Η ευρωπαϊκή κρίση και η ελληνική ομηρία

Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Ηχηρά ονόματα του ευρωιερατείου είχαν υποχρεωθεί να ομολογήσουν ότι “κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας”. Ο πρόεδρος της Κομισιόν Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ντράγκι, ακόμα και η Λαγκάρντ του ΔΝΤ έχουν μιλήσει -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- για την ανάγκη μίας νέας πορείας.

Όπως σωστά, άλλωστε, υπογράμμισε ο Τουσκ εν όψει της συνόδου κορυφής «δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε τις συζητήσεις με μία μακάρια πεποίθηση ότι τίποτα δεν είναι λάθος, ότι τα πάντα είναι εντάξει».

Η κατάληξη του αναστοχασμού για το μέλλον της ΕΕ που εγκαινιάσθηκε στη σύνοδο κορυφής της Μπρατισλάβας φάνηκε από μία δήλωση της Μέρκελ και επισημοποιήθηκε από σύνοδο κορυφής: η απάντηση του ευρωιερατείου είναι η ΕΕ των πολλών ταχυτήτων. Μία άλλη απάντηση θα προκύψει από τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπαρξιακή δοκιμασία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Το Brexit ήταν ένα μήνυμα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Δεν πρόκειται απλά και μόνο για την εκδήλωση του παραδοσιακού βρετανικού ευρωσκεπτικισμού. Αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου. Και το παγόβουνο είναι η ραγδαία άνοδος της αντισυστημικής ψήφου σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γηραιάς Ηπείρου.

Το γεγονός ότι η αντισυστημική ψήφος στον ευρωπαϊκό Νότο έχει αριστερό πρόσημο, ενώ στον Βορρά και στην Ανατολή έχει ακροδεξιό-εθνικιστικό πρόσημο δεν αλλάζει την ουσία του προβλήματος. Και η ουσία είναι η αμφισβήτηση της κατεστημένης πολιτικής που με επιμέρους διαφοροποιήσεις εφαρμόζουν τις τελευταίες δεκαετίες στην ΕΕ και η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά.

Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, η κρίση της Ευρώπης δεν είναι απλώς το άθροισμα των επιμέρους κρίσεων (οικονομική, μεταναστευτική και κρίση ασφάλειας λόγω της ισλαμικής τρομοκρατίας). Η ταυτόχρονη έκθεση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στις τρεις αυτές παράλληλες κρίσεις έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια τις ασυμμετρίες και τις αντιφάσεις του, με αποτέλεσμα η ΕΕ να αντιμετωπίζει σήμερα υπαρξιακή κρίση.

Η ρότα του Βερολίνου

Το Βερολίνο, όμως, δεν δείχνει διατεθειμένο να αλλάξει ουσιαστικά ρότα. Η μόνη πραγματική αλλαγή της Μέρκελ είναι στο προσφυγικό-μεταναστευτικό μέτωπο, λόγω των ισχυρών πιέσεων που δέχεται εντός της χώρας της. Η εκλογική άνοδος του ξενοφοβικού και ευρωσκεπτικιστικού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” οξύνει τις πιέσεις που δέχεται από το κόμμα της και από το αδελφό Χριστιανοκοινωνιστικό Κόμμα της Βαυαρίας. Πρόκειται για πιέσεις που αντανακλούν το κλίμα σ’ ένα πολύ μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τις αγνοήσει, δεδομένου ότι τον Σεπτέμβριο θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις κάλπες.

Ούτε, βεβαίως, η δρομολόγηση της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων θα λύσει το πρόβλημα. Το νέο αυτό ρευστό ευρωπαϊκό περιβάλλον έχει επιπτώσεις και στο ελληνικό πρόβλημα. Η Ελλάδα έχει πάψει να είναι το “μαύρο πρόβατο σ’ ένα άσπρο κοπάδι”. Μία ένδειξη ήταν η ευρωμεσογειακή σύνοδος κορυφής στην Αθήνα. Το ανοίκειο δηλητηριώδες σχόλιο του Σόιμπλε είναι αλάνθαστο σημάδι ότι ένοιωσε απειλή. Και όχι αδικαιολόγητα. Επρόκειτο για εξέλιξη που εκ των πραγμάτων έριξε σκιά στη γερμανική ηγεμονία.

Η δημοσκοπική κατρακύλα του προέδρου Ολάντ έπαιξε καταλυτικό ρόλο για να υπερβεί τις επιφυλάξεις του και να συμπράξει με τις χώρες του Νότου, αδιαφορώντας για την αντίδραση του Βερολίνου. Χωρίς τη συμμετοχή της Γαλλίας, ο Ρέντσι θα παρέμενε στο επίπεδο της απλής έκφρασης δυσαρέσκειας και των εκκλήσεων για χαλάρωση της λιτότητας. Είναι αποκαλυπτική η δήλωσή του: «Επιτέλους ο Ολάντ είναι μαζί μας. Ξεπέρασε την αναποφασιστικότητά του. Τώρα είμαστε πολλοί και μπορούμε να κινητοποιηθούμε».

Σε αντίστοιχο μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο Γιούνκερ που είχε μιλήσει για «κοινωνική Ευρώπη» και είχε ζητήσει ευελιξία όσον αφορά την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάπτυξη. Εκείνες τις ημέρες ο Τουσκ έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ρίχνοντας με δραματικούς τόνους στο τραπέζι το ζήτημα “περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη” που απασχολεί πρωτίστως τις χώρες-μέλη της ομάδας Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία).

Η τριχοτόμηση της Ευρώπης

Μιλώντας σχηματικά, μπορούμε να πούμε ότι στους κόλπους της ΕΕ διαμορφώνονται τρεις ομάδες (Βορράς, Νότος και Ανατολή). Με δεδομένες τις διαφοροποιήσεις στους κόλπους τους, είναι εμφανές ότι τραβάνε το “κάρο” προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι αποκλίνουσες αυτές τάσεις εκ των πραγμάτων περιπλέκουν την κατάσταση. Όχι μόνο δυσκολεύουν την ανεύρεση εποικοδομητικών συμβιβασμών, αλλά και δυσχεραίνουν τη γερμανική ηγεμονία. Ειδικά σε μία περίοδο που η Μέρκελ εμφανίζεται σχετικά αποδυναμωμένη στο εσωτερικό και που τόσο ο Ντράγκι όσο και ο Γιούνκερ εκδηλώνουν τάσεις αυτονόμησης.

Παρόλα αυτά, το Βερολίνο συνεχίζει να δίνει τον τόνο. Η καγκελάριος υιοθετεί ευέλικτη στάση και που και που κάνει φραστικές υποχωρήσεις, προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο και να αποτρέψει δραστικές αποφάσεις. Στην πραγματικότητα, με την υιοθέτηση της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων πάγωσε προς το παρόν τη σχετική συζήτηση μέχρι τις γερμανικές εκλογές. Το πολιτικό τοπίο στην ΕΕ απέχει πολύ από το να έχει βρει μία νέα ισορροπία.

Η ήττα του Ρέντσι στο δημοψήφισμα του περασμένου Δεκεμβρίου έχει βάλει την Ιταλία σε μία περίοδο δυνητικής πολιτικής αστάθειας. Η έστω και με απώλειες νίκη του κεντροδεξιού Ρούτε στην Ολλανδία ήταν μία ανάσα για τις άρχουσες πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη. Τα πάντα σχεδόν, όμως, θα κριθούν από τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία.

Το γεγονός ότι η ΕΕ θυμίζει ολοένα και περισσότερο κινούμενη άμμο, το γεγονός ότι οι αντιθέσεις στους κόλπους του ευρωιερατείου οξύνονται αναμένεται να έχει αντιφατικές επιπτώσεις στο ελληνικό πρόβλημα. Ναι μεν η Αθήνα έχει σπάσει την πολιτική απομόνωση του 2015, ναι μεν το δόγμα της λιτότητας αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα διευκολυνθεί η επίτευξη των στόχων της. Αυτό φάνηκε καθαρά στη συμφωνία που επετεύχθη στο Eurogroup στη Μάλτα για τη 2η αξιολόγηση.

Τα ενδοευρωπαϊκά χαρακώματα και το ελληνικό χρέος

Η ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους προσκρούει στην άρνηση του Βερολίνου, το οποίο τη μεταθέτει για μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Υποτίθεται ότι τότε θα είναι πολιτικά ευκολότερη η λήψη της σχετικής απόφασης. Αυτό, ωστόσο, αμφισβητείται.

Πράγματι, η κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, που πιθανότατα θα προκύψει, δεν θα έχει μπροστά της κάλπες. Από την άλλη πλευρά, όμως, με την είσοδο της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” η σύνθεση του επόμενου γερμανικού Κοινοβουλίου θα είναι περισσότερο εχθρική από τη σημερινή σύνθεσή του για την έγκριση της ελάφρυνσης. Στην πραγματικότητα, το Βερολίνο είναι απρόθυμο να ελαφρύνει το ελληνικό χρέος και προς το παρόν πετάει το μπαλάκι στο μέλλον για να κερδίσει πολιτικό χρόνο.

Τον Μάιο του 2016, το Eurogroup είχε συμφωνήσει να αρχίσει τη σχετική συζήτηση στη βάση έκθεσης που θα συντάξει το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ο τότε συμβιβασμός είχε επιτευχθεί, λόγω των πιέσεων που είχαν ασκηθεί στη Λαγκάρντ όχι μόνο από το ευρωιερατείο, αλλά και από την Ουάσιγκτον. Η έκθεση δόθηκε στη δημοσιότητα και είναι καταλυτική.

Αν και η Λαγκάρντ εμφανίζεται πιο ελαστική από το πνεύμα της έκθεσης του Ταμείου, η Ευρωζώνη δεν ανταποκρίνεται. Αυτό αφήνει ερωτηματικά για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Η διαπραγμάτευση που θα γίνει τον Μάιο στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του Ταμείου θα κρίνει προς τα που θα γείρει η ζυγαριά. Αν παραμείνει με την ιδιότητα του τεχνικού συμβούλου θα ακυρωθεί η θετική για την Ελλάδα πτυχή της συμμετοχής του (αφορά την ελάφρυνση του χρέους), αλλά θα συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του “κακού”, απαιτώντας ακόμα πιο επώδυνα μέτρα στα δημοσιονομικά, τα εργασιακά κλπ.

Για να εξαγοράσει την υποχώρηση του ΔΝΤ στο ζήτημα του χρέους, ο Σόιμπλε του έχει προσφέρει ως αντάλλαγμα τον καθοριστικό ρόλο στις αξιολογήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γερμανός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Ρένγκλινγκ επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και ότι η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, εάν, όμως, εφαρμόσει απαρέγκλιτα τις μεταρρυθμίσεις! Και όλα αυτά όταν η ίδια η ΕΚΤ αμφισβητεί τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Οι αντιθέσεις και το κλίμα πολιτικής ρευστότητας που επικρατούν στην Ευρώπη αποδυναμώνουν σχετικά τη γερμανική θέση. Ταυτοχρόνως, όμως, καθιστούν δυσκολότερη τη λήψη απόφασης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Παρόλα αυτά, ο πρωθυπουργός συνεχίζει όχι μόνο να την διεκδικεί, που είναι απολύτως σωστό, αλλά και να καλλιεργεί σχετικές προσδοκίες. Τα “χαρακώματα” στο εσωτερικό της Ευρωζώνης εμπόδισαν και κάθε σοβαρή συζήτηση για αλλαγή της μνημονιακής υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018. Το ευρωιερατείο είναι κατηγορηματικά αρνητικό, παρότι όλοι σχεδόν αναγνωρίζουν πως αυτός ο στόχος είναι μη ρεαλιστικός.

Όλα αυτά και παρόλο ότι έχει δρομολογηθεί το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το καλό σενάριο για την πορεία της οικονομίας είναι πολύ πιο μειοψηφικό από όσο θέλει να μας πείσει η κυβέρνηση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι αιτίες που προκαλούν τη δημοσκοπική αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να ισχύουν και στο επόμενο διάστημα. Μπορεί αυτή η τάση προς το παρόν να μην αποσταθεροποιεί την κυβέρνηση, αλλά οπωσδήποτε υποθηκεύει την πολιτικοεκλογική προοπτική του Τσίπρα και του κόμματός του.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια