Του Κώστα Ράπτη
Χωρίς τυμπανοκρουσίες, η αμερικανική εξωτερική πολιτική μόλις πραγματοποίησε μία μεγάλη στροφή σε σχέση με τη συριακή κρίση, η οποία εισήλθε στον έβδομο χρόνο αιματοχυσίας.
"Το status του προέδρου Assad μακροπρόθεσμα θα αποφασιστεί από τον συριακό λαό” δήλωσε την Πέμπτη κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Άγκυρα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson. Περίπου ταυτόχρονα η εκπρόσωπος ων ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ Nikki Haley περιέγραψε ως εξής τις αντιλήψεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης για τον Assad:
"Διαλέγει κανείς τις μάχες που δίνει. Η προτεραιότητά μας είναι να δούμε πώς θα καταφέρουμε κάτι, Με ποιόν θα πρέπει να εργασθούμε ώστε να κάνουμε πράγματι τη διαφορά για το λαό της Συρίας; Δεν μπορούμε απαραιτήτως να επικεντρωθούμε στον Assad με τον τρόπο που το έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση. Τον θεωρούμε ανασταλτικό παράγοντα; Ναι. Θα καθίσουμε να εστιάσουμε στο πώς θα τον απομακρύνουμε; Όχι;”.
Τις δηλώσεις αυτές έσπευσαν να σχετικοποιήσουν οι παροιμιώδεις "ανώνυμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι”, οι οποίοι υπενθύμισαν στο CNN ότι μόλις την προηγουμένη η Haley είχε αποκαλέσει σε ομιλία της τον Assad "εγκληματία πολέμου”,ενώ τις κατήγγειλαν οι "συνήθεις ύποπτοι”: οι νεοσυντηρητικοί ιέρακες της Γερουσίας John McCain της Αριζόνας και Lindsey Graham της Νότιας Καρολίνας. Ο πρώτος επικαλέστηκε την "τραγική πραγματικότητα” ότι οι Σύροι δεν μπορούν να αποφασίσουν την τύχη του Assad όσο δέχονται τους βομβαρδισμούς του και ο δεύτερος έκανε λόγο για το μεγαλύτερο λάθος μετά την απόφαση του Barack Obama να μην αντιδράσει το 2013 στην παραβίαση της "κόκκινης γραμμής” του περί χρήσης χημικών όπλων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι μετά από έξι χρόνια κατά τα οποία διακηρυσσόταν ότι ο Assad έχει "απονομιμοποιηθεί” και "πρέπει να φύγει”, η "αλλαγή καθεστώτος” στη Δαμασκό δεν αποτελεί πλέον αμερικανική προτεραιότητα. Το γεγονός αυτό μπορεί κανείς να θεωρήσει και ως συμφιλίωση ,με το αναπόφευκτο, εφόσον με την ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία, το ενδεχόμενο πτώσης του Assad έχει εν πολλοίς αποτραπεί. Η ίδια η αμερικανική πλευρά κινείται υπό τον περιορισμό ότι δεν πρόκειται (όπως έδειξε και η στάση της το 2013) να αναλάβει στην περιοχή της Μέσης Ανατολής νέα, μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με τη συμμετοχή χερσαίων δυνάμεων, ενώ η προσπάθεια ανατροπής του Assad "δι' αντιπροσώπων” εμπλέκει την Ουάσιγκτον με κακόφημους συμπαίκτες και όλο και πιο δύστροπους περιφερειακούς συμμάχους. Το πρόσφατο ξέσπασμα επιθέσεων των ανταρτών στα περίχωρα της Δαμασκού και στην περιοχή της Χάμα μοιάζει με τελευταία, αποτυχημένη προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας.
Όμως η κυβέρνηση Trump έχει λάβει τις αποφάσεις της: η πρώτη προτεραιότητα στην περιοχή είναι η συντριβή (και όχι η "ανάσχεση”, όπως επί των ημερών του Obama) του Ισλαμικού Κράτους – όπως έγινε σαφές και κατά τη συνάντηση των 68 κρατών-μελών του διεθνούς συνασπισμού κατά των τζιχαντιστών στις 22-23 Μαρτίου στη Ουάσιγκτον., Η εγκατάλειψη του στόχου της "αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό εξομαλύνει μια κραυγαλέα αντίφαση επ' αυτού.
Επιπλέον, παρά την συνεχιζόμενη (αν και με φθίνουσα πορεία) εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ περί της περιλάλητης προεκλογικής σύμπραξης της καμπάνιας Trump με τον "ρωσικό παράγοντα”, η νέα αμερικανική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να προωθήσει όντως την συνεργασία με τη Ρωσία, γεγονός που ήδη συμβαίνει, όπου αυτό είναι εφικτό αθορύβως, λ.χ στην επικοινωνία των ενόπλων δυνάμεων των δύο πλευρών, με πρώτο ζητούμενο τον συντονισμό στη Συρία. Άλλωστε, ο Tillerson προετοιμάζει ταξίδι στη Μόσχα στις αρχές Απριλίου, ενώ ο Vladimir Putin, μόλις ανακοίνωσε ότι η Φινλανδία θα μπορούσε να φιλοξενήσει μία συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Αν η εγκατάλειψη του στόχου της ”αλλαγής καθεστώτος” συμβαδίζει με μιαν επιθυμία συνεννόησης με τους Ρώσους μεγάλους προστάτες του Assad, ταυτόχρονα αποτελεί και εκδήλωση αδιαφορίας για τις πιθανές αντιρρήσεις χωρών που στήριξαν πολιτικά και επιχειρησιακά το αντάρτικπο στη Συρία, όπως η Γαλλία, η Βρετανία και η Τουρκία. Ειδικά για την τελευταία, η επίσκεψη Tillerson απέδειξε ότι παρά τα δημοσίως διακηρυσσόμενα, οι επιλογές είναι "δύσκολες”, όπως είπε και ο επικεφαλής του State Department.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Χωρίς τυμπανοκρουσίες, η αμερικανική εξωτερική πολιτική μόλις πραγματοποίησε μία μεγάλη στροφή σε σχέση με τη συριακή κρίση, η οποία εισήλθε στον έβδομο χρόνο αιματοχυσίας.
"Το status του προέδρου Assad μακροπρόθεσμα θα αποφασιστεί από τον συριακό λαό” δήλωσε την Πέμπτη κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Άγκυρα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Rex Tillerson. Περίπου ταυτόχρονα η εκπρόσωπος ων ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ Nikki Haley περιέγραψε ως εξής τις αντιλήψεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης για τον Assad:
"Διαλέγει κανείς τις μάχες που δίνει. Η προτεραιότητά μας είναι να δούμε πώς θα καταφέρουμε κάτι, Με ποιόν θα πρέπει να εργασθούμε ώστε να κάνουμε πράγματι τη διαφορά για το λαό της Συρίας; Δεν μπορούμε απαραιτήτως να επικεντρωθούμε στον Assad με τον τρόπο που το έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση. Τον θεωρούμε ανασταλτικό παράγοντα; Ναι. Θα καθίσουμε να εστιάσουμε στο πώς θα τον απομακρύνουμε; Όχι;”.
Τις δηλώσεις αυτές έσπευσαν να σχετικοποιήσουν οι παροιμιώδεις "ανώνυμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι”, οι οποίοι υπενθύμισαν στο CNN ότι μόλις την προηγουμένη η Haley είχε αποκαλέσει σε ομιλία της τον Assad "εγκληματία πολέμου”,ενώ τις κατήγγειλαν οι "συνήθεις ύποπτοι”: οι νεοσυντηρητικοί ιέρακες της Γερουσίας John McCain της Αριζόνας και Lindsey Graham της Νότιας Καρολίνας. Ο πρώτος επικαλέστηκε την "τραγική πραγματικότητα” ότι οι Σύροι δεν μπορούν να αποφασίσουν την τύχη του Assad όσο δέχονται τους βομβαρδισμούς του και ο δεύτερος έκανε λόγο για το μεγαλύτερο λάθος μετά την απόφαση του Barack Obama να μην αντιδράσει το 2013 στην παραβίαση της "κόκκινης γραμμής” του περί χρήσης χημικών όπλων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι μετά από έξι χρόνια κατά τα οποία διακηρυσσόταν ότι ο Assad έχει "απονομιμοποιηθεί” και "πρέπει να φύγει”, η "αλλαγή καθεστώτος” στη Δαμασκό δεν αποτελεί πλέον αμερικανική προτεραιότητα. Το γεγονός αυτό μπορεί κανείς να θεωρήσει και ως συμφιλίωση ,με το αναπόφευκτο, εφόσον με την ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία, το ενδεχόμενο πτώσης του Assad έχει εν πολλοίς αποτραπεί. Η ίδια η αμερικανική πλευρά κινείται υπό τον περιορισμό ότι δεν πρόκειται (όπως έδειξε και η στάση της το 2013) να αναλάβει στην περιοχή της Μέσης Ανατολής νέα, μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με τη συμμετοχή χερσαίων δυνάμεων, ενώ η προσπάθεια ανατροπής του Assad "δι' αντιπροσώπων” εμπλέκει την Ουάσιγκτον με κακόφημους συμπαίκτες και όλο και πιο δύστροπους περιφερειακούς συμμάχους. Το πρόσφατο ξέσπασμα επιθέσεων των ανταρτών στα περίχωρα της Δαμασκού και στην περιοχή της Χάμα μοιάζει με τελευταία, αποτυχημένη προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας.
Όμως η κυβέρνηση Trump έχει λάβει τις αποφάσεις της: η πρώτη προτεραιότητα στην περιοχή είναι η συντριβή (και όχι η "ανάσχεση”, όπως επί των ημερών του Obama) του Ισλαμικού Κράτους – όπως έγινε σαφές και κατά τη συνάντηση των 68 κρατών-μελών του διεθνούς συνασπισμού κατά των τζιχαντιστών στις 22-23 Μαρτίου στη Ουάσιγκτον., Η εγκατάλειψη του στόχου της "αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό εξομαλύνει μια κραυγαλέα αντίφαση επ' αυτού.
Επιπλέον, παρά την συνεχιζόμενη (αν και με φθίνουσα πορεία) εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ περί της περιλάλητης προεκλογικής σύμπραξης της καμπάνιας Trump με τον "ρωσικό παράγοντα”, η νέα αμερικανική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να προωθήσει όντως την συνεργασία με τη Ρωσία, γεγονός που ήδη συμβαίνει, όπου αυτό είναι εφικτό αθορύβως, λ.χ στην επικοινωνία των ενόπλων δυνάμεων των δύο πλευρών, με πρώτο ζητούμενο τον συντονισμό στη Συρία. Άλλωστε, ο Tillerson προετοιμάζει ταξίδι στη Μόσχα στις αρχές Απριλίου, ενώ ο Vladimir Putin, μόλις ανακοίνωσε ότι η Φινλανδία θα μπορούσε να φιλοξενήσει μία συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Αν η εγκατάλειψη του στόχου της ”αλλαγής καθεστώτος” συμβαδίζει με μιαν επιθυμία συνεννόησης με τους Ρώσους μεγάλους προστάτες του Assad, ταυτόχρονα αποτελεί και εκδήλωση αδιαφορίας για τις πιθανές αντιρρήσεις χωρών που στήριξαν πολιτικά και επιχειρησιακά το αντάρτικπο στη Συρία, όπως η Γαλλία, η Βρετανία και η Τουρκία. Ειδικά για την τελευταία, η επίσκεψη Tillerson απέδειξε ότι παρά τα δημοσίως διακηρυσσόμενα, οι επιλογές είναι "δύσκολες”, όπως είπε και ο επικεφαλής του State Department.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια