Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Εάν οι απαιτήσεις τους περιορισθούν στα εργασιακά, θα είναι ένα καθαρό σημάδι ότι η πολιτική επιλογή του ευρωιερατείου είναι να πάμε σε συμφωνία και σε ομαλές εξελίξεις. Εάν, όμως, υιοθετήσουν την απαίτηση του ΔΝΤ για νομοθέτηση από τώρα πρόσθετων μέτρων ύψους 4,2 δισ. για τη διετία 2019-20, τότε θα προκύψει αδιέξοδο.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει μία τέτοια εξέλιξη, αλλά δεν είναι στο χέρι της. Για να εκτονώσει τη δυσαρέσκεια του ευρωιερατείου και να διατηρήσει την υποστήριξη της Κομισιόν, εγκατέλειψε τη ρητορική ότι δεν θα μας πουν οι δανειστές πως θα διαθέσουμε τα επιπλέον του στόχου έσοδα. Δεσμεύθηκε γραπτώς ότι εφεξής ουσιαστικά δεν θα κάνει καμία τέτοια κίνηση χωρίς την έγκριση των θεσμών. Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και η ετοιμότητά της να συμφωνήσει σε παράταση της ισχύος του δημοσιονομικού κόφτη, προκειμένου να παρακαμφθεί η απαίτηση του ΔΝΤ για πρόσθετα μέτρα.
Μπορεί ο Τσίπρας να κάνει υποχωρήσεις για να αποφύγει τις εκλογές και να παραμείνει στην εξουσία, αλλά έχει κι αυτός πολιτικά όρια. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες από το Μαξίμου, σε δύο περιπτώσεις θα στήσει κάλπες:
Πρώτον, εάν το ευρωιερατείο τελικώς υιοθετήσει την απαίτηση του ΔΝΤ για εκ των προτέρων νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων 4,2 δισ.
Δεύτερον, εάν με διάφορα προσχήματα οι δανειστές αρνηθούν να κλείσουν τη 2η αξιολόγηση το αργότερο μέχρι τις αρχές Μαρτίου.
Στην κυβέρνηση εκτιμούν πως οι πιθανότητες να συμβεί είτε το πρώτο είτε το δεύτερο είναι λίγες. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, όμως, λένε πως εάν συμβεί, δεν πρόκειται να αυτοκτονήσουν πολιτικά. Έχουν συνείδηση πως η για οποιοδήποτε λόγο καθυστέρηση ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης θα αποκλείσει την Ελλάδα από το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γεγονός που με τη σειρά του θα ακυρώσει το θετικό σενάριο. Θεωρούν, μάλιστα, πως αν τα πράγματα πάρουν αυτή την τροπή, θα έχει επιβληθεί και ενεργοποιηθεί το σχέδιο Σόιμπλε να συρθεί η κυβέρνηση Τσίπρα μέχρι τον Ιούνιο, ώστε τότε, με το μαχαίρι της χρεοκοπίας στον λαιμό, να αποδεχθεί τα πάντα, ή και να επανέλθει το σενάριο του Grexit.
Τον Μάρτιο, λοιπόν, πιθανότατα θα ξέρουμε εάν το 2017 θα είναι χρονιά εκλογών και –με βάση τις δημοσκοπήσεις- χρονιά κυβερνητικής αλλαγής. Ο Τσίπρας θα κάνει ό,τι μπορεί για να τις αποφύγει, αλλά οι εξελίξεις θα καθορισθούν κυρίως από την έκβαση της μάχης στους κόλπους του ευρωιερατείου. Το γεγονός ότι εκ μέρους του Βερολίνου τον χειρισμό της ελληνικής κρίσης έχει αναλάβει ο Σόιμπλε δεν είναι, βεβαίως, αισιόδοξο σημάδι. Η Μέρκελ αγωνίζεται να παραμείνει στην εξουσία και δεν πρόκειται να παρακάμψει τον υπουργό της.
Είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πλέον πως ο Σόιμπλε έχει παρασκηνιακά συμφωνήσει με τον Τόμσεν σε κοινή γραμμή πλεύσης όσον αφορά την Ελλάδα. Το μεν ΔΝΤ λέει ότι απαιτείται γενναία ελάφρυνση του χρέους και μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% σε 1,5% από το 2019 και μετά. Δεν θέτει, όμως, αυτές τις θέσεις ως όρο για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Αντιθέτως, με πρόσχημα την άρνηση του ευρωιερατείου να αποδεχθεί αυτές τις θέσεις, ζητάει από την Αθήνα τη νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων.
Ο Σόιμπλε όχι μόνο δεν έχει αντίρρηση σ’ αυτό, αλλά συνειδητά αφήνει στο Ταμείο τον πρώτο λόγο στις διαπραγματεύσεις των θεσμών με την κυβέρνηση Τσίπρα, συμπλέοντας με το παιχνίδι καθυστερήσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη. Θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει επί μακρόν σε καθεστώς ισχυρής επιτήρησης. Και δυστυχώς, είναι και αρκετοί άλλοι που πιστεύουν το ίδιο.
Στο πλαίσιο αυτό, το 4ο Μνημόνιο είναι ένα σενάριο που συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να γίνει πράξη. Αλλά και εάν αποφευχθεί αυτή η προοπτική, από τα μέσα του 2018 θα εντάξουν την Ελλάδα στη λεγόμενη προληπτική πιστωτική γραμμή, η οποία ναι μεν προβλέπει σταδιακή έξοδο στις αγορές, αλλά σε συνθήκες ισχυρής επιτήρησης και με την παρουσία του ΔΝΤ. Όποτε το Eurogroup θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα, θα μπορεί να τα επιβάλει.
Η Κομισιόν δεν έχει αντίρρηση με τη διατήρηση ενός καθεστώτος επιτήρησης της Ελλάδας, αλλά πιστεύει ότι οι Σόιμπλε και Τόμσεν τραβάνε πολύ το σκοινί. Η προ καιρού δημόσια αντιπαράθεση του Μοσχοβισί με τον Τόμσεν (και εμμέσως με το Βερολίνο) είχε ως αντικείμενο τα πρόσθετα μέτρα που απαιτεί το ΔΝΤ για την Ελλάδα, αλλά ουσιαστικά το διακύβευμα είναι ευρύτερο. Σ’ ένα δεύτερο ανομολόγητο επίπεδο το διακύβευμα αυτής της αντιπαράθεσης είναι αυτός καθ’ αυτός ο ρόλος της Κομισιόν και σ’ ένα τρίτο επίπεδο ο σχεδιασμός του Σόιμπλε για ένα σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και μία περιφέρεια, η οποία θα λειτουργεί δορυφορικά ως προς αυτόν.
Ο Γιούνκερ αντιστέκεται στη γερμανική μεθόδευση και σ’ αυτή τη φάση προτιμάει να δώσει τη μάχη στο πεδίο της ελληνικής κρίσης. Επιθυμεί την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης το ταχύτερον δυνατόν και γι’ αυτό αποκρούει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ. Προτιμάει το Ταμείο να παραμείνει με την ιδιότητα που έχει σήμερα και να μην συμμετάσχει και χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα. Ελπίζει ότι μετά και τις γερμανικές εκλογές το τοπίο θα είναι και πιο καθαρό και πιο πρόσφορο, ώστε η Κομισιόν να αναλάβει πολύ πιο αποφασιστικό ρόλο στον χειρισμό του ελληνικού προβλήματος, απομακρύνοντας το ΔΝΤ και από τον σημερινό ρόλο του.
Η απομάκρυνση του Ολάντ και του Ρέντσι από την εξουσία μπορεί να εκλαμβάνεται από τον Σόιμπλε ως ευκαιρία για να προωθήσει τα σχέδιά του, αλλά η πολιτική πραγματικότητα στην ΕΕ είναι πολύ πιο σύνθετη και ασταθής. Οι κοινωνικές παρενέργειες του προσφυγικού-μεταναστευτικού κύματος σ’ ένα περιβάλλον παρατεταμένης λιτότητας και οικονομικής στασιμότητας τροφοδοτεί την κάθε είδους αντισυστημική ψήφο, κυρίως τα ευρωσκεπτικιστικά, ξενοφοβικά και ακροδεξιά κόμματα. Η παραδοσιακή φιλελεύθερη συναίνεση, την οποία εκπροσωπούν οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες, αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο.
Όλα δείχνουν ότι το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν θα είναι το πρώτο κόμμα στις προεδρικές εκλογές της άνοιξης. Παραδοσιακά, οι υπόλοιποι συνασπίζονται εναντίον της στον δεύτερο γύρο. Η επιλογή του νεοφιλελεύθερου Φιγιόν ως υποψηφίου της κεντροδεξιάς, ωστόσο, αναμένεται να απωθήσει ψηφοφόρους της κοινωνικής Αριστεράς και να ρηγματώσει αυτό το μέτωπο. Εκτός αυτού, το κλίμα στη Γαλλία και στην Ευρώπη δεν αφήνει περιθώρια για βεβαιότητες. Έστω και έτσι, όμως, το ενδεχόμενο εκλογής της Λεπέν είναι μειοψηφικό. Η πρόβλεψη αυτή, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πολιτική σκιά της θα είναι βαριά όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην ΕΕ.
Πολλά θα κριθούν στην Ευρώπη και από τα δείγματα γραφής που θα δώσει ο Τραμπ ως πρόεδρος. Η εκλογή του, πάντως, φούσκωσε τα πανιά δυνάμεων που αμφισβητούν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην ΕΕ. Η Πολωνία του Καζίνσκι και η Ουγγαρία του Ορμπάν θέτουν όρια στην εξουσία των Βρυξελλών. Εάν, μάλιστα, το αντι-Ισλάμ και ευρωσκεπτικιστικό Κόμμα Ελευθερίας του Βίλντερς κερδίσει αυτή τη χρονιά την πρωτιά στις ολλανδικές εκλογές, η πρόκληση για το ευρωιερατείο θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Το 2017 θα είναι και η χρονιά που η πρωθυπουργός Μέι σκοπεύει να δρομολογήσει το Brexit. Το ευρωιερατείο είναι ενωμένο στην απόφασή του να μην υποχωρήσει στις απαιτήσεις του Λονδίνου για να μη δημιουργηθεί προηγούμενο. Από την άλλη πλευρά, όμως, η έξοδος της Βρετανίας εκ των πραγμάτων θα λειτουργήσει ως παράγοντας αποδόμησης της ΕΕ.
Αφήσαμε τελευταίες τις γερμανικές εκλογές, λόγω του ειδικού βάρους που έχουν στον ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη. Ανατροπή θα προκύψει μόνο εάν κερδίσουν οι Σοσιαλδημοκράτες και σχηματίσουν κυβέρνηση με την Αριστερά και τους Πράσινους. Το πιθανότερο, όμως, είναι να έχουμε επανάληψη του σημερινού μεγάλου συνασπισμού με τη Μέρκελ, έστω και πολιτικά αποδυναμωμένη, στην καγκελαρία.
Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα στα ευρωπαϊκά εκλογικά μέτωπα, η ΕΕ θα βρεθεί και το 2017 αντιμέτωπη με τις τρεις προκλήσεις του 2016:
Πρώτον, με το ζήτημα της λιτότητας και της οικονομικής στασιμότητας, όπου δεν αναμένονται ποιοτικές αλλαγές, εκτός, βεβαίως, και αν εκλεγεί η Λεπέν.
Δεύτερον, με την ισλαμική τρομοκρατία. Όλα δείχνουν ότι ο ακήρυχτος και ασύμμετρος αυτός πόλεμος που διεξάγεται στις ευρωπαϊκές πόλεις θα συνεχίσει να προκαλεί αιματοχυσία.
Τρίτον, με το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα, όπου είναι πολύ πιθανόν να σημειωθούν δραματικές εξελίξεις.
Αν και επισήμως η ευρωτουρκική συμφωνία του περασμένου Μαρτίου συνεχίζει να ισχύει, το ενδεχόμενο να καταρρεύσει συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Με το κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη, είναι εξαιρετικά δύσκολο για την ΕΕ να καταργήσει τη βίζα για τους Τούρκους που ταξιδεύουν στις χώρες-μέλη. Η στροφή του Ερντογάν, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, προς έναν ολοένα και κλιμακούμενο αυταρχισμό μετατρέπει ένα τεράστιο αριθμό Κούρδων της Τουρκίας, αλλά και Τούρκων σε υποψήφιους πρόσφυγες-μετανάστες.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει απειλήσει ευθέως ότι εάν δεν καταργηθεί η βίζα, θα στείλει ένα νέο κύμα προσφύγων-μεταναστών στα ελληνικά νησιά. Μία τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε μεν πονοκέφαλο στο ευρωιερατείο, αλλά τον λογαριασμό θα πλήρωνε η Ελλάδα. Με τις δομές φιλοξενίας να είναι υπερπλήρεις και με όσους έχουν εγκλωβισθεί στη χώρα μας να είναι σε διέγερση, ένα νέο κύμα θα καθιστούσε την κατάσταση ανεξέλεγκτη σε χρόνο-ρεκόρ.
Ο Ερντογάν έχει έναν πρόσθετο λόγο να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Βλέποντας τα γεωπολιτικά δεδομένα στα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας να ρευστοποιούνται, εμμέσως πλην σαφώς απειλεί ότι θα ρευστοποιήσει και τα γεωπολιτικά δεδομένα στα δυτικά σύνορα, δηλαδή στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Σ’ αυτό το επίπεδο, η διοχέτευση ενός πλήθους προσφύγων-μεταναστών στα ελληνικά νησιά μετατρέπεται σε πρώτης τάξεως μοχλός πίεσης.
Το πρόβλημα για την Αθήνα καθίσταται εκρηκτικό, λόγω και της ασφυκτικής πίεσης που δέχεται από το ευρωιερατείο να κρατήσει όλο αυτό το κύμα στα νησιά, ώστε να μην μπορέσουν έστω και λίγοι πρόσφυγες-μετανάστες να εισέλθουν παράνομα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το πρόβλημα μόνο ως ανθρωπιστικό, υποτιμώντας τις επιπτώσεις του και στη δημόσια και στην εθνική ασφάλεια, διευκολύνει τις μεθοδεύσεις του ευρωιερατείου να μετατρέψει την Ελλάδα σε αποθήκη ψυχών.
Το 2017, όμως, θα είναι η κρίσιμη χρονιά και για το Κυπριακό. Για την ακρίβεια, δεν θα χρειασθεί να περιμένουμε πολύ. Η προγραμματισμένη για τις 12 Ιανουαρίου διάσκεψη θα κρίνει το εάν θα πάμε σε δημοψηφίσματα. Στο μέτωπο αυτό, η Αθήνα εγκλωβίσθηκε από την πρωτοβουλία του προέδρου Αναστασιάδη να συμφωνήσει σε ημερομηνία σύγκλησης της διάσκεψης για το Κυπριακό, αφενός χωρίς να έχει επέλθει συμφωνία στο εδαφικό, αφετέρου χωρίς να έχει προηγηθεί η συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν.
Η Αθήνα δεν ήθελε να πάει σε διάσκεψη, χωρίς να έχει διαπιστωθεί συγκεκριμένα ότι υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας στο ζήτημα των εγγυήσεων. Δεν ήθελε να παγιδευθεί και να βρεθεί αντιμέτωπη με ασφυκτικές πιέσεις. Γι’ αυτό και είχε θέσει ως όρο για τη συμμετοχή της στη διάσκεψη να έχει προηγηθεί η συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν και να έχει καταλήξει θετικά.
Η συνάντηση αυτή θα πραγματοποιηθεί μάλλον τις παραμονές της διάσκεψης, αλλά έχει πλέον χάσει τον ρόλο, για τον οποίον την είχε ζητήσει η Αθήνα. Θα γίνει περισσότερο για να τηρηθούν τα προσχήματα. Στο σημείο που έχει φέρει τα πράγματα ο πρόεδρος Αναστασιάδης, είναι εξαιρετικά δύσκολο ο κυπριακός Ελληνισμός να απεμπλακεί, χωρίς να πληρώσει υψηλό πολιτικό-διπλωματικό κόστος.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια