Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Η πρόθεση του πρωθυπουργού να ολοκληρώσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου τη 2η αξιολόγηση μοιάζει ολοένα και περισσότερο εκτός πραγματικότητας. Ο πρώτος κύκλος των διαπραγματεύσεων με το Κουαρτέτο περισσότερο ανέδειξε το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές παρά έφερε πιο κοντά μία συμφωνία.
Οι δανειστές κάθισαν στο τραπέζι, καταθέτοντας μαξιμαλιστικές προτάσεις όχι μόνο για τα εργασιακά, αλλά και για τα άλλα ζητήματα της ατζέντας. Δεν πρόκειται μόνο για διαπραγματευτική τακτική. Αντανακλά και την προσπάθειά τους να διατηρήσουν υπό έλεγχο και τις δικές τους αντιθέσεις, πρωτίστως την αντίθεση σχετικά με την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Είναι προφανές πως η χρονική μετατόπιση του κλεισίματος της 2ης αξιολόγησης εκ των πραγμάτων αποδυναμώνει και τις όποιες πιέσεις για να συζητηθούν εντός του 2016 τα μέτρα ελάφρυνσης. Με το Βερολίνο να αποκλείει τη λήψη σχετικών αποφάσεων πριν τις γερμανικές εκλογές (φθινόπωρο του 2017) και με το ΔΝΤ να επιμένει ότι χωρίς ελάφρυνση δεν μπορεί να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, το παιχνίδι καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις για τη 2η αξιολόγηση είναι μία κάποια διέξοδος.
Το Κουαρτέτο θα επανέλθει στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου, αλλά ούτε τότε αναμένεται να γεφυρωθεί το υφιστάμενο χάσμα. Όσο και αν το Μαξίμου επιδιώκει συμφωνία το συντομότερο δυνατόν, δεν είναι διατεθειμένο να αποδεχθεί τους μαξιμαλιστικούς όρους των δανειστών.
Τα εργασιακά δικαιώματα είναι στο ιδεολογικό γονίδιο της Αριστεράς. Εκτός από τις ιδεολογικές ευαισθησίες, όμως, τόσο ο κατώτατος μισθός όσο και οι ομαδικές απολύσεις αγγίζουν ένα σημαντικότατο ποσοστό του πληθυσμού, η μεγάλη πλειονότητα του οποίου στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τον έλεγχο της διαδικασίας τον κρατάει το Κουαρτέτο και όχι η κυβέρνηση.
Η επίσκεψη του προέδρου Ομπάμα στην Αθήνα στα μέσα Νοεμβρίου είχε αναπτερώσει τις ελπίδες του Τσίπρα ότι μία δυναμική αμερικανική παρέμβαση προς το ευρωιερατείο και ιδιαιτέρως προς το Βερολίνο θα μπορούσε να σπάσει την αρνητική στάση του διδύμου Μέρκελ-Σόιμπλε. Το γεγονός ότι άλλοι παράγοντες της Ευρωζώνης θεωρούν αναγκαία τη λήψη μέτρων για ελάφρυνση του χρέους ενίσχυε αυτές τις ελπίδες.
Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, όμως, φρόντισε να προσγειώσει τις ελληνικές προσδοκίες. «Μπορώ να σας πω ότι ο πρόεδρος δεν επισκέπτεται την Ελλάδα για να διαπραγματευτεί κάποιον νέο διακανονισμό μεταξύ της Ελλάδας και της ΕΕ». Πηγή που είναι σε θέση να γνωρίζει τις προθέσεις της αμερικανικής πλευράς υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος Ομπάμα θα κινηθεί στη γραμμή των δηλώσεων του υπουργού Οικονομικών Λιού. Θα δηλώσει ότι χρειάζεται και ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν θέλει να δημιουργηθεί η εντύπωση πως θα παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή. Όπως χαρακτηριστικά μας ειπώθηκε ένας τέτοιος ρόλος δεν ταιριάζει στον Αμερικανό πρόεδρο. Ο Ομπάμα δεν θα εξαρτήσει το κύρος του από τη βούληση των Γερμανών.
Για την κυβέρνηση η ελάφρυνση του χρέους, η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η προοπτική μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, δεν είναι απλώς και μόνο ένα αφήγημα για εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Στο Μαξίμου έχουν συνείδηση πως τα ανωτέρω είναι όρος επιβίωσης.
Για φέτος, δικαιολογημένα ισχυρίζονται ότι θα πιάσουν τον μνημονιακό στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ (περίπου 900 εκατ.). Δεν είναι καθόλου σίγουρο, όμως, ότι θα συμβεί το ίδιο τα επόμενα χρόνια. Υπενθυμίζουμε ότι για το 2017 η υποχρέωση είναι πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% (περίπου 3.350 εκατ.). Για το 2018 και τα επόμενα χρόνια είναι 3,5% (περίπου 6.700 εκατ.).
Χωρίς εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι στόχοι αυτοί είναι ανέφικτοι. Ανάπτυξη, όμως, μπορεί να προκύψει από ισχυρό ρεύμα άμεσων ξένων επενδύσεων. Χωρίς γενναία ελάφρυνση του χρέους η αβεβαιότητα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να αρθεί. Αυτό σημαίνει πως δεν πρόκειται να έλθουν μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις.
Ο Τόμσεν έφθασε στο σημείο να χαρακτηρίσει την ελληνική οικονομία «μη επιδιορθώσιμη». Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία πρόσθεσε ότι αν δεν γίνει άμεσα η ελάφρυνση καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να σώσει την κατάσταση. Πρόκειται για πρωτοφανή δήλωση, η οποία αντανακλά τη σύγκρουση μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης, αλλά και συνιστά ομολογία της δραματικής αποτυχίας των Μνημονίων.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, το ΔΝΤ θεωρεί αναγκαία την επέκταση των ωριμάνσεων του ελληνικού χρέους προς την Ευρωζώνη που λήγει πριν το 2040, καθώς και τη μεταφορά στον ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) των δικών του δανείων προς την Ελλάδα. Επίσης, θεωρεί αναγκαίο η Ελλάδα να μην πληρώνει κανένα τόκο για το δημόσιο χρέος της έως το 2040. Θα συμβιβαζόταν, όμως, εάν αντί για γι’ αυτό αποφασιζόταν μείωση στο μισό του επιτοκίου που θα πληρώνει η Ελλάδα στον ESM μετά το 2018.
Τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που αναφέρονται στην απόφαση του Eurogroup τον περασμένο Μάιο ουσιαστικά δεν συνιστούν ελάφρυνση. Εάν, λοιπόν, οι δραστικές αποφάσεις παραπεμφθούν για το καλοκαίρι του 2018, όταν θα λήγει το 3ο Μνημόνιο, η ελληνική οικονομία θα εγκλωβισθεί σε συνθήκες στασιμότητας ή αναιμικής ανάπτυξης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα ανωτέρω υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να προκύψουν με δύο τρόπους ή με συνδυασμό τους:
Πρώτον, με την επιβολή νέων μεγάλων φόρων στην ήδη υπερφορολογημένη ελληνική οικονομίας. Αυτό θα προκαλούσε νέο κύκλο ύφεσης, τροφοδοτώντας ένα καθοδικό σπιράλ.
Δεύτερον, με την ενεργοποίηση του περιβόητου “κόφτη”, δηλαδή με την οριζόντια περικοπή δημοσίων δαπανών. Μία τέτοια εξέλιξη αφενός θα αποδιοργάνωνε τις ήδη υποχρηματοδοτούμενες δημόσιες υπηρεσίες, αφετέρου αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε περικοπές μισθών και συντάξεων. Εκτός αυτού, όπως υπογραμμίζει και το ΔΝΤ, η ενεργοποίηση του “κόφτη” μπορεί να επιτύχει τον δημοσιονομικό στόχο, αλλά θα έχει ισχυρές παρενέργειες. Θα εκτροχιάσει τους στόχους του 3ου Μνημονίου για την αύξηση του ΑΕΠ.
Είναι προφανές πως εάν τα πράγματα πάρουν αυτή την τροπή, εκτός από τις οικονομικές θα προκύψουν και ισχυρές πολιτικές παρενέργειες. Για την ακρίβεια, θα αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση Τσίπρα. Αυτός είναι ο λόγος που έχει ανεβάσει τόσο πολύ τους τόνους όσον αφορά την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους. Στην πραγματικότητα, όμως, η Αθήνα έχει περιορισμένες δυνατότητες να επηρεάσει τα πράγματα. Η μπάλα παίζεται πάνω από το κεφάλι της. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από το εάν και που θα βρεθεί συμβιβασμός ανάμεσα στο ΔΝΤ και στο Βερολίνο.
Ακόμα και με ολοκληρωμένη τη 2η αξιολόγηση, χωρίς απόφαση για ελάφρυνση και με το ΔΝΤ να δηλώνει σ’ όλους τους τόνους πως το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, θα είναι πολύ δύσκολο για τον Ντράγκι να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η συμμετοχή της χώρας μας θα φέρει στο ελληνικό ταμείο κάποια δισ. ευρώ. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι θα διευκολύνει πολύ την επιστροφή στις αγορές.
Η επιστροφή στις αγορές δεν είναι απλώς μία επιδιωκόμενη επάνοδος στην κανονικότητα. Είναι προϋπόθεση για να μην υποχρεωθεί η Ελλάδα το καλοκαίρι του 2018 που λήγει το 3ο Μνημόνιο να ζητήσει και 4ο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της σε πληρωμές. Το ενδεχόμενο αυτό δεν πολυσυζητείται, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο.
Εάν τα πράγματα φθάσουν εκεί, το σενάριο του Grexit θα επανέλθει δριμύτερο στην ατζέντα. Κι αυτό, επειδή είναι αμφίβολο εάν όλες οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης θα δεχθούν να συνάψουν μία νέα δανειακή σύμβαση. Οι Γερμανοί, μάλιστα, ξανασερβίρουν το Grexit με δέλεαρ ένα μεγάλο κούρεμα του ελληνικού χρέους. Τον χορό άνοιξε η εφημερίδα Die Welt και τον συνέχισε τις προηγούμενες ημέρες με πιο επεξεργασμένο τρόπο το οικονομικό ινστιτούτο IFO.
Όπως προαναφέραμε, λόγω και των οικονομικών επιπτώσεων και του υψηλού πολιτικού συμβολισμού που έχει αποκτήσει το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, η έκβαση αυτής της μάχης θα κρίνει και τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις. Εάν ισχύσει το απαισιόδοξο σενάριο, οι ελπίδες του Τσίπρα για πολιτικοεκλογική ανάκαμψη ή τουλάχιστον για συγκράτηση δυνάμεων θα καταρρεύσουν.
Τότε, εκ των πραγμάτων, θα εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη το ενδεχόμενο προκήρυξης πρόωρων εκλογών. Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι η ενότητα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των 153 θα παραμείνει αρραγής, το πολιτικό δίλημμα για τον ΣΥΡΙΖΑ θα προσλάβει πιεστικό χαρακτήρα: Θα προτιμήσει να παραμείνει στην εξουσία, με κόστος τον ορατό κίνδυνο να επιστρέψει σε μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό, ή θα στήσει κάλπες για να φύγει πριν τη βύθιση και κατ’ αυτό τον τρόπο για να παραμείνει ο άλλος πόλος του πολιτικού συστήματος;
Η σχετική συζήτηση έχει αρχίσει εδώ και λίγο καιρό στον ΣΥΡΙΖΑ. Η εσωκομματική “ομάδα των 53”, μάλιστα, έδωσε και απάντηση σε προσυνεδριακό κείμενό της. Εξέφρασε θέση υπέρ της ηρωικής εξόδου, αλλά, υπό το κράτος των αρχηγικών πιέσεων, έκανε πίσω. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν υποστηρικτές αυτής της γραμμής.
Όσο, όμως, παραμένει ζωντανή η ελπίδα για ελάφρυνση του χρέους και για στροφή της οικονομίας προς την ανάπτυξη, η γραμμή αυτή θα παραμένει μειοψηφική. Τα πράγματα θα αλλάξουν εάν το αισιόδοξο σενάριο διαψευσθεί. Τότε, και ο ίδιος ο Τσίπρας όχι απλώς θα βρεθεί σε δίλημμα, αλλά και πιθανότατα θα επιλέξει την ηρωική έξοδο. Προς το παρόν ελπίζει.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ήλθε και η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για τις τηλεοπτικές άδειες που συνιστά εκ των πραγμάτων βαριά ήττα της κυβέρνησης. Και μάλιστα ήττα στο πεδίο του πολέμου εναντίον της διαπλοκής, στο μόνο πεδίο που συνέχιζε να έχει λαϊκή υποστήριξη. Οι άγαρμποι χειρισμοί της, όμως, διευκόλυναν τους ισχυρούς αντιπάλους της όχι μόνο να της κηρύξουν επικοινωνιακό πόλεμο από τα κανάλια, αλλά και να της καταφέρουν καίριο πλήγμα στο θεσμικό επίπεδο.
Όπως έχει ήδη φανεί, οι Τσίπρας και Παππάς δεν πρόκειται να υποχωρήσουν. Επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, επιχειρούν εμμέσως πλην σαφώς να πείσουν την κοινή γνώμη πως η απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας ελήφθη για να ναυαγήσει η προσπάθεια τους να βάλουν τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο και να υποχρεώσουν τους καναλάρχες να πληρώσουν.
Στο Μαξίμου χρησιμοποιούν τη θεσμική ήττα τους για να καταστήσουν πειστική τη θέση ότι η διαχωριστική γραμμή είναι ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο πολυπλόκαμο σύστημα των διαπλεκομένων συμφερόντων. Υποστηρίζουν ακόμα ότι τα διαπλεκόμενα επιστρατεύουν δικαστικές αποφάσεις για να ακυρώσουν τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και κατ’ αυτό τον τρόπο να την αποσταθεροποιήσουν.
Με δεδομένο και τον ισχυρισμό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ότι ο Τσίπρας παρεμβαίνει στη Δικαιοσύνη και οικοδομεί αντιδημοκρατικό καθεστώς, είναι προφανές ότι η πολιτική αντίθεση υπερβαίνει τα συνήθη κοινοβουλευτικά όρια. Για την ακρίβεια, προσλαμβάνει διαστάσεις καθεστωτικής σύγκρουσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε μία τόσο κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ το Σάββατο 29 Οκτωβρίου
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια