Γράφει ο Αλέξανδρος Ζέρβας
Τους βλέπεις πολλές φορές στο δρόμο να περνάνε δίπλα σου τρέχοντας να προλάβουν την επόμενη συνέντευξη για εύρεση εργασίας. Οι ίδιοι πιθανότατα δε διατηρούν καμιά απολύτως ελπίδα ότι σύντομα «η χώρα θα βγει από το τούνελ» μέσω της υποτιθέμενης διευθέτησης του χρέους, όπως υπαγορεύει το success story της κυβέρνησης Τσίπρας.
Από την άλλη, η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς δεν μπορεί να δώσει βάση στους ισχυρισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «έρχεται να δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις». Άλλωστε, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ζούγκλα η οποία επικρατεί σήμερα στην αγορά εργασία οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις μνημονιακές επιλογές, τις οποίες ολόψυχα στήριξε ο νυν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
«Ο βασικός κι αν σου αρέσει». Κάτι τέτοιο μέσες-άκρες ακούνε συνήθως δεκάδες χιλιάδες νέοι, οι οποίοι καλούνται να πουν κι «ευχαριστώ» που θα πρέπει να επιβιώσουν με μισθούς πείνας. Αυτοί ίσως για κάποιους και να θεωρούνται τυχεροί. Δεν είναι λίγοι άλλωστε εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να ζουν επί χρόνια βυθισμένοι στη «μαύρη εργασία».
Με αυτά τα δεδομένα, πολύ αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς έχουν άλλη επιλογή από τη φυγή στο εξωτερικό. Αν ρωτήσετε πολλούς από εκείνους που προχώρησαν σε αυτό το βήμα, θα σας πουν ότι ήταν μάλλον μονόδρομος. Πολλώ δε μάλλον, φαντάζομαι πως κανείς από αυτούς δε θα μπορούσε να διανοηθεί πως θα κατηγορείτο για «προδοσία».
Είναι σαφές λοιπόν πως δηλώσεις όπως αυτές του Κώστα Καζάκου είναι λογικό να ξενίζουν αλλά και να δημιουργούν σύγχυση. Όχι μόνο γιατί ο όρος «προδοσία», έχοντας φορεθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια στην πολιτική αντιπαράθεση, δημιουργεί μεγαλύτερη σύγχυση σχετικά με τα τεκταινόμενα στη χώρα μας. Αλλά επειδή μπερδεύει για μια ακόμη φορά το θύτη με το θύμα.
Δε νομίζω, λοιπόν, πως επέλεξαν οι νέοι αυτής της χώρας να καταντούν καθημερινά (και υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ανεργίας) αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης στα χέρια κάθε επίδοξου «επενδυτή» ή «μεγαλοεπιχειρηματία». Δεν ήταν αυτοί που φρόντισαν να κατρακυλήσει ο κατώτατος μισθός, προκειμένου να κοστίζουν όσο το δυνατό πιο φτηνά. Και δεν ήταν αυτοί που φρόντισαν να απελευθερωθούν σε μεγάλο βαθμό οι ομαδικές απολύσεις, για να τους διώχνουν εν μία νυκτί χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Δε νομίζω πως μπορεί κάποιος να τους καταλογίσει ευθύνες που ακόμη κι αυτόν τον ελάχιστο μισθό τον πετσοκόβουν συνεχώς μέσω της μείωσης του αφορολόγητου.
Ίσως κάποιος να μπορούσε να τους χρεώσει ότι μοιράστηκαν «πολιτικές αυταπάτες» ή ότι οδηγήθηκαν τελικά στην παραίτηση της αποδοχής του μνημονιακού μονόδρομου. Ακόμη και κάτι τέτοιο όμως θα προϋπέθετε μια παραδοχή πως ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής νεολαίας αποτέλεσε για χρόνια την εμπροσθοφυλακή στην έμπρακτη αμφισβήτηση των πολιτικών ακραίας λιτότητας που επιβλήθηκαν από το 2010 και μετά.
Όπως κι αν το δει κανείς, είναι τόσο ασφυκτικό, από κάθε άποψη, το πλαίσιο που δημιουργείται για την πλειοψηφία των νέων (κι όχι μόνο) στη χώρα μας, ώστε χρειάζονται αλλεπάλληλες συλλογικές υπερβάσεις για να πειστούν πως μπορεί το υπάρχον αδιέξοδο να αντιστραφεί. Και στο βαθμό που αυτές δε διαφαίνονται στον ορίζοντα, θα ήταν μάλλον φρόνιμο να είμαστε όσο το δυνατό πιο φειδωλοί στις κρίσεις μας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Τους βλέπεις πολλές φορές στο δρόμο να περνάνε δίπλα σου τρέχοντας να προλάβουν την επόμενη συνέντευξη για εύρεση εργασίας. Οι ίδιοι πιθανότατα δε διατηρούν καμιά απολύτως ελπίδα ότι σύντομα «η χώρα θα βγει από το τούνελ» μέσω της υποτιθέμενης διευθέτησης του χρέους, όπως υπαγορεύει το success story της κυβέρνησης Τσίπρας.
Από την άλλη, η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς δεν μπορεί να δώσει βάση στους ισχυρισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «έρχεται να δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις». Άλλωστε, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ζούγκλα η οποία επικρατεί σήμερα στην αγορά εργασία οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις μνημονιακές επιλογές, τις οποίες ολόψυχα στήριξε ο νυν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
«Ο βασικός κι αν σου αρέσει». Κάτι τέτοιο μέσες-άκρες ακούνε συνήθως δεκάδες χιλιάδες νέοι, οι οποίοι καλούνται να πουν κι «ευχαριστώ» που θα πρέπει να επιβιώσουν με μισθούς πείνας. Αυτοί ίσως για κάποιους και να θεωρούνται τυχεροί. Δεν είναι λίγοι άλλωστε εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να ζουν επί χρόνια βυθισμένοι στη «μαύρη εργασία».
Με αυτά τα δεδομένα, πολύ αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς έχουν άλλη επιλογή από τη φυγή στο εξωτερικό. Αν ρωτήσετε πολλούς από εκείνους που προχώρησαν σε αυτό το βήμα, θα σας πουν ότι ήταν μάλλον μονόδρομος. Πολλώ δε μάλλον, φαντάζομαι πως κανείς από αυτούς δε θα μπορούσε να διανοηθεί πως θα κατηγορείτο για «προδοσία».
Είναι σαφές λοιπόν πως δηλώσεις όπως αυτές του Κώστα Καζάκου είναι λογικό να ξενίζουν αλλά και να δημιουργούν σύγχυση. Όχι μόνο γιατί ο όρος «προδοσία», έχοντας φορεθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια στην πολιτική αντιπαράθεση, δημιουργεί μεγαλύτερη σύγχυση σχετικά με τα τεκταινόμενα στη χώρα μας. Αλλά επειδή μπερδεύει για μια ακόμη φορά το θύτη με το θύμα.
Δε νομίζω, λοιπόν, πως επέλεξαν οι νέοι αυτής της χώρας να καταντούν καθημερινά (και υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ανεργίας) αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης στα χέρια κάθε επίδοξου «επενδυτή» ή «μεγαλοεπιχειρηματία». Δεν ήταν αυτοί που φρόντισαν να κατρακυλήσει ο κατώτατος μισθός, προκειμένου να κοστίζουν όσο το δυνατό πιο φτηνά. Και δεν ήταν αυτοί που φρόντισαν να απελευθερωθούν σε μεγάλο βαθμό οι ομαδικές απολύσεις, για να τους διώχνουν εν μία νυκτί χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Δε νομίζω πως μπορεί κάποιος να τους καταλογίσει ευθύνες που ακόμη κι αυτόν τον ελάχιστο μισθό τον πετσοκόβουν συνεχώς μέσω της μείωσης του αφορολόγητου.
Ίσως κάποιος να μπορούσε να τους χρεώσει ότι μοιράστηκαν «πολιτικές αυταπάτες» ή ότι οδηγήθηκαν τελικά στην παραίτηση της αποδοχής του μνημονιακού μονόδρομου. Ακόμη και κάτι τέτοιο όμως θα προϋπέθετε μια παραδοχή πως ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής νεολαίας αποτέλεσε για χρόνια την εμπροσθοφυλακή στην έμπρακτη αμφισβήτηση των πολιτικών ακραίας λιτότητας που επιβλήθηκαν από το 2010 και μετά.
Όπως κι αν το δει κανείς, είναι τόσο ασφυκτικό, από κάθε άποψη, το πλαίσιο που δημιουργείται για την πλειοψηφία των νέων (κι όχι μόνο) στη χώρα μας, ώστε χρειάζονται αλλεπάλληλες συλλογικές υπερβάσεις για να πειστούν πως μπορεί το υπάρχον αδιέξοδο να αντιστραφεί. Και στο βαθμό που αυτές δε διαφαίνονται στον ορίζοντα, θα ήταν μάλλον φρόνιμο να είμαστε όσο το δυνατό πιο φειδωλοί στις κρίσεις μας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια