Το νέο καθεστώς που εγκαθιδρύει ο Ερντογάν

Του Περικλή Νεάρχου *

Εάν δει κανείς τον συνασπισμό των δυνάμεων, που συμπαρατάχθηκαν στο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν, θα αντιληφθεί, μέσα από αυτές, τι είναι εκείνο που τις ανησυχεί και τις φέρνει σε δυναμική αντίδραση κατά του Ερντογάν.

Τα πολιτικά σχήματα ήταν προηγουμένως πολύ πιο συγκεκριμένα και απλά. Ο τουρκικός στρατός είχε, από το Σύνταγμα καθορισμένο, θεσμικό ρόλο, να διαφυλάττει το κοσμικό καθεστώς της Τουρκίας, που θεμελίωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Τα πράγματα άλλαξαν από τη δεκαετία του ’90. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, η άνοδος του Ισλάμ, ως διεθνούς παράγοντα και η παγκοσμιοποίηση δημιούργησαν νέα δεδομένα.
Η αμερικανική πολιτική άρχισε να προβληματίζεται πάνω στην ιδέα του «ήπιου» Ισλάμ, το οποίο θα μπορούσε να εκφράσει τις νέες ανάγκες και να εξελιχθεί σε μοντέλο για διάφορες μουσουλμανικές χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ υπεστήριξαν την άνοδο στην εξουσία στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος απομακρύνθηκε από τις ακραίες θέσεις του Τούρκου ισλαμιστή Ερμπακάν.
Ο ιμάμης Γκιουλέν, που σήμερα καταδιώκεται από τον Ταγίπ Ερντογάν και καταγγέλλεται ως «τρομοκράτης» και ως ο εγκέφαλος του πραξικοπήματος, υπήρξε ο μέντωρ του Ταγίπ Ερντογάν και ο πολυτιμότερός του σύμμαχος στην κρίσιμη αναμέτρησή του με τους κεμαλικούς στρατηγούς.
Με τη βοήθεια του Γκιουλέν και του δικτύου του στον Στρατό, στην Αστυνομία, στη Στρατοχωροφυλακή, στο Δικαστικό Σώμα και σ’ όλο τον κρατικό μηχανισμό, ο Ταγίπ Ερντογάν επεβλήθη και κέρδισε τη μάχη με τους στρατηγούς.
Η Συρία υπήρξε το πεδίο στο οποίο δοκιμάσθηκε και απέτυχε το μοντέλο του λεγόμενου «ήπιου» Ισλάμ. Η τουρκική πολιτική ταυτίσθηκε με τους ακραίους ισλαμιστές. Ηδη, η περιβόητη «Αραβική Ανοιξη» είχε καταλήξει σε αποτυχία και χάος. Το τουρκικό φιάσκο στη Συρία επεδείνωσε τις σχέσεις Γκιουλέν και Ερντογάν, που είχαν αρχίσει από πολύ ενωρίτερα να ψυχραίνονται και να αποκτούν εμπόλεμο χαρακτήρα.
Ο ιμάμης Γκιουλέν ήθελε μια Τουρκία σταθερά προσδεδεμένη στη Δύση, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, και μοντέλο ενός «ήπιου» Ισλάμ, που συνδυάζει τη διδασκαλία του Ισλάμ με τις επιστήμες, την ειδική γνώση, την τεχνολογία και την ανάπτυξη. Ο Ερντογάν άρχισε να δυσφορεί για τη συνεχώς αυξανόμενη ισχύ του δικτύου Γκιουλέν και την προβολή εκ μέρους του ενός μοντέλου, που δεν συμβάδιζε με το δικό του όραμα.
Ο Ταγίπ Ερντογάν θεώρησε π.χ. ως ιστορική ευκαιρία για επέκταση τον πόλεμο στη Συρία και ως ένα πρώτο βήμα στην πραγματοποίηση των στόχων της νεοοθωμανικής πολιτικής του.
Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ φαινόταν επίσης αντιφατική τροχοπέδη. Η ρήξη με το Ισραήλ έγινε μια άλλη αιτία τριβής μεταξύ Γκιουλέν και Ερντογάν.
Η αμερικανική πολιτική, ενώ στην αρχή υπεστήριξε τους ισλαμιστές στη Συρία, με στόχο την ανατροπή Ασαντ, στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε. Ο πρώτος λόγος ήταν η πλήρης κατάρρευση των παρουσιαζόμενων ως «μετριοπαθών» ανταρτών και η πλήρης επικράτηση των ακραίων ισλαμιστών του ISIS και της Σαπχάτ Αλ Νούσρα, με όλο το σκηνικό της απίστευτης βαρβαρότητας που επέδειξαν.
Ο δεύτερος ήταν η πλήρης αυτονόμηση των ισλαμιστών και η διεκδίκηση παγκόσμιου χαλιφάτου. Η ταύτιση των τριών τοπικών συμμάχων των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και της Τουρκίας με τους ισλαμιστές, επιδιώκοντας η καθεμία χώρα τους δικούς της στόχους, έφερε σε αμηχανία και προβληματισμό την αμερικανική πολιτική.
Η τελευταία εγκλωβίστηκε από δικά της λάθη σε μια πολιτική που δεν μπορούσε να υπερασπίσει. Σ’ αυτή τη ρωγμή, μπόρεσε άνετα να παρέμβει στη Συρία η Ρωσία και να ανατρέψει τα δεδομένα.
Το πραξικόπημα στην Τουρκία ήρθε ως επιτομή του αδιεξόδου, που δημιούργησε η ίδια η τουρκική πολιτική, με την εμπλοκή της κυρίως στη Συρία αλλά και τις συνέπειες ειδικότερα που προέκυψαν στο κουρδικό και στις σχέσεις με τη Ρωσία.
Προέκυψε όμως ταυτόχρονα ως αποτέλεσμα της δυσπιστίας στον Ερντογάν, που συσσωρεύτηκε, και την τελευταία περίοδο, στις ΗΠΑ και του ρήγματος που δημιουργήθηκε στην τουρκική κοινωνία και στον στρατό, σε σχέση με τις πολιτικές Ερντογάν και την προοπτική της Τουρκίας.
Απέναντι στον Ερντογάν βρέθηκαν, τη φορά αυτή, όχι μόνο κεμαλικοί αξιωματικοί, αλλά και αξιωματικοί του δικτύου Γκιουλέν και στελέχη απ’ όλους τους τομείς του κρατικού μηχανισμού. Είναι προφανές ότι, εάν επετύγχανε το πραξικόπημα, η Τουρκία θα ήταν πιο κοντά στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, πιο κοντά στο μοντέλο του «ήπιου» Ισλάμ και πιο κοντά στις αμερικανικές πολιτικές στην περιοχή και στους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Εξ αντιθέτου, οι μαζικές εκκαθαρίσεις Ερντογάν πλήττουν τις φιλοδυτικές και φιλονατοϊκές ελίτ, προωθούν ως κυρίαρχη ιδεολογία ένα μείγμα ισλαμοεθνικισμού και δίνουν την ευκαιρία στον Ερντογάν να προωθήσει ένα καθεστώς στην Τουρκία, που θα έχει τη δική του προσωπική σφραγίδα.
Τα βαθιά ρήγματα που υπάρχουν και η ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στον τουρκικό χώρο καθιστούν τη νίκη του Ερντογάν εύθραυστη, σε βαθμό που να φαίνεται ως μια πύρρειος νίκη.
Είναι όμως αναγκασμένος από τις συνθήκες για την υπεράσπιση του ιδίου και του καθεστώτος του ν’ ακολουθήσει πολιτική φυγής προς τα εμπρός, αναζητώντας διεθνή ερείσματα και προβάλλοντας τον εαυτό του ως υπέρμαχο της μεγάλης Τουρκίας, που δεν θέλουν και υπονομεύουν οι σύμμαχοί της, συνεργαζόμενοι με εσωτερικούς φίλους και συμμάχους τους, όπως ο καταγγελλόμενος ιμάμης Γκιουλέν.
Για πρώτη φορά, από την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία απειλεί να επανεξετάσει, εάν χρειαστεί, τις σχέσεις της με τη Δύση. Ανεξάρτητα από τις τουρκικές απειλές, το γεωπολιτικό τοπίο στην περιοχή είναι σε πλήρη ρευστότητα και αναμένονται πολύ σημαντικές ανακατατάξεις.

* O Περικλής Νεάρχου είναι πρέσβης ε.τ.

** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια