει σε αυτήν.
Όλοι τους, αρχίζοντας από τον αρχηγέτη του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, τον Κώστα Σημίτη, με αποκορύφωμα τον ΓΑΠ και τον Τσίπρα, έβλαψαν και βλάπτουν σοβαρά τη χώρα. Και προφανώς, η σημερινή Ν.Δ. δεν προσφέρει τα εχέγγυα μιας ριζικά διαφορετικής πορείας. Θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε στα κουτσά. Τουλάχιστον, όμως, «ας πούμε και μια αλήθεια και ας πέσει στο γιαλό».
* O κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι επικεφαλής του «Κινήματος Άρδην».
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει δύο εμφανείς επίσημους εταίρους και δύο ημιεπίσημους, αν όχι και αφανείς. Οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αν βρίσκονταν μόνοι τους, θα ήταν αδύνατο όχι μόνο να κυβερνήσουν επί μακρόν αλλά ακόμα και να αναρριχηθούν στην εξουσία.
Ανέβηκαν σε αυτή διότι είχαν τη στήριξη –πλέον απόλυτα προφανή– δύο βασικών συνιστωσών του παλιού διπολικού συστήματος. Για τη μία από αυτές, την πασοκική συνιστώσα, που εξάλλου τροφοδότησε ανοικτά τον ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο στελεχών και ψηφοφόρων, έχει γίνει συχνά αναφορά, όχι όμως λεπτομερής. Για τη δεύτερη, που εκπροσωπεί ένα μεγάλο τμήμα της παλιάς Δεξιάς και Ακροδεξιάς, την περιβόητη «λαϊκή Δεξιά» ή τους «Καραμανλικούς», ουδέποτε έχει επιχειρηθεί μια λεπτομερής και ολοκληρωμένη ανάλυση – εκτός ίσως από εκείνη του Παύλου Παπαδόπουλου, στο Βήμα. Και όμως, η ύπαρξη αυτών των δύο αφανών εταίρων υπήρξε καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις.
Η ομαδούλα του ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να αναρριχηθεί στην πολιτική εξουσία διότι είχε εξασφαλίσει δύο προϋποθέσεις: πρώτον, την ισχυρή στήριξη του αμερικανικού παράγοντα, τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 2012 και στο εξής (εξ ου και η προσέγγιση με τον Βαρουφάκη και το λόμπι των αμερικανών καθηγητών, Galbraith κ.λπ., με το ίδρυμα Soros, τον Παπαδημητρίου κ.ο.κ.), και δεύτερον, τη στήριξη ισχυρών παραγόντων του πολιτικού, μιντιακού και οικονομικού συστήματος της χώρας. Ως προς το τελευταίο, έχει πολλές φορές επισημανθεί η στήριξη της οικογενείας Αγγελοπούλου στον ΣΥΡΙΖΑ, και ο ρόλος καναλαρχών και μεγαλοδημοσιογράφων (Βαρδινογιάννης, Κοντομηνάς, Χατζηνικολάου, Κουρής, Μπόμπολας, κ.ά.) που, συχνά, όχι μόνο στήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά καλλιεργούσαν, αρκετοί από αυτούς, και τη δραχμολαγνεία προβάλλοντας διαρκώς τους αντίστοιχους ήρωες της ελεεινής μορφής που διαβουκόλησαν και εξευτέλισαν το κίνημα των αγανακτισμένων, αλά Βαρουφάκη, Καζάκη, Κατρούγκαλο κ.ά.
Ωστόσο, αποφασιστικής σημασίας και για τη στήριξη των ξένων πρεσβειών και των εγχώριων ολιγαρχών, υπήρξε η πολιτική σύμπραξη μεγάλου μέρους του ΠΑΣΟΚ και της κεντροδεξιάς στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση αφορά, αφενός μεν, την ανοικτή προσχώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ ανθρώπων όπως ο Σπίρτζης, η Τζάκρη, ο Κουρουπλής, ο Κοτζιάς, ο Τόσκας, ο Λιβάνης και, από την άλλη πλευρά, τον Λαλιώτη και όλους εκείνους που, μέσα από το σημερινό ΠΑΣΟΚ ή τις παρυφές του, καλλιεργούσαν και καλλιεργούν τη θεωρία της συμπόρευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί εξάλλου έπαιξαν και ουσιαστικό ρόλο για την προσέγγιση με καναλάρχες και εκδότες της κεντροαριστεράς (Κουρή, Μπόμπολα, ή τον «χρήσιμο ηλίθιο», Ψυχάρη). Έτσι, μέσα από την εμφανή και αφανή προσχώρηση των Πασόκων, καλλιεργήθηκε η αίσθηση ότι η μετάβαση σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούσε εν τέλει κάποια ριζική αλλαγή, αλλά μια συνέχεια του πασοκικού αφηγήματος της μεταπολίτευσης, ή μάλλον μια αναβάπτιση στις αρχικές ανδρεϊκές πηγές του κινήματος. Γι’ αυτό και, σήμερα, απ’ όλο το φιλοσυριζαϊκό ΠΑΣΟΚ, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, η κριτική επικεντρώνεται αποκλειστικά στον Σημίτη και τον Βενιζέλο, δηλαδή εκείνους τους πόλους, στο εσωτερικό του πασοκικού χώρου, που απορρίπτουν τη σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, και όχι βεβαίως στον ολετήρα ΓΑΠ, οπαδό της σύμπραξης με τον Τσίπρα.
Σε ό,τι αφορά στη σχέση με το χώρο της Ν.Δ. και την κεντροδεξιά, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Κατά αρχάς, το αντίστοιχο των προσχωρησάντων του ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή την εμφανή όψη του παγόβουνου, εκπροσωπούν οι ΑΝΕΛ και ο Καμμένος, που προέρχονται απευθείας από αυτόν τον χώρο και διατηρούν εμφανείς και αφανείς σχέσεις μαζί του. Ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία έχει η «βυθισμένη» και υπόγεια συνιστώσα της κυβερνώσας κεντροδεξιάς. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Έλληνας επίτροπος στην Ε.Ε. και παρ’ ολίγον πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο υπουργός Παπαγγελόπουλος, φυσιογνωμίες όπως η κ. Θάνου, αποκαλύπτουν μία πλευρά αυτής της στενής συνεργασίας. Προπαντός δε, πολλές εφημερίδες και ιστοσελίδες του δεξιού, ή κάποτε και του ακροδεξιού χώρου, που δήθεν κινούνται στον χώρο της Δεξιάς, αλλά στηρίζουν με κάθε μέσο την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (ας θυμηθούμε την Ακρόπολη και πολλά άλλα αντίστοιχα έντυπα). Αν η πασοκική φιλοσυριζαϊκή πτέρυγα στοχεύει, προπαγανδιστικά, αποκλειστικά ενάντια στο Σημίτη και τον Βενιζέλο, για να διασώσει τον ΓΑΠ και να σπρώξει τη Φώφη σε συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ, η δεξιά αφανής συνιστώσα στρέφεται κατ’ εξοχήν, ή και αποκλειστικά, εναντίον του Μητσοτάκη, που αποτελεί το αντίπαλο δέος της κυβέρνησης, ενώ κριτικάρει τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο σε θέματα που αφορούν τα θρησκευτικά στα σχολεία ή τα «σύμφωνα συμβίωσης».
Και αυτές οι επιλογές λειτουργούν αρκετά αποτελεσματικά. Γιατί και ο Σημίτης είναι ιδιαίτερα μισητός, ως εκφραστής του παρασιτικού ευρωπαϊστικού εκσυγχρονισμού, και ο Μητσοτάκης, ως ο εκπρόσωπος της οικογένειας των μεγάλων αντιπάλων του Ανδρέα και του πασοκισμού, καθώς και ως φορέας του «νεοφιλελευθερισμού».
Αν προσέξει κανείς, στοιχειωδώς, τη στελέχωση εφημερίδων, ιστοσελίδων, ραδιοφώνων και τηλεοπτικών σταθμών, θα δει παντού ένα παράδοξο αμάλγαμα δεξιών, ακροδεξιών, πασόκων και αριστερών, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους την ανοικτή ή και καλυμμένη στήριξη της κυβέρνησης. Και προφανώς, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, δύο είναι οι βασικοί μοχλοί αυτής της πολιτικής: ο Κώστας Λαλιώτης, από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, και ο Κώστας Καραμανλής, από την πλευρά της Δεξιάς. Για τον πρώτο, δεν χρειάζονται πολλές αποδείξεις, παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις του ιδίου. Έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο δημοσιογραφικών ερευνών (βλέπε ιδιαίτερα τα άρθρα του Γ. Παπαχρήστου, στα Νέα), ενώ είναι σταθερή η εμμονή του για μέτωπο της κεντροαριστεράς με την Αριστερά. Το δεύτερο εμφανίζεται πολύ πιο αμφιλεγόμενο και συχνά κατατάσσεται σε απλές φημολογίες. Όμως, τα πράγματα δυστυχώς δεν είναι έτσι. Και ο Καμμένος συνεχίζει να αυτοσυστήνεται ως καραμανλικός, και είναι γνωστή η πολιτική τοποθέτηση του προέδρου της Δημοκρατίας και κυρίως είναι γνωστές οι απόψεις δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων (ανάμεσά τους και εκείνες πρώην εκπροσώπων τύπου της Ν.Δ.). Για να μην αναφερθούμε σε διαρκείς δηλώσεις καραμανλικών, όπως του Μεϊμαράκη κ.ά. Είναι πάρα πολλές οι συμπτώσεις για να είναι τυχαίες και ασύνδετες μεταξύ τους. Είναι προφανές ότι υπάρχει κέντρο και αυτό έχει ένα όνομα, Κώστας Καραμανλής. Ο Καραμανλής, αν δεν καθοδηγεί άμεσα οργανωτικά αυτόν τον χώρο, τον καλύπτει ιδεολογικά και πολιτικά.
Το ερώτημα είναι: για ποιο λόγο συνέβη και γιατί συνεχίζεται κάτι τέτοιο; Ένα σύνηθες επιχείρημα, το οποίο προβάλλεται ένθεν κακείθεν (τόσο από τους πασόκους όσο και από τους δεξιούς), είναι πως, εάν είχε αφεθεί μόνος του ο Τσίπρας χωρίς τον έλεγχο που του επιβάλλει η παρουσία υπουργών όπως ο Κοτζιάς, ο Καμμένος, ο Παπαγγελόπουλος, ο Κουρουπλής κ.λπ., ή ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, τότε θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνη η κυβέρνησή του και θα μπορούσε να είχε συμμαχήσει με τον Λαφαζάνη, τη Ζωή ή τον Βαρουφάκη και να είχε τινάξει την χώρα στον αέρα. Έτσι, λοιπόν, η συμμετοχή Πασόκων και Νεοδημοκρατών λειτουργεί κατευναστικά και δαμάζει το «ριζοσπαστικό τέρας» των Συριζαίων. Αυτή η εκδοχή και η δικαιολογία θα είχε μια κάποια μόνο εάν επρόκειτο για μια πολιτική που ασκείται αφού πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κερδίσει την πλειοψηφία στη Βουλή. Ωστόσο, πάσχει θεμελιωδώς ως προς τα προκείμενά της. Ο Τσίπρας πήρε την εξουσία ακριβώς διότι είχε τη στήριξη των Αμερικανών, των Πασόκων, του Ψυχάρη, των καναλαρχών, της Γιάννας Αγγελοπούλου και την ευμενή ουδετερότητα –τουλάχιστον– του Καραμανλή. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε ούτε να ανατρέψει την κυβέρνηση Σαμαρά, με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών, ούτε να κατακτήσει την πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, πρόκειται για κατόπιν εορτής προφάσεις εν αμαρτίαις. Και αν όντως η παρουσία του Παυλόπουλου ή του Κοτζιά λειτούργησε θετικά σε ορισμένες περιπτώσεις –του προέδρου ιδιαίτερα κατά το δημοψήφισμα και του Κοτζιά ως προς το Κυπριακό– πρόκειται απλώς για μια θετική επίπτωση στα πλαίσια ενός συνολικού λάθους, διότι υπάρχει και η πανουργία της ιστορίας.
Είναι απλό και εξηγήσιμο, εν τέλει – παρότι και εγώ, για πολύ καιρό, δεν ήμουν βέβαιος επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω σε τόσο χαμερπή κίνητρα από τους πρωταγωνιστές αυτού του σεναρίου καταστροφής της χώρας. Πλέον είμαι πεπεισμένος ότι μικροκομματικά συμφέροντα («να συνεχίσουμε να ελέγχουμε το κόμμα», ή «να έχουμε και ένα πόδι μέσα στους αντιμνημονιακούς» κ.λπ.), πιθανοί εκβιασμοί και άλλα πολλά, που επιχωριάζουν στο μεγάλο χαμαιτυπείο της επίσημης πολιτικής αυτής της χώρας, πρυτάνευσαν απολύτως έναντι του εθνικού συμφέροντος.
Οι κύριοι αυτοί είναι υπεύθυνοι για τις ανεπανόρθωτες καταστροφές που έχει προκαλέσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην οικονομία και την κοινωνία της χώρας, και η ευθύνη τους θα πρέπει να επισημανθεί και να τη χρεωθούν. Δυστυχώς δε, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον Κώστα Καραμανλή, η σημερινή του συμπεριφορά φωτίζει και την κυβερνητική του διαδρομή μ’ ένα διαφορετικό φως. Εμείς, οι του «πατριωτικού χώρου», είμαστε έτοιμοι να του συγχωρήσουμε πολλά, με βάση δύο κυρίως πράγματα, τη στάση του στο Σχέδιο Ανάν και την αντίσταση στο ΝΑΤΟ για τα Σκόπια. Όμως, η στάση του στην «υπόθεση Τσίπρα» υπήρξε απαράδεκτη και δυστυχώς φαίνεται να εμμένει σε αυτήν.
Όλοι τους, αρχίζοντας από τον αρχηγέτη του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, τον Κώστα Σημίτη, με αποκορύφωμα τον ΓΑΠ και τον Τσίπρα, έβλαψαν και βλάπτουν σοβαρά τη χώρα. Και προφανώς, η σημερινή Ν.Δ. δεν προσφέρει τα εχέγγυα μιας ριζικά διαφορετικής πορείας. Θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε στα κουτσά. Τουλάχιστον, όμως, «ας πούμε και μια αλήθεια και ας πέσει στο γιαλό».
* O κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι επικεφαλής του «Κινήματος Άρδην».
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια