Ο Τσίπρας, το ΔΝΤ, το Βερολίνο και τα βραχυπρόθεσμα

Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Όπως έχει καταστεί σαφές από τη ρητορική του, εδώ και καιρό ο Τσίπρας είχε επενδύσει όλες τις πολιτικές ελπίδες του στην ικανοποίηση από την Ευρωζώνη τριών αιτημάτων: Πρώτον, την επαρκή ελάφρυνση του χρέους.

Δεύτερον τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο έληγε τον Μάρτιο και παρατείνεται μέχρι το τέλος του 2017. Τρίτον, τη μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και για τα επόμενα χρόνια.

Όσον αφορά το χρέος, το  Eurogroup της 15ης Μαϊου 2016 είχε αποφασίσει την ανακοίνωση των λεγόμενων βραχυπρόθεσμων μέτρων ουσιαστικά πριν τη λήξη του 2016. Στην πραγματικότητα, πέρα από το ελληνικό αίτημα, ήταν η απαίτηση του ΔΝΤ που είχε υποχρεώσει τον Σόιμπλε να αποδεχθεί έστω και αυτό το λίγο. Υπενθυμίζουμε ότι η γερμανική Βουλή (και η ολλανδική) έχουν θέσει ως όρο για την εκταμίευση των δόσεων τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.

Το ΔΝΤ υποστηρίζει σταθερά δύο θέσεις που εξυπηρετούν την Αθήνα: Πρώτον ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ως εκ τούτου απαιτείται γενναία ελάφρυνσή του και μάλιστα άμεσα. Δεύτερον, ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά είναι μη ρεαλιστικός και πως πρέπει να μειωθεί στο 1,5%. Είναι οι δύο θέσεις που δεν δέχεται το Βερολίνο.

Τον περασμένο Μάιο, σ’ εκείνη τη σύνοδο του Eurogroup, το Ταμείο είχε κάνει ένα βήμα πίσω, προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός και να αποτραπεί το ναυάγιο. Είχε, ωστόσο, εξαρτήσει τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα (μέχρι τώρα συμμετέχει στο 3ο Μνημόνιο ως τεχνικός σύμβουλος και όχι ως δανειστής) κυρίως από τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.

Την περασμένη Δευτέρα, το Eurogroup υιοθέτησε την εισήγηση του ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται: Πρώτον, μία ελάφρυνση κατά 200 εκατ. μόνο για το 2017. Δεύτερον, μέση επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής (δανείων από την Ευρωζώνη) από τα 28 στα 32,5 χρόνια. Τρίτον, αντικατάσταση των ομολόγων με κυμαινόμενο επιτόκιο από ομόλογα με σταθερό επιτόκιο.

Από τα μέτρα αυτά, η Ευρωζώνη δεν πρόκειται να χάσει ευρώ, αλλά μέχρι το 2060 η ελάφρυνση εκτιμάται ότι θα ανέλθει γύρω στα 40 δις. Η εκτίμηση στηρίζεται κυρίως στην πρόβλεψη ότι τα επιτόκια που σήμερα είναι διεθνώς σε πολύ χαμηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια θα ανεβούν. Λόγω, όμως, των σταθερών επιτοκίων η Ελλάδα δεν θα επιβαρυνθεί από αυτή την αύξηση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κέρδος από την αποφυγή εκτιμούμενης μελλοντικής επιβάρυνσης. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι κατανέμονται πιο ορθολογικά οι δανειακές υποχρεώσεις στις δεκαετίες του 2030 και 2040. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι έκθεση της Citi εκτιμά ότι το 2060 το ελληνικό χρέος όχι μόνο δεν θα έχει μειωθεί δραστικά, αλλά και ότι θα έχει εκτοξευθεί στο 250% του ΑΕΠ!

Έχοντας αποδεχθεί ότι δεν τίθεται θέμα να κουρευτεί το χρέος, η Αθήνα αγωνιζόταν το προηγούμενο διάστημα για να επιτύχει δύο στόχους: Πρώτον, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα να είναι όσο το δυνατόν πιο γενναιόδωρα. Δεύτερον, να ανακοινωθούν από τώρα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, έστω και αν θα εφαρμόζονταν μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου (καλοκαίρι του 2018). Ο λόγος που ήθελε το δεύτερο ήταν οικονομικός και όχι λογιστικός. Ήθελε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να διαλύσει την αβεβαιότητα για να καταστήσει την Ελλάδα ελκυστική για παραγωγικές επενδύσεις.

Στην πραγματικότητα, η απόφαση του Eurogroup την περασμένη Δευτέρα καθορίσθηκε από τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Βερολίνο και στο ΔΝΤ και όχι από την πολιτική πίεση που άσκησε η Αθήνα. Υπήρξε ένας κάποιος εμπλουτισμός των βραχυπρόθεσμων μέτρων, αλλά δεν υπήρξε απόφαση-ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων.

Το Ταμείο καλωσόρισε την εξέλιξη, αλλά υπογράμμισε ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα είναι ανεπαρκή. Ταυτοχρόνως, επιμένει ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να μειωθεί από 3,5% στο 1,5% του ΑΕΠ για μετά το 2018. Γι’ αυτό και προς το παρόν αποφεύγει να ξεκαθαρίσει επισήμως το εάν θα συμμετάσχει ως δανειστής στο ελληνικό πρόγραμμα.

Είναι κοινό μυστικό, ωστόσο, πως στο παρασκήνιο έχει συμφωνήσει με το Βερολίνο και πως η ρητορική του αυτή εξυπηρετεί επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, εμείς δεν ζητάμε από την Ελλάδα πρόσθετα μέτρα λιτότητας. Επειδή, όμως, οι Ευρωπαίοι επιμένουν αφενός σε ημίμετρα όσον αφορά την ελάφρυνση του χρέους, αφετέρου στην απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, πρέπει οι αριθμοί να βγαίνουν. Γι’ αυτό και θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα. Έτσι δικαιολογείται η απαίτηση του Ταμείου για από τώρα νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων ύψους 4,2 δις που θα εφαρμοσθούν στη διετία 2019-2020.

Σύμφωνα με κορυφαίο υπουργό, ούτε στο ΔΝΤ πιστεύουν ότι θα επιτύχουν την επιβολή στην Αθήνα τέτοιων μέτρων. Η Ευρωζώνη, άλλωστε, δεν τα απαιτεί. Υποστηρίζει πως εάν υπάρξει απόκλιση από τον στόχο θα ενεργοποιηθεί ο “κόφτης” δημοσίων δαπανών. Η ίδια πηγή αμφιβάλει εάν τελικώς το Ταμείο θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα και ως χρηματοδότης. Για τους Γερμανούς είναι αρκετό να συμμετέχει ως τεχνικός σύμβουλος που παίζει τον ρόλο του σκληρού.

Αυτή ενδέχεται να είναι μία εξήγηση για το γεγονός ότι το ΔΝΤ ουσιαστικά υποχώρησε και στο ζήτημα της επαρκούς ελάφρυνσης του χρέους και στο ζήτημα της μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος. Υποχώρησε, δηλαδή, σ’ ό,τι θα ανακούφισε την Ελλάδα. Το Βερολίνο έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένο από αυτό τον συμβιβασμό. Ουσιαστικά πήρε όλα όσα ήθελε, κάνοντας μία μάλλον ασήμαντη υποχώρηση όσον αφορά το περιεχόμενο των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.

Η ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων παραπέμφθηκε για τα μέσα του 2018 εφόσον κριθούν αναγκαία και εφόσον το 3ο Μνημόνιο θα έχει εφαρμοσθεί επιτυχώς. Επίσης, το ζήτημα της μείωσης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα (3,5%) παραμένει στον αέρα. Και βεβαίως ο Σόιμπλε δεν έχει κανένα πρόβλημα με την επιβολή πρόσθετης λιτότητας. Δεν έχει άδικο η γερμανική εφημερίδα Tageszeitung που χαρακτηρίζει την Ελλάδα «αποικία του ευρώ».

Σύμφωνα με κοινοτική πηγή, «ειδικά μετά το ιταλικό “όχι”, ο Σόιμπλε φοβάται ότι θα ενταθούν οι πιέσεις για ακύρωση της λιτότητας. Γι’ αυτό και θεωρεί κρίσιμης σημασίας να διατηρήσει την Ελλάδα σε καθεστώς εξοντωτικής λιτότητας για να τη χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Πιστεύει ότι εάν κάνει βήμα πίσω σ’ αυτό το μέτωπο, θα προκληθεί ντόμινο και θα χάσει τον έλεγχο. Το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας δεν θύμιζε σε τίποτα παλιές συνεδριάσεις. Δεν ήταν μόνο η Γαλλία και η Ιταλία που ζήτησαν ευνοϊκότερη μεταχείριση της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις που έχει κάνει η κυβέρνηση του Τσίπρα. Ήταν εμφανής και μία τάση κατακερματισμού και της ομάδας του Σόιμπλε που δυσκολεύει τα πράγματα γι’ αυτόν».

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θέλει εάν είναι δυνατόν να πάρει πίσω και το τελευταίο ευρώ που χρωστάει η Ελλάδα. Σύμφωνα με πληροφορίες από γερμανική πηγή, έχει επενδύσει πολλά στη δυνατότητα πρόσβασης που από το 2017 θα αρχίσουν να έχουν τα κράτη σε λογαριασμούς πολιτών τους σε ξένες τράπεζες. Γνωρίζει ότι εύποροι Έλληνες διαθέτουν καταθέσεις στο εξωτερικό που υπερβαίνουν κατά πολύ τα 100 δισ. Γνωρίζει, επίσης, ότι στην πλειονότητά τους είναι αφορολόγητο χρήμα.

Θεωρεί, λοιπόν, ότι από αυτή την πηγή το ελληνικό δημόσιο μπορεί να αντλεί πρόσθετα έσοδα αρκετών δισ. ετησίως, με τα οποία μπορεί να συγκεντρώνει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα για την αποπληρωμή του χρέους. Προϋπόθεση είναι η Ελλάδα να παραμένει σε ομηρία. Γι’ αυτό και η ίδια πηγή θεωρεί ότι ειδικά ο Σόιμπλε δεν πρόκειται να διευκολύνει την επιστροφή στις αγορές. Πάντα κατά τις ίδιες πληροφορίες, θα αναμείνει την ώρα που θα τεθεί θέμα 4ου Μνημονίου για να το θέσει στο τραπέζι και να το καταστήσει το σχέδιό του μνημονιακή δέσμευση.

Αντιμέτωπη με την απόφαση του Eurogroup, η κυβέρνηση Τσίπρα βρέθηκε σε δίλημμα: Μη έχοντας –τουλάχιστον αυτή τη στιγμή– στο καλάθι των επιλογών της τη ρήξη, υποχρεώνεται να πουλήσει στην ελληνική κοινή γνώμη σαν επιτυχία τα βραχυπρόθεσμα μέτρα. Έχοντας, όμως, συνείδηση ότι επικοινωνιακά αυτό δεν περπατάει πολύ, προχώρησε στην ανακοίνωση αφενός της παραχώρησης του έκτακτου βοηθήματος στους χαμηλοσυνταξιούχους, αφετέρου του παγώματος της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά (συνολικό κόστος 617 εκατ.).

Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η Αθήνα είχε προ καιρού αφήσει να εννοηθεί ότι προτίθεται να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά απέφυγε να ενημερώσει συγκεκριμένα την Κομισιόν και το Eurogroup. Κατά μία πληροφορία, ο Τσίπρας ενημέρωσε ανεπισήμως τη Μέρκελ για να έχει τα νώτα του καλυμμένα, να μη χρησιμοποιήσει ο Σόιμπλε το επιχείρημα ότι η Αθήνα προέβη σε μονομερή ενέργεια για να συσπειρώσει τους υπόλοιπους εναντίον της. Είναι αξιοσημείωτο πως η εκπρόσωπό του δήλωσε πως δεν είχε ενημερωθεί ούτε το Eurogroup, ούτε το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Ίσως η διατύπωση να έχει τη σημασία της.

Συνειδητοποιώντας ότι συμπιέζεται από τον συμβιβασμό Βερολίνου-ΔΝΤ, ο Τσίπρας δοκιμάζει τα όρια ανοχής της Ευρωζώνης. Στο Μαξίμου εκτιμούν ότι το πολιτικό κλίμα στην ΕΕ δεν αφήνει περιθώρια για τιμωρητική αντίδραση. Το ηχηρό “όχι” στο ιταλικό δημοψήφισμα δεν είχε τις προδιαγραφές να προκαλέσει μείζονος σημασίας αποσταθεροποιητική δόνηση στην ΕΕ.

Αντιπροσωπεύει, ωστόσο, μία ωρολογιακή βόμβα δυνητικά μεγαλύτερης ισχύος από το Brexit. Η ήττα των ευρωπαϊστών ανοίγει την προοπτική ενός δημοψηφίσματος για την παραμονή ή έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ. Εάν τα πράγματα φθάσουν εκεί το αποτέλεσμα πιθανόν να είναι ένας Italexit. Υπενθυμίζουμε ότι από το 2008 η βιομηχανική παραγωγή στη γειτονική χώρα έχει συρρικνωθεί κατά 25%, η νεανική ανεργία έχει εκτοξευθεί στο 40% και το τραπεζικό σύστημα κλυδωνίζεται. Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα. Δεν μπορεί να διασωθεί και εάν επιλέξει την έξοδο από το ευρώ θα δρομολογήσει τη διάλυσή του.

Σ’ αυτό το κλίμα λαμβάνει χώρα η κίνηση του Τσίπρα. Όπως μας είπε κυβερνητική πηγή, «η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που να κινείται στα όρια. Θέλουμε να ανακουφίσουμε τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους νησιώτες που σηκώνουν υπέρμετρο βάρος από το προσφυγικό. Θέλουμε ταυτόχρονα, όμως, να στείλουμε το μήνυμα στους δανειστές ότι το παιχνίδι παίζεται και από τις δύο πλευρές. Δεν μπορούν κάθε τόσο να βάζουν ό,τι θέλουν στο τραπέζι και εμείς να τα αποδεχόμαστε υπάκουα. Είχαμε υποχρέωση να επιτύχουμε για το 2016 πρωτογενές πλεόνασμα 900 εκατ. Επιτύχαμε σχεδόν δύο δισ. Από τη συμφωνία έχουμε δικαίωμα να μοιράσουμε το 40%. Εμείς μοιράζουμε κάτι παραπάνω και χωρίς να ζητήσουμε άδεια. Έστω και οριακά είμαστε εντός της συμφωνίας».

Ρωτήσαμε τον συνομιλητή μας εάν αυτή η κίνηση είναι και ένα μήνυμα ότι ο πρωθυπουργός μπορεί να στήσει κάλπες. Μας απάντησε ως εξής: «πρόθεσή μας δεν είναι οι εκλογές. Θέλουμε να κλείσει άμεσα η αξιολόγηση, να μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση και να επιτύχουμε τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος αρκετά κάτω από το 3,5%. Μπορούμε να δεχθούμε το ύψος αυτό να διατηρηθεί το πολύ μέχρι το 2020. Θέλουμε να βγούμε στις αγορές και το 2018 να απαλλαγούμε από το Μνημόνιο. Δεν πρόκειται, όμως, να υποκύψουμε σε παράλογες απαιτήσεις. Εάν επιμείνουν, ή εάν θέσουν όρο να αποσυρθεί η εξαγγελία του πρωθυπουργού, τότε σου λέω μετά λόγου γνώσεως ότι όλα τα ενδεχόμενα θα ανοίξουν. Δεν μπλοφάρουμε. Μπορεί να χάσουμε την εξουσία, αλλά μια ηρωική έξοδος θα μας κρατούσε αρκετά πάνω από το 20% και θα μας εδραίωνε σαν τον άλλο πόλο. Πιστεύω, όμως, ότι τα πράγματα δεν θα πάρουν τέτοια τροπή. Πολλοί πια στην Ευρώπη έχουν καταλάβει ότι εάν φύγουμε εμείς, η κοινωνική αναταραχή θα είναι ζήτημα χρόνου».

Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι αντιδράσεις εκ μέρους του ευρωιερατείου είναι σε γενικές γραμμές συγκρατημένες. Η εξαγγελία του πρωθυπουργού, όμως, έχει ανεβάσει πολύ το ηθικό των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Η ΝΔ υπογραμμίζει πόσο αρνητικά είχε αντιδράσει ο Τσίπρας όταν ο Σαμαράς είχε μοιράσει έκτακτο βοήθημα, αλλά αυτό που μετράει για τους συμπολιτευόμενους βουλευτές είναι ότι θα έχουν να λένε τις γιορτές στις εκλογικές περιφέρειές τους.

Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια