Το νεοφερμένο λεοντόψαρο, αλλά και μόνιμοι κάτοικοι, όπως οι δράκαινες και οι σκορπίνες, καιροφυλακτούν στα νερά μας. Τι πρέπει να ξέρουμε
Η άφιξη ενός τοξικού τροπικού ψαριού στη Ρόδο έχει σημάνει συναγερμό τους τελευταίους μήνες με προειδοποιήσεις και οδηγίες αν όχι ακριβώς προς τους ναυτιλλομένους, οπωσδήποτε προς τους λουομένους και τους επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες που μπορεί να έλθουν σε επαφή μαζί του.
Το πανέμορφο λεοντόψαρο, περιζήτητο στα ενυδρεία, έχει δηλητήριο στα εντυπωσιακά αγκάθια του και, αν και δεν είναι επιθετικό, είναι επικίνδυνο αν το πατήσετε ή το αγγίξετε κατά λάθος. Στα ελληνικά νερά ζουν ωστόσο και άλλα δηλητηριώδη ψάρια, οι δράκαινες και οι σκορπίνες, και ειδικά το τσίμπημα των πρώτων είναι εξαιρετικά οδυνηρό. Δείτε στις επόμενες σελίδες πού θα συναντήσετε όλα αυτά τα τοξικά είδη, τι θα πρέπει να προσέξετε και τι θα πρέπει να κάνετε σε περίπτωση που τρυπηθείτε από τα αγκάθια τους.
Ενα τροπικό ψάρι που εδώ και περίπου έναν χρόνο έχει εγκατασταθεί στα νερά μας έχει γίνει η αιτία για την έκδοση επανειλημμένων προειδοποιήσεων όχι μόνο από τους ελληνικούς αλλά και από διεθνείς αρμόδιους φορείς. Το λεοντόψαρο (Pterois miles) είναι πανέμορφο με τα μεγάλα εντυπωσιακά αγκάθια του που το κάνουν περιζήτητο έκθεμα για τα ενυδρεία. Τα αγκάθια αυτά όμως εκκρίνουν ένα δραστικό δηλητήριο που περνάει ακαριαία σε όποιον οργανισμό τύχει να τρυπήσουν και ο άνθρωπος φυσικά δεν εξαιρείται. Για τον λόγο αυτόν όσοι κολυμπούν ή ψαρεύουν στις ανατολικές ακτές της Ρόδου αλλά και γενικότερα στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Ωστόσο δεν υπάρχει λόγος πανικού. Η νεοφερμένη απειλή είναι αντιμετωπίσιμη και όχι απολύτως «ξένη» προς εμάς. Αυτόχθονα δηλητηριώδη ψάρια, όπως οι δράκαινες και οι σκορπίνες (στενοί συγγενείς του λεοντόψαρου), ζουν ήδη στις θάλασσές μας και είμαστε απολύτως εξοικειωμένοι με αυτά. Αν και αρκετά πιο ισχυρό, το δηλητήριο του λεοντόψαρου δεν διαφέρει και πολύ από αυτό που διαθέτουν τα γνωστά μας τοπικά είδη. Και καθώς ο εισβολέας από την Ερυθρά Θάλασσα αναμένεται να εξαπλωθεί, καλό είναι να τον αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Να μάθουμε δηλαδή να ζούμε μαζί του και να συνηθίσουμε να τον βλέπουμε όχι μόνο στο νερό αλλά - γιατί όχι; - και στο πιάτο μας. Μετά το καθάρισμα και το μαγείρεμα, το κρέας του είναι απολύτως ασφαλές και, όπως διαβεβαιώνουν οι κοσμοπολίτες ψαροφάγοι, εξαιρετικά νόστιμο.
Επισήμως κάτοικος της Ρόδου
Ο συναγερμός για την επικείμενη άφιξη του λεοντόψαρου στις ελληνικές θάλασσες είχε δοθεί το 2015, καθώς το τροπικό ψάρι είχε ήδη εντοπιστεί στα παράλια της Κύπρου, του Λιβάνου, της Συρίας και της Τουρκίας. «Πέρυσι το καλοκαίρι ήρθε και σε εμάς, ενώ εφέτος έγινε καταγραφή του και στην Τυνησία» λέει στο «Βήμα» η Αργυρώ Ζενέτου, διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). «Είναι χωροκατακτητικό είδος και θα συνεχίσει να εξαπλώνεται στη Μεσόγειο. Προς το παρόν στην Ελλάδα έχει καταγραφεί μόνο στη Ρόδο, όμως δεν αποκλείεται να υπάρχει και αλλού. Ως τώρα ωστόσο δεν έχουμε άλλες καταγραφές». Στη Ρόδο πάντως το τροπικό είδος φαίνεται να νιώθει… σαν στο σπίτι του, αφού ευδοκιμεί και έχει σταθερή και μόνιμη παρουσία - το Ενυδρείο της Ρόδου είναι μάλιστα το μοναδικό στη Μεσόγειο που διαθέτει λεοντόψαρα τα οποία προέρχονται από τα τοπικά νερά.
«Προς το παρόν ο πληθυσμός έχει απλωθεί στις ανατολικές ακτές του νησιού, όπου έχουν βρεθεί δείγματα σε πολλά σημεία, αλλά δεν έχει αλιευθεί ακόμη στις δυτικές ακτές, προς το Αιγαίο» μας λέει η Μαρία Κορσίνι-Φωκά, ειδική λειτουργική επιστήμονας στον Υδροβιολογικό Σταθμό του ΕΛΚΕΘΕ στη Ρόδο. «Οπως φαίνεται πάντως, του αρέσουν τα νερά εδώ. Από τις πρώτες μετρήσεις μας φαίνεται ότι αναπαράγεται το καλοκαίρι, όμως ακόμη δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, υπάρχει πιθανότητα να αναπαράγεται και τον χειμώνα. Στην Καραϊβική, όπου το είδος εισέβαλε εδώ και πολλά χρόνια, αναπαράγεται σε όλες τις εποχές.Μόνο έναν χρόνο το έχουμε εδώ, οπότε θα πρέπει να κάνουμε και άλλες μελέτες». Τα νερά στη Ρόδο είναι πιο ζεστά σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, όμως οι επιστήμονες θεωρούν ότι το επόμενο διάστημα το λεοντόψαρο θα εξαπλωθεί σχεδόν παντού, αφού στην πλειονότητα των ελληνικών θαλασσών οι θερμοκρασίες δεν είναι απαγορευτικές για να το φιλοξενήσουν, με εξαίρεση ίσως το Βορειοδυτικό Αιγαίο, από την Καβάλα ως τη Θεσσαλονίκη, όπου τα νερά είναι πιο κρύα. Οπως επισημαίνουν ωστόσο, η επέλαση των τροπικών ψαριών στη Μεσόγειο είναι κάτι νέο και ακόμη δεν έχουν δοκιμαστεί οι δυνατότητες προσαρμογής τους. Κάποια από αυτά, όπως η φιστουλάρια, γνωστή και ως ψάρι κορνέτα (Fistularia commersonii), ή ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus), προσαρμόστηκαν και με το παραπάνω, αφού χρειάστηκαν λιγότερο από δύο δεκαετίες για να εξαπλωθούν ως την Ισπανία.
Λιοντάρι ή σκορπιός;
Το λεοντόψαρο ανήκει στην οικογένεια των Σκορπινιδών - είναι δηλαδή στην ουσία ένας καλά... αρματωμένος σκορπιός. Το επιστημονικό όνομά του, Pterois miles, προέρχεται από το ελληνικό «φτερό» και το λατινικό «στρατιώτης» και οφείλεται στα εντυπωσιακά δηλητηριώδη αγκάθια του που αποτελούν το τρομερό όπλο του. Είναι αρκετά μεγάλο ψάρι, το μέσο μήκος του είναι τα 35 εκατοστά αλλά μπορεί να φθάσει και τα 50, αλλά δεν είναι επιθετικό. Δεν θα πλησιάσει τον άνθρωπο αν ο ίδιος δεν το ενοχλήσει, εκτός και αν πρόκειται για κάποιον δύτη ο οποίος έχει στο δίχτυ του «λιχουδιές» όπως χταπόδια ή άλλα ψάρια που μπορεί να το προελκύσουν (το ίδιο ισχύει για τον λαγοκέφαλο, ο οποίος μάλιστα δεν είναι καν επικίνδυνος στην επαφή, είναι δηλητηριώδης μόνο όταν καταναλώνεται). Αν λοιπόν δείτε το λεοντόψαρο μέσα στο νερό, μη φοβηθείτε, απλώς αποφύγετε να το πλησιάσετε.
Ο κίνδυνος, όπως μας λένε οι ειδικοί, προκύπτει όταν δεν το βλέπουμε και το πατάμε ή ερχόμαστε σε επαφή μαζί του χωρίς να το καταλάβουμε. «Ζει σε βραχώδεις βυθούς και είναι είδος κρυπτικό, συνήθως κρύβεται. Μπορεί να βρίσκεται ανάμεσα σε βράχια ή σε φυτά, σε μικρά σχετικά βάθη» λέει η κυρία Ζενέτου. «Του αρέσουν τα ρηχά νερά γιατί είναι πιο ζεστά. Οπως μας είπαν οι ψαράδες, το συναντoύν από τα 4 μέχρι τα 30 μέτρα βάθος» προσθέτει η κυρία Κορσίνι-Φωκά. «Και είναι επικίνδυνο αν το πατήσει κάποιος γιατί έχει πολλές άκανθες με δηλητήριο οι οποίες είναι μακρόστενες και μπορεί να εισχωρήσουν αρκετά βαθιά μέσα στο δέρμα». Οι επιστήμονες συνιστούν λοιπόν προσοχή στο πού πατάτε καθώς μπαίνετε ή βγαίνετε από το νερό σε σημεία με βράχια και φυτά. Η συμβουλή για «προσοχή στο πάτημα» δεν ισχύει μόνο για το συγκεκριμένο είδος αλλά και για τα άλλα δηλητηριώδη ψάρια που ζουν στις θάλασσές μας.
Εξαδέλφες οι σκορπίνες
Οι στενοί συγγενείς του λεοντόψαρου που είναι αυτόχθονες στη χώρα μας είναι οι σκορπίνες - γνωστές επίσης και ως σκόρπαινες ή σκορπιοί. Στην Ελλάδα έχουμε έξι είδη, με πιο διαδεδομένα τον κόκκινο σκορπιό (Scorpaena scrofa) και τον μαυροσκορπιό (Scorpaena porcus). Αν και ανήκουν στην ίδια οικογένεια με το λεοντόψαρο, αυτή των Σκορπινιδών, δεν έχουν ανάλογη εντυπωσιακή εμφάνιση. Αντιθέτως είναι πολύ λιγότερο ελκυστικά στην όψη ψάρια, με κοινό χαρακτηριστικό το μεγάλο κεφάλι τους. Τα περισσότερα είδη έχουν κοκκινωπή-καφέ απόχρωση και σκούρες κηλίδες που τα κάνουν να «καμουφλάρονται» στο περιβάλλον στο οποίο ζουν. Ολα τους διαθέτουν πολυάριθμα αγκάθια με δηλητήριο, είναι όμως λιγότερο τοξικά από το λεοντόψαρο και τις δράκαινες.
Οσον αφορά τα μέρη όπου μπορεί να τα συναντήσετε, όπως όλα τα είδη των Σκορπινιδών ζουν σε βραχώδεις περιοχές. «Εκτός από τη βαθύβια σκορπίνα, τη Helicolenus dactylopterus που είναι γνωστή ως λειψός, όλα τα άλλα είδη ζουν και σε ρηχά νερά, κυρίως σε βράχια και σε φυκιάδες» λέει στο «Βήμα» η Παρασκευή Καραχλέ, εντεταλμένη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ. «Και επειδή ακριβώς τα χρώματά τους είναι τέτοια που μοιάζουν με τα βράχια ή με τη φυτοκάλυψη, μπορεί κάποιος να μην τα προσέξει και να τα πατήσει».
Δράκοι της θάλασσας
Οι δράκαινες δεν συγγενεύουν με το λεοντόψαρο και δεν είναι τόσο τοξικές όσο αυτό. Εχουν ωστόσο και αυτές αρκετά ισχυρό και πολύ «οδυνηρό» δηλητήριο. Ανήκουν στην οικογένεια των Τραχινιδών η οποία περιλαμβάνει εννέα είδη και στην Ελλάδα ζουν τέσσερα από αυτά: η μεγάλη δράκαινα (Trachinus draco) που είναι η πιο διαδεδομένη και φθάνει σε μήκος τα 40 ή και 50 εκατοστά, η γραμμοδράκαινα (Trachinus radiatus), η αραχνοδράκαινα (Trachinus araneus) και η μικρή δράκαινα (Echiichthys vipera) που είναι και η πιο τοξική. Ολα τα είδη μοιάζουν μεταξύ τους, έχουν σκουροκίτρινο-γκρίζο χρώμα και διαθέτουν αγκάθια από τα οποία εκκρίνουν ισχυρό δηλητήριο.
Θα τις συναντήσετε ακόμη και σε πολύ ρηχά νερά αλλά σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που προτιμούν οι σκορπιοί, αφού ζουν σε αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς. «Χώνονται μέσα στην άμμο και αφήνουν έξω μόνο τα μάτια και το πτερύγιό τους» λέει η κυρία Καραχλέ. «Εκεί ακριβώς έγκειται και το πρόβλημα, μπορεί να τις πατήσει κάποιος πολύ εύκολα χωρίς να το καταλάβει και τις βρίσκουμε ήδη από πολύ μικρά βάθη, στο ένα μέτρο». Αν τις ψαρέψετε - η συμβουλή αφορά επίσης το λεοντόψαρο και τις σκορπίνες -, προσέξτε πολύ πώς θα τις πιάσετε αλλά και πώς θα τις καθαρίσετε για να τις μαγειρέψετε, γιατί τα αγκάθια διατηρούν το δηλητήριό τους για αρκετό διάστημα μετά τον θάνατό τους.
Επικίνδυνα αλλά νόστιμα
Αν και επικίνδυνες, οι σκορπίνες και οι δράκαινες κατέχουν εξέχουσα θέση στην ελληνική κουζίνα γιατί η σάρκα τους είναι πολύ νόστιμη. Το ίδιο ισχύει για το λεοντόψαρο, το οποίο θεωρείται εκλεκτός μεζές σε άλλα μέρη του πλανήτη. Στην Καραϊβική και στη Φλόριδα μάλιστα, όπου αποτελεί επίσης ξενικό είδος αλλά έχει εγκατασταθεί για τα καλά, σερβίρεται στα καλύτερα εστιατόρια. Κάτι ανάλογο, όπως μας λένε οι ειδικοί, θα πρέπει να γίνει στο μέλλον και εδώ, στις περιοχές όπου εγκαθίσταται. Ενας βασικός λόγος είναι ο έλεγχος των πληθυσμών του, αφού το νεοφερμένο τροπικό είδος δεν έχει εδώ άλλον θηρευτή από τον άνθρωπο (εκτός ίσως από την επίσης ξενική αλλά εγκατεστημένη στη Μεσόγειο φιστουλάρια η οποία τρώει τα μικρά του). Ο άλλος είναι ότι μπορεί να μας προσφέρει οικονομικά οφέλη. «Στην Κύπρο ακολουθούν σαν μέτρο αντιμετώπισης το να το ψαρεύουν, να το βγάζουν έξω και να το πετάνε. Αυτή όμως δεν είναι η καλύτερη λύση» μας λέει η κυρία Ζενέτου. «Προτιμότερο θα ήταν να μπορούσε να αποτελέσει και αυτό οικονομική πηγή. Θα μπορούσαν να το διοχετεύουν στην αγορά, να το πουλάνε στα ενυδρεία, όπου έχει ζήτηση γιατί είναι πολύ όμορφο, ή, αν μάθουν να το καθαρίζουν σωστά, να το τρώνε». Ηδη στη Ρόδο, αν κάνετε μια βόλτα στην ψαραγορά, μπορεί να το πετύχετε μπερδεμένο ανάμεσα σε άλλα ψάρια σε κάποιο τελάρο. Αν αποφασίσετε να το βάλετε στη διατροφή σας, κάντε μια μικρή έρευνα στο Διαδίκτυο: θα βρείτε οδηγίες για το καθάρισμά του και συνταγές για το μαγείρεμα.
Αντίδοτο στο τσίμπημα
Οι τοξικές ουσίες που χρησιμοποιούν ως όπλο επίθεσης ή άμυνας τα διάφορα ψάρια έχουν αρχίσει να μελετώνται ενδελεχώς μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Ετσι δεν γνωρίζουμε ακόμη την πλήρη σύσταση των δηλητηρίων που εκκρίνουν το λεοντόψαρο, οι δράκαινες και οι σκορπίνες. Ξέρουμε ωστόσο ότι όλα είναι πρωτεϊνικής φύσεως και αυτά των Σκορπινιδών έχουν πολύ συχνά ένα κοινό συστατικό, την ακετυλοχολίνη. Πρόκειται για μια ουσία την οποία εκκρίνει σε πολύ μικρές δόσεις και ο ανθρώπινος οργανισμός: είναι ένας νευροδιαβιβαστής που δίνει «σήμα» για την ενεργοποίηση των μυών, εμπλέκεται στη λειτουργία του συμπαθητικού και του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος καθώς και του εγκεφάλου, όπου αλλάζει τον τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών από τα διάφορα εγκεφαλικά συστήματα. Σε μεγάλες δόσεις ωστόσο η ακετυλοχολίνη μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη. Το δηλητήριο του λεοντόψαρου την έχει σε αρκετά υψηλές συγκεντρώσεις και σε συνδυασμό με άλλες ουσίες.
Το τσίμπημα του νεοφερμένου τροπικού ψαριού είναι λοιπόν το πιο επικίνδυνο. Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις αλλεργικής αντίδρασης (κάτι που ισχύει για όλα τα τσιμπήματα), τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι πολύ έντονος πόνος, οίδημα, «κάψιμο» και κοκκίνισμα τοπικά στο σημείο που έχει τρυπηθεί, ναυτία, εφίδρωση, δύσπνοια ή ενίοτε και τάση για εμετό, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί ακόμη και προσωρινή παράλυση των άκρων ή, σπανιότερα, θάνατος.
Αμέσως επόμενες σε τοξικότητα είναι οι δράκαινες. Το δηλητήριό τους αποτελεί επίσης ένα κοκτέιλ πρωτεϊνών, ενώ εκείνο της μικρής δράκαινας Echiichthys vipera, που είναι και το πιο δυνατό και οδυνηρό, περιέχει μια «δική του» δραστική ουσία, τη δρακοτοξίνη. Και εδώ τα συνηθισμένα συμπτώματα είναι έντονος πόνος, οίδημα (σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσει μήνες) και κάψιμο στο σημείο του τραύματος, ναυτία. Σπανίως μπορεί να παρατηρηθεί απώλεια των αισθήσεων, όμως σήμερα πλέον το τσίμπημα της δράκαινας δεν θεωρείται θανατηφόρο. Το τσίμπημα όλων των ειδών σκορπίνας είναι το πιο... light: πονάει μεν, αλλά αρκετά λιγότερο και τα συμπτώματα υποχωρούν πιο γρήγορα.
Αν έχετε την ατυχία να τρυπηθείτε από οποιαδήποτε από τα παραπάνω ψάρια η πρώτη αντιμετώπιση που συστήνεται από τους ειδικούς είναι κοινή: καθαρίστε την πληγή και αφαιρέστε τυχόν υπολείμματα από τα αγκάθια, εφαρμόστε κάποιο αντιισταμινικό σκεύασμα για τσιμπήματα και, παρά το γεγονός ότι κάποιοι το συνιστούν, ΜΗ βάλετε πάγο! Αντιθέτως, βυθίστε το πονεμένο σημείο σε όσο πιο ζεστό νερό μπορείτε να αντέξετε (προσοχή, όχι καυτό, σε σημείο που να πάθετε έγκαυμα). Αυτό το «ψήσιμο», όπως το λένε οι ψαράδες, ανακουφίζει σε σημαντικό βαθμό γιατί η θερμότητα μειώνει τη δραστικότητα των πρωτεϊνών του δηλητηρίου. Παράλληλα μπορείτε να πάρετε κάποιο παυσίπονο για ανακούφιση από τον πόνο. Αμέσως μετά ωστόσο καλό θα είναι να επισκεφθείτε το ιατρικό κέντρο της περιοχής.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια