Η αυξημένη κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων, μπορεί να συμβάλλει στην μείωση του κινδύνου θανάτου από καρκίνο του παχέος εντέρου, υποστηρίζουν αμερικανοί ερευνητές σε άρθρο που δημοσίευαν στο επιστημονικό έντυπο Gut.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι τα ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (συγκεκριμένα τα EPA, DHA και DPA) καταστέλλουν την ανάπτυξη των καρκινικών όγκων και χαλιναγωγούν την παροχή αίματος στα κακοήθη κύτταρα.
Η νέα έρευνα βασίστηκε στην ανάλυση στοιχείων από δύο μεγάλες μακροπρόθεσμες μελέτες, την Nurses' Health Study στην οποία είχαν λάβει μέρος 121.700 νοσοκόμες, 30-55 ετών, το 1976 και την Health Professionals Follow Up Study στην οποία είχαν συμμετάσχει 51.529 άνδρες επαγγελματίες υγείας, 40-75 ετών, το 1986.
Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν συμπληρώσει ερωτηματολόγια για το ιατρικό ιστορικό τους και παράγοντες του τρόπου ζωής, όταν εγγράφηκαν στις έρευνες και εν συνεχεία κάθε δύο χρόνια.
Στις πληροφορίες περιλαμβάνονταν και τυχόν διαγνώσεις καρκίνου του παχέος εντέρου και άλλων σχετικών παραγόντων κινδύνου, όπως το ύψος, το βάρος, το κάπνισμα, η τακτική λήψη ασπιρίνης και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και η γυμναστική.
Κάθε τέσσερα χρόνια ανανεώνονταν τα στοιχεία για την διατροφή των συμμετεχόντων, με κάθε τρόφιμο να κατατάσσεται σε κατηγορίες, όπως «ποτέ ή λιγότερο από έναν μήνα» ή «έξι ή περισσότερες φορές την ημέρα».
Η πληρότητα των στοιχείων ήταν πάνω από 95% για κάθε ερωτηματολόγιο και στις δύο μελέτες, έως το 2010.
Μεταξύ των 1.659 συμμετεχόντων που εκδήλωσαν καρκίνο παχέος εντέρου, 561 απεβίωσαν, και 169 εξ αυτών των θανάτων χαρακτηρίστηκαν ως θάνατοι λόγω της νόσου, σε ένα χρονικό διάστημα παρακολούθησης 10,5 ετών. Άλλες μείζονες αιτίες θανάτου ήταν η καρδιαγγειακή νόσος (153) και άλλοι καρκίνοι (113).
Τα άτομα που ανέφεραν αυξημένη πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων από λιπαρά ψάρια είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι σωματικά ενεργά, να παίρνουν πολυβιταμίνες, να πίνουν αλκοόλ και να καταναλώνουν περισσότερη βιταμίνη D και φυτικές ίνες. Επίσης, ήταν λιγότερο πιθανό να καπνίζουν.
Όσοι είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του παχέος εντέρου και η διατροφή τους περιείχε υψηλά επίπεδα ω-3 είχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από τη νόσο. Ωστόσο, τα εν λόγω λιπαρά οξέα δεν μείωναν τον κίνδυνο θανάτου συνολικά.
Η έκταση της μείωσης του κινδύνου συνδεόταν με την δοσολογία, και αυτό ίσχυε ακόμα και όταν συνεκτιμήθηκε η κατανάλωση των ω-3 λιπαρών οξέων πριν τη διάγνωση του καρκίνου, καθώς και άλλοι σχετικοί παράγοντες.
Συγκριτικά με τους ασθενείς που κατανάλωναν λιγότερο από 0,1 γραμμάριο ω-3 λιπαρών οξέων καθημερινά, όσοι έπαιρναν τουλάχιστον 0,3 γραμ. μετά τη διάγνωση είχαν 41% μικρότερο κίνδυνο θανάτου από τη νόσο.
Ο μειωμένος κίνδυνος προέκυπτε τόσο από τις διατροφικές πηγές, όσο και από τα διατροφικά συμπληρώματα ω-3 λιπαρών οξέων, αν και ελάχιστα άτομα έπαιρναν τα τελευταία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχέση μεταξύ ω-3 λιπαρών οξεων και μειωμένου κινδύνου θανάτου, ήταν εμφανής περισσότερο σε άτομα με υψηλό ανάστημα, δείκτη μάζας σώματος κάτω από 25 ή που δεν έπαιρναν τακτικά ασπιρίνη.
Και η αύξηση της πρόσληψης ω-3 κατά τουλάχιστον 0,15 γραμμ. την ημέρα μετά τη διάγνωση σχετίστηκε με 70% μειωμένο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο παχέος εντέρου, ενώ η μείωση της ημερήσιας πρόληψης συντελούσε σε 10% αύξηση του κινδύνου θανάτου από τη νόσο.
Μαίρη Μπιμπή
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι τα ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (συγκεκριμένα τα EPA, DHA και DPA) καταστέλλουν την ανάπτυξη των καρκινικών όγκων και χαλιναγωγούν την παροχή αίματος στα κακοήθη κύτταρα.
Η νέα έρευνα βασίστηκε στην ανάλυση στοιχείων από δύο μεγάλες μακροπρόθεσμες μελέτες, την Nurses' Health Study στην οποία είχαν λάβει μέρος 121.700 νοσοκόμες, 30-55 ετών, το 1976 και την Health Professionals Follow Up Study στην οποία είχαν συμμετάσχει 51.529 άνδρες επαγγελματίες υγείας, 40-75 ετών, το 1986.
Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν συμπληρώσει ερωτηματολόγια για το ιατρικό ιστορικό τους και παράγοντες του τρόπου ζωής, όταν εγγράφηκαν στις έρευνες και εν συνεχεία κάθε δύο χρόνια.
Στις πληροφορίες περιλαμβάνονταν και τυχόν διαγνώσεις καρκίνου του παχέος εντέρου και άλλων σχετικών παραγόντων κινδύνου, όπως το ύψος, το βάρος, το κάπνισμα, η τακτική λήψη ασπιρίνης και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και η γυμναστική.
Κάθε τέσσερα χρόνια ανανεώνονταν τα στοιχεία για την διατροφή των συμμετεχόντων, με κάθε τρόφιμο να κατατάσσεται σε κατηγορίες, όπως «ποτέ ή λιγότερο από έναν μήνα» ή «έξι ή περισσότερες φορές την ημέρα».
Η πληρότητα των στοιχείων ήταν πάνω από 95% για κάθε ερωτηματολόγιο και στις δύο μελέτες, έως το 2010.
Μεταξύ των 1.659 συμμετεχόντων που εκδήλωσαν καρκίνο παχέος εντέρου, 561 απεβίωσαν, και 169 εξ αυτών των θανάτων χαρακτηρίστηκαν ως θάνατοι λόγω της νόσου, σε ένα χρονικό διάστημα παρακολούθησης 10,5 ετών. Άλλες μείζονες αιτίες θανάτου ήταν η καρδιαγγειακή νόσος (153) και άλλοι καρκίνοι (113).
Τα άτομα που ανέφεραν αυξημένη πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων από λιπαρά ψάρια είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι σωματικά ενεργά, να παίρνουν πολυβιταμίνες, να πίνουν αλκοόλ και να καταναλώνουν περισσότερη βιταμίνη D και φυτικές ίνες. Επίσης, ήταν λιγότερο πιθανό να καπνίζουν.
Όσοι είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του παχέος εντέρου και η διατροφή τους περιείχε υψηλά επίπεδα ω-3 είχαν τον χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από τη νόσο. Ωστόσο, τα εν λόγω λιπαρά οξέα δεν μείωναν τον κίνδυνο θανάτου συνολικά.
Η έκταση της μείωσης του κινδύνου συνδεόταν με την δοσολογία, και αυτό ίσχυε ακόμα και όταν συνεκτιμήθηκε η κατανάλωση των ω-3 λιπαρών οξέων πριν τη διάγνωση του καρκίνου, καθώς και άλλοι σχετικοί παράγοντες.
Συγκριτικά με τους ασθενείς που κατανάλωναν λιγότερο από 0,1 γραμμάριο ω-3 λιπαρών οξέων καθημερινά, όσοι έπαιρναν τουλάχιστον 0,3 γραμ. μετά τη διάγνωση είχαν 41% μικρότερο κίνδυνο θανάτου από τη νόσο.
Ο μειωμένος κίνδυνος προέκυπτε τόσο από τις διατροφικές πηγές, όσο και από τα διατροφικά συμπληρώματα ω-3 λιπαρών οξέων, αν και ελάχιστα άτομα έπαιρναν τα τελευταία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχέση μεταξύ ω-3 λιπαρών οξεων και μειωμένου κινδύνου θανάτου, ήταν εμφανής περισσότερο σε άτομα με υψηλό ανάστημα, δείκτη μάζας σώματος κάτω από 25 ή που δεν έπαιρναν τακτικά ασπιρίνη.
Και η αύξηση της πρόσληψης ω-3 κατά τουλάχιστον 0,15 γραμμ. την ημέρα μετά τη διάγνωση σχετίστηκε με 70% μειωμένο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο παχέος εντέρου, ενώ η μείωση της ημερήσιας πρόληψης συντελούσε σε 10% αύξηση του κινδύνου θανάτου από τη νόσο.
Μαίρη Μπιμπή
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια