Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Στο υπόστρωμα της μείωσης των εισοδημάτων και της περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων, ήλθαν να προστεθούν οι κοινωνικές παρενέργειες από το προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα και την ισλαμική τρομοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθεί μία μεγαλύτερη ή μικρότερη εκλογική εξέγερση των μικρομεσαίων στρωμάτων στην Ευρώπη.
Τα κόμματα του ευρύτερου (νεο)φιλελεύθερου χώρου χάνουν έδαφος, το οποίο κερδίζει η αντισυστημική ψήφος. Στον ευρωπαϊκό Νότο, η αντισυστημική ψήφος τροφοδότησε περισσότερο αριστερά κόμματα, καθώς και ιδιότυπα κόμματα, όπως το κίνημα του Γκρίλο στην Ιταλία. Στον ευρωπαϊκό Βορρά, όμως, τροφοδότησε κατά κανόνα εθνικιστικά-ξενοφοβικά κόμματα.
Η εκλογική αυτή εξέγερση, που επιβεβαιώθηκε και ευνοήθηκε και από την εκλογή του Τραμπ, δεν είχε την έκταση για να εκλεγεί ο ακροδεξιός υποψήφιος Πρόεδρος Δημοκρατίας στην Αυστρία, για να κερδίσει το κόμμα του Βίλντερς την πρώτη θέση στην Ολλανδία και πολύ περισσότερο για να βρεθεί στην εξουσία η Λεπέν. Παρόλα αυτά όλοι αυτοί κέρδισαν έδαφος σε σχέση με το παρελθόν. Κι αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι μπροστά και όχι πίσω.
Η «γερμανική Ευρώπη» και οι αντιδράσεις
Η διόγκωση του αντισυστημικού ρεύματος έχει τρεις συνέπειες:
Πρώτον, συρρικνώνει τη “φιλελεύθερη συναίνεση”, η οποία μεταπολεμικά κυριαρχούσε στη Γηραιά Ήπειρο.
Δεύτερον, αναπτύσσεται όχι ο παραδοσιακός ευρωσκεπτικισμός, αλλά ένα είδος ευρωάρνησης. Η τάση αυτή σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη κεφαλαιοποιείται πολιτικά κυρίως από τα ακροδεξιά-εθνικιστικά κόμματα, τα οποία περισσότερο ή λιγότερο έντονα θέτουν ζήτημα αποχώρησης τουλάχιστον από την Ευρωζώνη.
Τρίτον, η μετάλλαξη της ΕΕ των εθνών σε “γερμανική Ευρώπη” έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση των εθνικών αντιθέσεων και τη διάβρωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αυτά με τη σειρά τους προκαλούν την ανάπτυξη όχι μόνο της ευρωάρνησης, αλλά ταυτοχρόνως και αντιγερμανικού κλίματος.
Ήταν αναπόφευκτο. Τα στοιχεία αποδεικνύουν πως ο μεγάλος κερδισμένος από την καθιέρωση του ευρώ είναι η Γερμανία. Είναι η αναμφισβήτητη οικονομική υπερδύναμη στη Γηραιά Ήπειρο.
Το Βερολίνο συμπεριφέρεται όλα αυτά τα χρόνια με έκδηλο οικονομικό εθνικισμό. Αναλόγως, μάλιστα, με το τι κάθε φορά την συμφέρει, άλλοτε κρύβεται πίσω από την ΕΕ και άλλοτε δρα μονομερώς ή με επιλεκτικές συμμαχίες.
Το Brexit ήταν το πρώτο καίριο πλήγμα στην αλαζονική μακαριότητα του ευρωιερατείου. Η εκλογή του Τραμπ ήταν το δεύτερο όχι μόνο επειδή επιβεβαίωσε το ρεύμα, αλλά και επειδή απειλεί να ανατρέψει το παραδοσιακό πλαίσιο των ευρωαμερικανικών σχέσεων, όπως φάνηκε καθαρά και στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ.
Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος αμφισβητεί τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στρέφεται, μάλιστα, ευθέως εναντίον της Γερμανίας, κατηγορώντας την όχι αδίκως ότι εκμεταλλεύεται τους εταίρους της και χρησιμοποιεί το ευρώ για να συσσωρεύει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα. Το τρίτο πλήγμα ήταν η επικράτηση του “όχι” στο ιταλικό δημοψήφισμα που κατέστησε εύθραυστη την πολιτική σταθερότητα στη γειτονική χώρα.
Αντιμέτωπη με το κλίμα ευρωάρνησης, με τις αντιθέσεις των κρατών-μελών, με την αμερικανική πίεση και με την άνοδο της αντισυστημικής ψήφου, η ΕΕ-Ευρωζώνη έχει περιέλθει σε υπαρξιακή κρίση. Είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού τα εσωτερικά ρήγματα.
Η ομάδα του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία) δίνει σε σημαντικό βαθμό τον τόνο στην Ανατολική Ευρώπη. Οι λαοί αυτοί έχουν λιγότερα από 30 χρόνια που απέκτησαν την πραγματική ανεξαρτησία τους και είναι κατά κανόνα απρόθυμοι να παραδώσουν εθνική κυριαρχία στο ευρωιερατείο. Αλλά και ο ευρωπαϊκός Νότος εκδήλωσε μία, έστω και δειλή, τάση αυτονόμησης από τη γερμανική ηγεμονία.
Μόνο το Βερολίνο έχει σχέδιο
Η Μέρκελ, όμως, είναι η μόνη που διαθέτει σχέδιο για το αύριο της Ευρώπης. Γι’ αυτό και δεν δυσκολεύεται να επιβάλει τη θέλησή της. Ο μόνος που δυνητικά θα μπορούσε να προβάλει αντίσταση είναι το Παρίσι. Εάν έβγαινε μπροστά, η Γαλλία θα έβρισκε πρόθυμους συμμάχους και κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να εξισορροπήσει τη Γερμανία. Από την εποχή του Σαρκοζί, όμως, το Παρίσι έχει επιλέξει να λειτουργεί σαν συμπλήρωμα του Βερολίνου.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, σ’ αυτή τη γραμμή κινήθηκε ο Ολάντ και τα πρώτα σημάδια δείχνουν πως και ο Μακρόν θα παραμείνει σε γενικές γραμμές στον ίδιο δρόμο. Όσο το Παρίσι θα κινείται κατ’ αυτό τον τρόπο, η Ιταλία -και πολύ περισσότερο η Ισπανία- δεν έχει το περιθώριο να σηκώσει κεφάλι, εκτός αν βρεθούν στην εξουσία αντισυστημικές δυνάμεις.
Τα κριτήρια, με τα οποία συγκροτείται ο ευρωπαϊκός πυρήνας είναι πρωτίστως πολιτικά και δευτερευόντως οικονομικά. Χωρίς τη Γαλλία, το Βερολίνο δεν μπορεί να επιβάλει την πρωτοκαθεδρία του. Εξασφαλίζοντας τη σύμπλευση της Γαλλίας, το Βερολίνο εξασφαλίζει τη σύμπλευση και της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Αυτές οι χώρες είναι οικονομικά ασθενείς, αλλά είναι απαραίτητες στη Γερμανία για να διατηρεί τον ηγεμονικό ρόλο της. Γι’ αυτό και θα τους πουλάει ως αντάλλαγμα για την ευθυγράμμισή τους με το Βερολίνο μία ειδική μεταχείριση. Αυτό έχει ήδη φανεί καθαρά σε διάφορες περιπτώσεις μέχρι τώρα.
Προσεταιριζόμενη με τον προαναφερθέντα τρόπο τα άλλα τρία μεγάλα κράτη-μέλη, η Μέρκελ εδραιώνει το καθεστώς της «γερμανικής Ευρώπης». Όποια μικρότερη χώρα-μέλος τολμήσει να αντιδράσει απομονώνεται και αντιμετωπίζει έμμεσες κυρώσεις. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά ακύρωσε στην πράξη από τα πρώτα βήματά της την πρωτοβουλία για μία συνεννόηση των Νοτίων με σκοπό κοινές παρεμβάσεις στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Ταυτοχρόνως, απομονώνει την ομάδα του Βίζεγκραντ και εδραιώνει την υποστήριξη των παραδοσιακών συμμάχων της (Ολλανδία, Αυστρία, και Φινλανδία). Κατ’ αυτό τον τρόπο ναι μεν διατηρεί στην κορυφή τον έλεγχο της ΕΕ, αλλά εξωθεί τις κοινωνίες κυρίως της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σε περαιτέρω αντιδράσεις.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια