Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας
Η άκαρπη διάσκεψη «Γενεύη 2», σε αντίθεση με παλαιότερες πρωτοβουλίες του ΟΗΕ ή μεσολαβητικές προσπάθειες των ΗΠΑ, έφτασε κοντά -περισσότερο από ποτέ- σε περίγραμμα λύσης, που, αν η Τουρκία υποχωρούσε από την αξίωση της στρατιωτικής κατοχής εδαφών ενός μέλους της Ε.Ε., ίσως οδηγούσε σε συμφωνία.
Αγνωστο παραμένει, ασφαλώς, αν η συμφωνία θα μπορούσε να εγκριθεί στο δημοψήφισμα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο μέσος Ελληνοκύπριος δεν θα αποδεχόταν στρατιώτες του Αττίλα με αστυνομικά καθήκοντα (άρα με δικαίωμα συλλήψεων) ή εναλλασσόμενη προεδρία (ανεξάρτητα από τις ψευδο-πρόνοιες ειδικών πλειοψηφιών) ή έστω και παραλλαγή του δικαιώματος των τεσσάρων ελευθεριών της Ε.Ε. (διακίνηση προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων) για τους Τούρκους. Ολα αυτά, μαζί με το κόστος ενσωμάτωσης του φτωχού Βορρά στον πλούσιο Νότο, θα σήμαιναν την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας, ανεξαρτήτως πιθανών μελλοντικών εσόδων από το φυσικό αέριο.
Η ολοκλήρωση της διάσκεψης επιτρέπει τις ακόλουθες διαπιστώσεις και την αποκάλυψη ορισμένων πτυχών:
1. Η κυβέρνηση και προσωπικά ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς (ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς μαζί του) σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, θέτοντας πρώτη φορά ως απαράβατο όρο όποιας λύσης την κατάργηση των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων μαζί με την ολοκληρωτική αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων βάσει σύντομου χρονοδιαγράμματος και με καταληκτική ημερομηνία. Η ωμή αλήθεια είναι ότι, κυρίως πριν και μετά τη «Γενεύη 1» τον Ιανουάριο, ο Κύπριος Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και, λιγότερο, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, με τον διπλωματικό σύμβουλό του Β. Καλπαδάκη, δεν είχαν πειστεί για την ορθότητα της στρατηγικής Κοτζιά και τις τακτικές υλοποίησής της. Τελικά, ο πρωθυπουργός τον εγκωμίασε χθες στη Βουλή, ενώ ο κ. Αναστασιάδης είναι τυχερός που, όπως είχε τονίσει στο διάγγελμα του Απριλίου 2004 ο προκάτοχός του Τάσσος Παπαδόπουλος, παραμένει «πρόεδρος διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους και δεν παραδίδει κοινότητα».
2. Σε αντίθεση με τη χθεσινή αναφορά στη Βουλή του -φίλτατου και «διαβασμένου» σε όλα τα θέματα- αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκη, ο Κύπριος Πρόεδρος δεν επέδειξε «γενναία και θετική στάση». Κάθε άλλο. Ακολούθησε ανεπίτρεπτη πολιτική, παγιδεύοντας από τον περσινό Νοέμβριο την Αθήνα στην Πενταμερή Διάσκεψη, που παραδοσιακά απέρριπτε η ελληνική διπλωματία από το 1974 έως το 2016 (με εξαίρεση το ενδεχόμενο σύγκλησης την παραμονή επίτευξης συνολικής συμφωνίας και ως επιστέγασμά της). Οι συνθήκες δεν άλλαξαν κατά τρόπο που να δικαιώνουν, για την Πενταμερή, τον νυν Πρόεδρο, λες και είχαν λάθος ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Σπ. Κυπριανού και ο Γλ. Κληρίδης ή οι Κ. Καραμανλής, Ανδρ. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης και οι μετέπειτα πρωθυπουργοί. Επίσης, σύμφωνα με εγκυρότατες διπλωματικές πηγές, ακόμα και λίγες ώρες πριν από την κατάρρευση των συνομιλιών την περασμένη Παρασκευή ο κ. Αναστασιάδης ήταν έτοιμος για αδιανόητες υποχωρήσεις στα θέματα της πολυεθνικής δύναμης ασφάλειας, της εκ περιτροπής προεδρίας, στο Περιουσιακό και στην πρόσβαση Τούρκων πολιτών στο νέο κράτος. Ενώ η Αθήνα επέμενε σε απλώς ταυτόχρονες συζητήσεις των εσωτερικών και των εξωτερικών πτυχών, ο Κύπριος Πρόεδρος ήταν υπέρ της διασταύρωσής τους. Θα θεωρούνταν, δηλαδή, οριστικές οι «εσωτερικές» παραχωρήσεις του, πριν από τη λύση στο «εξωτερικό» κεφάλαιο εγγυήσεων - ασφάλειας.
3. Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να χαράξουν τώρα μία νέα στρατηγική. Βραχυπρόθεσμα, προέχει η ψύχραιμη αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών κατά των ερευνών ανακάλυψης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ, καθώς και ο χειρισμός του λεγόμενου παιχνιδιού επίρριψης ευθυνών (ελληνιστί... blame game) για την αποτυχία των συνομιλιών. Η Αθήνα και η Λευκωσία δεν έχουν άλλη λύση από την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ, αλλά με ταυτόχρονη αποχή από δηλώσεις ή πράξεις που θα έδιναν αφορμή κλιμάκωσης στον, εν συγχύσει, Ερντογάν.
Μακροπρόθεσμα, το κύριο ερώτημα αφορά την αφετηρία των επόμενων συνομιλιών το 2018 ή το 2019. Σε αντίθεση με τους εν Αθήναις κινδυνολογούντες, το State Department και το βρετανικό Foreign Office παραδέχονταν, ήδη πριν από τη «Γενεύη 2», ότι δεν θα ήταν η τελευταία ευκαιρία. Είναι πολύ νωρίς για προβλέψεις, αλλά μάλλον, λόγω υδρογονανθράκων στην Κύπρο και αστάθειας στην Τουρκία, πολλά θα έχουν αλλάξει έως τότε.
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Η άκαρπη διάσκεψη «Γενεύη 2», σε αντίθεση με παλαιότερες πρωτοβουλίες του ΟΗΕ ή μεσολαβητικές προσπάθειες των ΗΠΑ, έφτασε κοντά -περισσότερο από ποτέ- σε περίγραμμα λύσης, που, αν η Τουρκία υποχωρούσε από την αξίωση της στρατιωτικής κατοχής εδαφών ενός μέλους της Ε.Ε., ίσως οδηγούσε σε συμφωνία.
Αγνωστο παραμένει, ασφαλώς, αν η συμφωνία θα μπορούσε να εγκριθεί στο δημοψήφισμα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο μέσος Ελληνοκύπριος δεν θα αποδεχόταν στρατιώτες του Αττίλα με αστυνομικά καθήκοντα (άρα με δικαίωμα συλλήψεων) ή εναλλασσόμενη προεδρία (ανεξάρτητα από τις ψευδο-πρόνοιες ειδικών πλειοψηφιών) ή έστω και παραλλαγή του δικαιώματος των τεσσάρων ελευθεριών της Ε.Ε. (διακίνηση προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων) για τους Τούρκους. Ολα αυτά, μαζί με το κόστος ενσωμάτωσης του φτωχού Βορρά στον πλούσιο Νότο, θα σήμαιναν την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας, ανεξαρτήτως πιθανών μελλοντικών εσόδων από το φυσικό αέριο.
Η ολοκλήρωση της διάσκεψης επιτρέπει τις ακόλουθες διαπιστώσεις και την αποκάλυψη ορισμένων πτυχών:
1. Η κυβέρνηση και προσωπικά ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς (ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς μαζί του) σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, θέτοντας πρώτη φορά ως απαράβατο όρο όποιας λύσης την κατάργηση των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων μαζί με την ολοκληρωτική αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων βάσει σύντομου χρονοδιαγράμματος και με καταληκτική ημερομηνία. Η ωμή αλήθεια είναι ότι, κυρίως πριν και μετά τη «Γενεύη 1» τον Ιανουάριο, ο Κύπριος Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και, λιγότερο, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, με τον διπλωματικό σύμβουλό του Β. Καλπαδάκη, δεν είχαν πειστεί για την ορθότητα της στρατηγικής Κοτζιά και τις τακτικές υλοποίησής της. Τελικά, ο πρωθυπουργός τον εγκωμίασε χθες στη Βουλή, ενώ ο κ. Αναστασιάδης είναι τυχερός που, όπως είχε τονίσει στο διάγγελμα του Απριλίου 2004 ο προκάτοχός του Τάσσος Παπαδόπουλος, παραμένει «πρόεδρος διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους και δεν παραδίδει κοινότητα».
2. Σε αντίθεση με τη χθεσινή αναφορά στη Βουλή του -φίλτατου και «διαβασμένου» σε όλα τα θέματα- αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκη, ο Κύπριος Πρόεδρος δεν επέδειξε «γενναία και θετική στάση». Κάθε άλλο. Ακολούθησε ανεπίτρεπτη πολιτική, παγιδεύοντας από τον περσινό Νοέμβριο την Αθήνα στην Πενταμερή Διάσκεψη, που παραδοσιακά απέρριπτε η ελληνική διπλωματία από το 1974 έως το 2016 (με εξαίρεση το ενδεχόμενο σύγκλησης την παραμονή επίτευξης συνολικής συμφωνίας και ως επιστέγασμά της). Οι συνθήκες δεν άλλαξαν κατά τρόπο που να δικαιώνουν, για την Πενταμερή, τον νυν Πρόεδρο, λες και είχαν λάθος ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Σπ. Κυπριανού και ο Γλ. Κληρίδης ή οι Κ. Καραμανλής, Ανδρ. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης και οι μετέπειτα πρωθυπουργοί. Επίσης, σύμφωνα με εγκυρότατες διπλωματικές πηγές, ακόμα και λίγες ώρες πριν από την κατάρρευση των συνομιλιών την περασμένη Παρασκευή ο κ. Αναστασιάδης ήταν έτοιμος για αδιανόητες υποχωρήσεις στα θέματα της πολυεθνικής δύναμης ασφάλειας, της εκ περιτροπής προεδρίας, στο Περιουσιακό και στην πρόσβαση Τούρκων πολιτών στο νέο κράτος. Ενώ η Αθήνα επέμενε σε απλώς ταυτόχρονες συζητήσεις των εσωτερικών και των εξωτερικών πτυχών, ο Κύπριος Πρόεδρος ήταν υπέρ της διασταύρωσής τους. Θα θεωρούνταν, δηλαδή, οριστικές οι «εσωτερικές» παραχωρήσεις του, πριν από τη λύση στο «εξωτερικό» κεφάλαιο εγγυήσεων - ασφάλειας.
3. Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να χαράξουν τώρα μία νέα στρατηγική. Βραχυπρόθεσμα, προέχει η ψύχραιμη αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών κατά των ερευνών ανακάλυψης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ, καθώς και ο χειρισμός του λεγόμενου παιχνιδιού επίρριψης ευθυνών (ελληνιστί... blame game) για την αποτυχία των συνομιλιών. Η Αθήνα και η Λευκωσία δεν έχουν άλλη λύση από την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ, αλλά με ταυτόχρονη αποχή από δηλώσεις ή πράξεις που θα έδιναν αφορμή κλιμάκωσης στον, εν συγχύσει, Ερντογάν.
Μακροπρόθεσμα, το κύριο ερώτημα αφορά την αφετηρία των επόμενων συνομιλιών το 2018 ή το 2019. Σε αντίθεση με τους εν Αθήναις κινδυνολογούντες, το State Department και το βρετανικό Foreign Office παραδέχονταν, ήδη πριν από τη «Γενεύη 2», ότι δεν θα ήταν η τελευταία ευκαιρία. Είναι πολύ νωρίς για προβλέψεις, αλλά μάλλον, λόγω υδρογονανθράκων στην Κύπρο και αστάθειας στην Τουρκία, πολλά θα έχουν αλλάξει έως τότε.
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια