Το πολιτικό συνοικέσιο δεν έχει φέρει τον γάμο
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το κόμμα του χάνει συνεχώς εκλογικό έδαφος και αντιμέτωπος με την προοπτική να μην μπει στη Βουλή, ο Θεοδωράκης φάνηκε να υποκύπτει στην πρόσκληση του ΠΑΣΟΚ. Οι συνομιλίες των κομματικών αντιπροσωπειών προχώρησαν, αλλά όταν ήρθε η ώρα της μεγάλης απόφασης, τα πράγματα στράβωσαν. Η Γεννηματά έριξε την ευθύνη αποκλειστικά στην άλλη πλευρά και εν μέρει είχε δίκιο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Θεοδωράκης είχε ενδοιασμούς και γι’ αυτό είχε φροντίσει να εγείρει εμπόδια. Όταν, όμως, βρέθηκε αντιμέτωπος και με αντιδράσεις στο δικό του κόμμα, υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει τη στάση του. Το Ποτάμι έκανε ρελάνς: πρότεινε επανέναρξη του διαλόγου και κοινή συνέντευξη των δύο αρχηγών στις 20 Σεπτεμβρίου με σκοπό να εκθέσουν τις θέσεις τους και να δρομολογήσουν την ενοποιητική διαδικασία.
Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν υπάρχει ανταπόκριση από τη Χαριλάου Τρικούπη. Προφανώς, η Γεννηματά κάνει δεύτερες σκέψεις. Δεν είναι ότι φοβάται μήπως χάσει την ηγεσία του νέου φορέα από τον Θεοδωράκη. Ο συσχετισμός δυνάμεων είναι υπέρ της. Η διαδικασία, όμως, έχει ανοίξει την αρχηγική όρεξη και “πράσινων” στελεχών. Το γεγονός αυτό ενδέχεται υπό προϋποθέσεις να καταστήσει ανεξέλεγκτη την έκβαση της ψηφοφορίας, ή τουλάχιστον να αποσταθεροποιήσει τη θέση της σημερινής προέδρου.
Κυρίως αυτά τα μικροπολιτικά και κάποια άλλα που αφορούν τη μεγάλη πολιτική έφεραν την πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς στο τωρινό αδιέξοδο. Στην πραγματικότητα, όμως, το πολιτικό διακύβευμα είναι πολύ πιο μικρό από όσο μας λέει η ρητορική των πρωταγωνιστών.
Κοινός διακηρυγμένος στόχος είναι η συγκρότηση μίας παράταξης ικανής να επανασυσπειρώσει τον χώρο της κεντροαριστεράς και να τον καταστήσει και πάλι έναν εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος. Στα λόγια και οι δύο συμφωνούν στην ανάγκη πολιτικής αυτονομίας του νέου φορέα έναντι και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν οι υποψήφιοι εταίροι τα έσπασαν, το ΠΑΣΟΚ έσπευσε να κατηγορήσει το Ποτάμι ότι εμμέσως φλερτάρει με τη ΝΔ του Μητσοτάκη. Στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Θεοδωράκης έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να συμπράξει με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αν και θεωρητικά δεν αποκλείει τίποτα για το μέλλον, είναι εμφανές ότι τόσο οι ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες όσο και οι έξωθεν επιρροές τον ωθούν προς την πλευρά του Κυριάκου.
Από την πλευρά της, η Γεννηματά έχει επισήμως υιοθετήσει μία πολιτική διμέτωπου αγώνα. Στην πράξη, όμως, το ΠΑΣΟΚ κατά κανόνα συμπλέει με τη ΝΔ. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ως αντιπολιτευόμενα κόμματα βρίσκονται συχνά στην ίδια όχθη. Όπως, ωστόσο, φάνηκε πολύ καθαρά στην ψηφοφορία για την απλή αναλογική δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος.
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Αυτή είναι και η αιτία που η ομάδα του Βενιζέλου απορρίπτει μετά βδελυγμίας κάθε σκέψη για μελλοντική κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, η ομάδα του Βενιζέλου επί της ουσίας δεν αποδέχεται τη λογική των ίσων αποστάσεων και του διμέτωπου. Θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, ενώ τη ΝΔ πιθανό εταίρο.
Η στρατηγική ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς δεν προσκρούει μόνο στον προβληματικό συνοικέσιο του ΠΑΣΟΚ με το Ποτάμι και στις εσωτερικές αντιθέσεις των “πρασίνων”. Κυρίως προσκρούει στην ανικανότητα αυτών των κομμάτων να εκφράσουν πολιτικά τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα, τα οποία κατά κανόνα, λόγω των μνημονιακών πολιτικών, έχουν πέσει στον γκρεμό ή αγωνίζονται να μην πέσουν.
Όπως συμβαίνει και στη ζωή και στην πολιτική είναι εύκολο να θέτεις στόχους, αλλά δύσκολο να τους επιτυγχάνεις. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η πολιτικοεκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια, που ήταν εξίσου εντυπωσιακή με τη θυελλώδη επέλασή του προς την εξουσία (1974-81), προέκυψε από το γεγονός ότι έπεσε στην αγκαλιά της Τρόικας.
Μπορεί η διαδικασία ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης να είχε αρχίσει πριν χρόνια, αλλά η διάρρηξη των εκλογικών δεσμών του με τα λαϊκά στρώματα άρχισε το 2010, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε σημαιοφόρος του Μνημονίου. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως παρά τις μεγάλες διαφορές τους και οι δύο ηγετικές προσωπικότητές του (Γιώργος Παπανδρέου και Βενιζέλος) είχαν κοινό παρονομαστή την ταύτιση με το Μνημόνιο.
Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, το Μνημόνιο προκάλεσε και μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, αλλά το άλλοτε κραταιό Κίνημα έχει “καεί” ως πολιτικός εκφραστής της.
Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι έχουν κατά κανόνα καταφύγει στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες. Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα υπερέβησαν την παραδοσιακή κομματική τους προτίμηση και στράφηκαν προς τη ΝΔ για να αναχαιτίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΠΑΣΟΚ παραμένουν κυρίως οι μεγάλης ηλικίας ψηφοφόροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους.
Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα.
Για να αποφύγει τη δύση του “πράσινου ήλιου”, ο Βενιζέλος προσπάθησε να κρυφτεί κάτω από την ομπρέλα της “Ελιάς”. Ήλπιζε ότι η έμμεση αλλαγή ονομασίας και η συνεργασία με ορισμένες προσωπικότητες του Σημιτισμού θα διέσωζε τον ίδιο και το κόμμα του. Πώς να επανασυσπειρώσεις, όμως, τα κεντροαριστερού προσανατολισμού μικρομεσαία στρώματα σε μία ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση που έρχεται σε αντίθεση με τα “θέλω” τους; Πώς να τα επαναπροσελκύσεις, ξανασερβίροντάς τους την πολιτική που τα έδιωξε;
Στην πραγματικότητα, τόσο η τότε όσο και η σημερινή φιλολογία για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς αφορά μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, ή αλλιώς τα κεντροαριστερού προσανατολισμού εύπορα μεσοστρώματα. Αυτά, όμως, είναι μειονότητα στον χώρο και όπως προαναφέραμε, λόγω της εχθρότητάς τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μεγάλο μέρος τους ψήφισε ΝΔ.
Η ρευστοποίηση των παραδοσιακών κομματικών ταυτίσεων δεν σημαίνει ότι το νέο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ είναι παγιωμένο. Οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί που ψήφισαν το 2015 τον Τσίπρα και το κόμμα του το έπραξαν με την ελπίδα ότι θα έβαζε ένα τέλος στις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και σε συνθήκες capital controls έδωσαν το εντυπωσιακό 62% στο δημοψήφισμα. Αλλά και όταν λίγο αργότερα ο Τσίπρας υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο, θεώρησαν ότι εκβιάστηκε. Μη έχοντας εναλλακτική κυβερνητική λύση στη συντριπτική πλειονότητά τους τον ξαναψήφισαν. Ήλπιζαν ότι θα φρόντιζε ο λογαριασμός που θα πλήρωναν να είναι συγκριτικά ελαφρύτερος.
Τα γεγονότα διέψευσαν τις προσδοκίες τους. Παρά την αισιόδοξη και παρηγορητική κυβερνητική ρητορική, ολοένα και περισσότερα μικρομεσαία νοικοκυριά πέφτουν στον γκρεμό της φτωχοποίησης. Το γεγονός αυτό συρρικνώνει ολοένα και περισσότερο το δημοσκοπικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πολιτικά αξιοσημείωτο, όμως, ότι από την πολιτικοεκλογική αιμορραγία του δεν κερδίζουν σημαντικό αριθμό ψήφων ούτε η ΝΔ, ούτε τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου που επαγγέλλονται την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς.
Στην πραγματικότητα, ένα πολύ μεγάλο τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων βρίσκεται σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Απομακρύνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν βρίσκει εναλλακτική πολιτική έκφραση. Λόγω της έντασης των μνημονιακών πολιτικών ο αριθμός αυτής της κατηγορίας των ψηφοφόρων αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Και βεβαίως η συμπεριφορά του όταν θα στηθούν κάλπες θα επηρεάσει αποφασιστικά το εκλογικό αποτέλεσμα και κατ’ επέκτασιν τη μάχη για την εξουσία.
Στον ΣΥΡΙΖΑ τρέφουν την ψευδαίσθηση πως ένα πολιτικό άνοιγμα προς τη σοσιαλδημοκρατία είναι ικανό να συγκρατήσει κεντροαριστερής προέλευσης ψηφοφόρους του ή και να επαναπροσελκύσει κάποιους από όσους έχουν ήδη πάρει αποστάσεις. Το εξόφθαλμο κενό πολιτικής εκπροσώπησης της κεντροαριστεράς, όμως, θα καλυφθεί μόνο όταν εκφρασθούν ιδεολογικοπολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες του κορμού της εκλογικής της βάσης, δηλαδή των μικρομεσαίων στρωμάτων. Και αυτό είναι αδύνατον σε συνθήκες Μνημονίου και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για το “χαμένο στη μετάφραση” υποψήφιο πολιτικό ζεύγος Γεννηματά-Θεοδωράκη.
Η αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία δεν αρκεί για κανέναν. Η διεθνής κρίση, άλλωστε, διαλύει την ψευδαίσθηση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι συμβατή με το παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο. Οι ευρωπαϊκές άρχουσες ελίτ προσπαθούν να επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας, οι οποίες τείνουν να “κινεζοποιήσουν” την εργασία και να αποδομήσουν το Κοινωνικό Κράτος.
Οι σοσιαλδημοκράτες, ως ένας από τους δύο πυλώνες των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων, διαχειρίζονται (στην καλύτερη περίπτωση με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία) τη μετάβαση προς την κάθε είδους απορύθμιση. Έχουν, δηλαδή, υποκύψει στις νεοφιλελεύθερες επιταγές της παγκοσμιοποίησης.
Η έμμεση πλην σαφής αυτή προσχώρησή τους έχει μετατρέψει σε μία εκδοχή του φιλελευθερισμού. Όσο μπορούσαν (κυρίως με αύξηση του δημοσίου χρέους) να συντηρούν τη σχετική ευημερία, κατάφερναν να διατηρούν την επιρροή τους στο εκλογικό σώμα, πατώντας σε δύο βάρκες. Η κρίση, όμως, συρρικνώνει τα περιθώρια για συνέχιση αυτής της πολιτικής και σταδιακά βγάζει στην επιφάνεια την αντίφασή τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Το ΠΑΣΟΚ, ως εγχώρια εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, πνέει τα λοίσθια, επειδή ταυτίσθηκε με το Μνημόνιο, δηλαδή με την πιο ακραία εκδοχή της λιτότητας που προωθείται πανευρωπαϊκά. Η κατάρρευσή του και ευρύτερα οι πολιτικές επιπτώσεις του πειράματος ”κοινωνικής μηχανικής” που συντελείται στην Ελλάδα έχουν μηνύματα και για τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, ειδικά στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Είναι αμφίβολο, όμως, εάν μέσα στην τωρινή βολή τους μπορούν να τα διαβάσουν.
Εάν συνεχίσει στην ίδια γραμμή πλεύσης, ο εκφυλισμός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι αναπόφευκτος. Εκτός κι αν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιδράσουν και υποχρεώσουν τα κεντροαριστερά κόμματα να αλλάξουν ρότα και να ηγηθούν της πολιτικής εκστρατείας για επιβολή ρυθμίσεων και περιορισμών στην ασυδοσία της αυτοκρατορίας του χρήματος που κρύβεται πίσω από τον όρο “αγορές”. Η σχετική συζήτηση έχει ήδη αρχίσει, αλλά η πείρα πείθει ότι η έγκαιρη προσαρμογή των πολιτικών δυνάμεων είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας στην ιστορία.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 11-9-2016
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια