Η επίσκεψη του προέδρου Πούτιν στην Ελλάδα έφερε για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο τις προοπτικές στρατηγικής συνεργασίας μας με τη Ρωσία. Όμως κάθε σχετική προσπάθεια ή και απλή συζήτηση έστω εν Ελλάδι υπονομεύεται από την κυριαρχούσα στερεοτυπική αντίληψη ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν» και μια παρόμοια εξέλιξη είναι ουσιαστικά απαγορευμένη για τη χώρα μας.
Του δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα» έχουμε αναφερθεί επανειλημμένως στη δουλοπρέπεια και την έλλειψη ρεαλισμού αυτής της αντίληψης στις σημερινές συνθήκες και δεν έχει νόημα να επανέλθουμε. Με την άποψη αυτή, βέβαια, πάει «πακέτο» και η πίστη στο ότι ο κόσμος κυριαρχείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και στη φαντασίωση του μονοπολικού κόσμου έχουμε επίσης αναφερθεί πολλάκις. Εδώ αρκεί να πούμε ότι η κυρίαρχη τάση σήμερα στις διεθνείς και στρατηγικές σπουδές ανά τον κόσμο (και στις ΗΠΑ) είναι ότι το παγκόσμιο σύστημα μετατρέπεται σε πολυπολικό, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποτελούν απλώς έναν από τους πόλους ισχύος σε αυτό.
Ωστόσο, στο παρόν άρθρο θα πάμε ένα βήμα πιο πέρα και θα υποστηρίξουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να μην είναι καν ο πιο σημαντικός πόλος του διαμορφούμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Αν πρόκειται μέσα στο σύστημα αυτό να υπάρξει μια κυρίαρχη χώρα, ένας «πρώτος μεταξύ ίσων», η χώρα αυτή θα είναι η Ρωσία.
«Πρώτη μεταξύ ίσων» ελέω αμερικανικής εσωστρέφειας
Συγκεκριμένα, μια σειρά από αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια είναι πιθανό ότι τα επόμενα χρόνια θα φέρουν στον αφρό τη Ρωσία όχι απλώς ως μια από τις μεγάλες δυνάμεις ενός πολυπολικού κόσμου, αλλά ως την κορυφαία δύναμη, την «παραγοντική δύναμη» («factor power»), αυτή που θα επιδράσει περισσότερο στη διαμόρφωση του μελλοντικού διεθνούς συστήματος και θα ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή σε αυτό. Μιλάμε, βέβαια, για πιθανότητα και όχι για βεβαιότητα, η οποία βασίζεται όμως σε μια σειρά από ήδη υπάρχουσες και άμεσα πιθανές εξελίξεις και κατά συνέπεια δεν μπορεί παρά να εξεταστεί με σοβαρότητα.
Ο κατεξοχήν παράγοντας που ενδέχεται να επιτρέψει αυτή την εξέλιξη είναι η δραστική απομείωση της αμερικανικής επιρροής στη Δυτική Ευρασία, δηλαδή στον χώρο που αποκαλούμε Ευρώπη. Σε προηγούμενα άρθρα εξετάσαμε μια σειρά από παράγοντες που ήδη οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως είναι η ενεργειακή αυτονομία που προσφέρουν στις ΗΠΑ τα μεγάλα σχιστολιθικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων που έχουν ανακαλυφθεί στο μητροπολιτικό έδαφός τους, η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, η μείωση της στρατιωτικής ισχύος, η στρατηγική προσήλωση προς την Κίνα και τον Ειρηνικό και η ενίσχυση των απομονωτιστικών τάσεων στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας.
Στους παράγοντες αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τον πολιτικό και κοινωνικό διχασμό που τείνει να προκύψει στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας και τη συνεπακόλουθη κρίση ταυτότητας που θα επιφέρει στην αμερικανική γεωστρατηγική ταυτότητα τα επόμενα χρόνια. Η πόλωση που έχει εμφανιστεί στην αμερικανική κοινωνία μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Ντόναλτ Τραμπ είναι πρωτοφανής, αν και αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου μιας ευρύτερης διχαστικής πολιτικής, κοινωνικής και εθνοτικής πραγματικότητας που έχει προκύψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, η περαιτέρω εξέταση της οποίας ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου.
Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά πιθανό, όποιος και να είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, η αμερικανική κοινωνία να χωριστεί σε δύο κομμάτια που θα αλληλοϋποβλέπονται με μεγάλη καχυποψία, αν όχι μίσος.
Αυτή η υπονόμευση της εσωτερικής συνοχής είναι δεδομένο ότι θα επηρεάσει και τη δυνατότητα των ΗΠΑ να ασκούν συγκροτημένη και μακρόπνοη εξωτερική πολιτική και θα δημιουργήσει συνεπακόλουθα κενό ισχύος στον πλανήτη. Και, ασφαλώς, αυτό το κενό ισχύος θα συνδυαστεί με μια παράλληλη κρίση ταυτότητας που υπάρχει στην «ενωμένη» Ευρώπη.
Οι φυγόκεντρες δυνάμεις στην ΕΕ είναι απλώς θέμα χρόνου να φέρουν στο προσκήνιο εθνοκεντρικές στρατηγικές από διάφορες χώρες, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, οι οποίες είναι περίπου αναπόφευκτο ότι θα εξετάσουν διάφορες μορφές συνεργασίας με τη Ρωσία.
Φυσικά, θα προκύψει και αναγέννηση του φόβου και της καχυποψίας έναντι της Ρωσίας από πολλά ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήδη συμβαίνει. Σε περίπτωση όμως που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν σπεύσουν να καλύψουν αποφασιστικά τις «ανησυχούσες» ευρωπαϊκές χώρες ή αν δεν έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν με πειστικό τρόπο, τότε πιθανότατα πολλές από αυτές να κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία και να σπεύσουν να αδρανοποιήσουν τη «ρωσική απειλή» δια της προσεγγίσεως με τη Μόσχα.
Στην απίθανη δε περίπτωση που η ΕΕ πράγματι προχωρήσει σε κάποιας μορφής ουσιαστική ενοποίηση τα επόμενα χρόνια, τότε η δυναμική ευρωρωσικής προσέγγισης ενισχύεται ακόμη περισσότερο. Μια ενιαία Δυτική Ευρώπη και η Ρωσία έχουν πολύ περισσότερες προοπτικές συνεργασίας παρά ανταγωνισμού και το πιο πιθανό είναι ότι θα προχωρούσαν σε μια σχέση παραγωγικής αλληλεξάρτησης, διαμορφώνοντας το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού σχηματισμού που, αν εξελισσόταν, θα αποτελούσε τον αναντίρρητο ηγεμόνα του πλανήτη.
Παρεμπιπτόντως, αυτή θα ήταν και η πιο σοφή κίνηση για την Ευρώπη, δεδομένου ότι αν δεν κινηθεί προς μια ευρωρωσική προσέγγιση, ουσιαστικά ωθεί τη Ρωσία προς την αγκαλιά της Κίνας. Έτσι, πάλι ενδέχεται να προκύψει ένας κυρίαρχος ευρασιατικός γεωπολιτικός σχηματισμός, μόνο που στη θέση της Δυτικής Ευρώπης θα βρίσκεται η Κίνα. Το αποτέλεσμα θα είναι η παγκόσμια ισχύς να μετατοπιστεί προς ανατολάς, η Ευρασία να «ασιατικοποιηθεί» και η Ευρώπη, ως γεωπολιτική και πιθανώς και ως γεωγραφική έννοια, να περάσει στην ιστορική λήθη.
«Κλουβί» ή σφαίρα επιρροής η ευρασιατική περιφέρεια;
Εν τέλει, όλα είναι θέμα συνδυασμού πολιτικής και γεωγραφίας, που σήμερα ευνοεί τη Ρωσία. Σε γενικές γραμμές, η Ρωσία είναι σε θέση να αξιοποιήσει την κεντρική της θέση στην Ευρασία και να επιδράσει αποφασιστικά στη γεωπολιτική πορεία των χωρών στην ευρασιατική περιφέρεια. Η Κίνα, για παράδειγμα, όσο ισχυρή και να γίνει στο μέλλον, όσο και να αναπτυχθούν η οικονομία, η τεχνολογία και η στρατιωτική της ισχύς, θα βρίσκεται σε μια απομονωμένη θέση στην ευρασιατική περιφέρεια και η μελλοντική γεωπολιτική της πορεία θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τη σχέση που θα διαμορφώσει με τη Ρωσία.
Το ίδιο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ισχύει και για την Ινδία, το Ιράν, το Βιετνάμ, το Πακιστάν και για μια σειρά από άλλες αναδυόμενες μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις της ευρασιατικής περιφέρειας. Επιπροσθέτως, η κεντρική θέση της Ρωσίας στην Ευρασία ωθεί όλες αυτές τις χώρες να διατηρούν στενές σχέσεις μαζί της ακριβώς για να μην την οδηγήσουν σε προνομιακές σχέσεις με κάποιον αντίπαλό τους, όπως η Κίνα έναντι της Ινδίας και το αντίστροφο.
Βέβαια, στο παρελθόν, η περιφέρεια της Ευρασίας, δηλαδή η Rimland, κατά τους Αγγλοσάξωνες γεωπολιτικούς θεωρητικούς, λειτουργούσε ως το «κρηπίδωμα ανάσχεσης» της Heartland, δηλαδή της Ρωσίας. Αυτό επιτυγχανόταν χάρη στην αμερικανική ισχύ. Σήμερα όμως όχι μόνο η ισχύς αυτή έχει μειωθεί, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν να αποτραβιούνται στον εαυτό τους, αντιμετωπίζοντας μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας.
Έως ότου, λοιπόν, οι ΗΠΑ κάνουν restart και διεκδικήσουν εκ νέου μια κυρίαρχη θέση στο διεθνές σύστημα, δημιουργείται ένα κενό, το οποίο ευνοεί τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Rimland δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις ΗΠΑ και την αποφασιστική τους παρέμβαση στην Ευρασία. Έτσι, η περιφέρεια της Ευρασίας από κλουβί της ρωσικής άρκτου μετατρέπεται σε μια τεράστια εν δυνάμει σφαίρα επιρροής της Μόσχας.
Αξίζει δε να επισημανθεί ότι ακόμη κι αν οι ΗΠΑ συνέλθουν γρήγορα από την πολυδιάστατη κρίση που αντιμετωπίζουν και επιχειρήσουν να ελέγξουν τη Rimland, ενδέχεται να ανακαλύψουν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά σε σχέση με το παρελθόν. Κι αυτό γιατί η Κίνα έχει ανέλθει επικίνδυνα. Η ύπαρξη μιας ενιαίας Rimland που θα λειτουργούσε ως φράγμα έναντι της Ρωσίας προϋποθέτει μια Κίνα σχετικά αδύναμη και, ει δυνατόν, φιλική έναντι των ΗΠΑ.
Όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν μετά την επίσκεψη Νίξον στον Μάο, όταν η Κίνα ουσιαστικά μετετράπη σε άτυπο πλην ουσιώδη σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως μια Κίνα που θα έχει εξελιχθεί σε υπερδύναμη εξ αντικειμένου θέτει εν αμφιβόλω όχι απλώς τη λειτουργικότητα, αλλά και την ίδια την έννοια της Rimland.
Για να το πούμε με απλά λόγια, μπορείς να αναπτύξεις έναν δακτύλιο ανάσχεσης γύρω από τη Ρωσία ή γύρω από την Κίνα, δεν μπορείς όμως να το κάνεις γύρω κι από τους δύο ταυτόχρονα. Άρα ακόμη και μια ταχέως ανακάμπτουσα Αμερική μάλλον θα οδηγηθεί σε μια λογική πολυπολικής τριγωνικής σχέσης, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ Ρωσίας και Κίνας και αποτρέποντας αυτές τις δύο από το να διαμορφώσουν στενή και μακρόπνοη γεωστρατηγική συνεργασία. Και σε αυτή την περίπτωση όμως το κεντρικό κομμάτι του τριγώνου θα είναι η Ρωσία.
Με άλλα λόγια, η άνοδος της Κίνας αποτελεί έναν παράγοντα που τοποθετεί την Ρωσία στη θέση της «παραγοντικής δύναμης» του πλανήτη, δηλαδή της χώρας που θα έχει τις δυνατότητες να επιδράσει περισσότερο στη διαμόρφωση του μελλοντικού διεθνούς συστήματος.
Άρα, λοιπόν, οι σκέψεις για τη διαμόρφωση των όποιων σχέσεων και συνεργασίας της χώρας μας με τη Ρωσία στο μέλλον θα πρέπει να ξεκινούν από αυτό το σημείο αφετηρίας: ότι η Ρωσία ενδέχεται να εξελιχθεί στη σημαντικότερη χώρα του πλανήτη. Τόσο απλά.
Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν η Ελλάδα επιμένει να παραμένει δεμένη στο αμερικανικό άρμα – υποθέτοντας, βέβαια, ότι και οι ΗΠΑ θέλουν κάτι τέτοιο… -, μια προνομιακή σχέση με τη Ρωσία ενδεχομένως θα έχει μεγάλη σπουδαιότητα και για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, δεδομένης της δυναμικής και πολύπλευρης φύσης ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή Περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 343, σελ. 13-15
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Του δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα» έχουμε αναφερθεί επανειλημμένως στη δουλοπρέπεια και την έλλειψη ρεαλισμού αυτής της αντίληψης στις σημερινές συνθήκες και δεν έχει νόημα να επανέλθουμε. Με την άποψη αυτή, βέβαια, πάει «πακέτο» και η πίστη στο ότι ο κόσμος κυριαρχείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και στη φαντασίωση του μονοπολικού κόσμου έχουμε επίσης αναφερθεί πολλάκις. Εδώ αρκεί να πούμε ότι η κυρίαρχη τάση σήμερα στις διεθνείς και στρατηγικές σπουδές ανά τον κόσμο (και στις ΗΠΑ) είναι ότι το παγκόσμιο σύστημα μετατρέπεται σε πολυπολικό, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποτελούν απλώς έναν από τους πόλους ισχύος σε αυτό.
Ωστόσο, στο παρόν άρθρο θα πάμε ένα βήμα πιο πέρα και θα υποστηρίξουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να μην είναι καν ο πιο σημαντικός πόλος του διαμορφούμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Αν πρόκειται μέσα στο σύστημα αυτό να υπάρξει μια κυρίαρχη χώρα, ένας «πρώτος μεταξύ ίσων», η χώρα αυτή θα είναι η Ρωσία.
«Πρώτη μεταξύ ίσων» ελέω αμερικανικής εσωστρέφειας
Συγκεκριμένα, μια σειρά από αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια είναι πιθανό ότι τα επόμενα χρόνια θα φέρουν στον αφρό τη Ρωσία όχι απλώς ως μια από τις μεγάλες δυνάμεις ενός πολυπολικού κόσμου, αλλά ως την κορυφαία δύναμη, την «παραγοντική δύναμη» («factor power»), αυτή που θα επιδράσει περισσότερο στη διαμόρφωση του μελλοντικού διεθνούς συστήματος και θα ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή σε αυτό. Μιλάμε, βέβαια, για πιθανότητα και όχι για βεβαιότητα, η οποία βασίζεται όμως σε μια σειρά από ήδη υπάρχουσες και άμεσα πιθανές εξελίξεις και κατά συνέπεια δεν μπορεί παρά να εξεταστεί με σοβαρότητα.
Ο κατεξοχήν παράγοντας που ενδέχεται να επιτρέψει αυτή την εξέλιξη είναι η δραστική απομείωση της αμερικανικής επιρροής στη Δυτική Ευρασία, δηλαδή στον χώρο που αποκαλούμε Ευρώπη. Σε προηγούμενα άρθρα εξετάσαμε μια σειρά από παράγοντες που ήδη οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως είναι η ενεργειακή αυτονομία που προσφέρουν στις ΗΠΑ τα μεγάλα σχιστολιθικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων που έχουν ανακαλυφθεί στο μητροπολιτικό έδαφός τους, η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, η μείωση της στρατιωτικής ισχύος, η στρατηγική προσήλωση προς την Κίνα και τον Ειρηνικό και η ενίσχυση των απομονωτιστικών τάσεων στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας.
Στους παράγοντες αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τον πολιτικό και κοινωνικό διχασμό που τείνει να προκύψει στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας και τη συνεπακόλουθη κρίση ταυτότητας που θα επιφέρει στην αμερικανική γεωστρατηγική ταυτότητα τα επόμενα χρόνια. Η πόλωση που έχει εμφανιστεί στην αμερικανική κοινωνία μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Ντόναλτ Τραμπ είναι πρωτοφανής, αν και αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου μιας ευρύτερης διχαστικής πολιτικής, κοινωνικής και εθνοτικής πραγματικότητας που έχει προκύψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, η περαιτέρω εξέταση της οποίας ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου.
Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά πιθανό, όποιος και να είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, η αμερικανική κοινωνία να χωριστεί σε δύο κομμάτια που θα αλληλοϋποβλέπονται με μεγάλη καχυποψία, αν όχι μίσος.
Αυτή η υπονόμευση της εσωτερικής συνοχής είναι δεδομένο ότι θα επηρεάσει και τη δυνατότητα των ΗΠΑ να ασκούν συγκροτημένη και μακρόπνοη εξωτερική πολιτική και θα δημιουργήσει συνεπακόλουθα κενό ισχύος στον πλανήτη. Και, ασφαλώς, αυτό το κενό ισχύος θα συνδυαστεί με μια παράλληλη κρίση ταυτότητας που υπάρχει στην «ενωμένη» Ευρώπη.
Οι φυγόκεντρες δυνάμεις στην ΕΕ είναι απλώς θέμα χρόνου να φέρουν στο προσκήνιο εθνοκεντρικές στρατηγικές από διάφορες χώρες, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, οι οποίες είναι περίπου αναπόφευκτο ότι θα εξετάσουν διάφορες μορφές συνεργασίας με τη Ρωσία.
Φυσικά, θα προκύψει και αναγέννηση του φόβου και της καχυποψίας έναντι της Ρωσίας από πολλά ευρωπαϊκά κράτη, όπως ήδη συμβαίνει. Σε περίπτωση όμως που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν σπεύσουν να καλύψουν αποφασιστικά τις «ανησυχούσες» ευρωπαϊκές χώρες ή αν δεν έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν με πειστικό τρόπο, τότε πιθανότατα πολλές από αυτές να κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία και να σπεύσουν να αδρανοποιήσουν τη «ρωσική απειλή» δια της προσεγγίσεως με τη Μόσχα.
Στην απίθανη δε περίπτωση που η ΕΕ πράγματι προχωρήσει σε κάποιας μορφής ουσιαστική ενοποίηση τα επόμενα χρόνια, τότε η δυναμική ευρωρωσικής προσέγγισης ενισχύεται ακόμη περισσότερο. Μια ενιαία Δυτική Ευρώπη και η Ρωσία έχουν πολύ περισσότερες προοπτικές συνεργασίας παρά ανταγωνισμού και το πιο πιθανό είναι ότι θα προχωρούσαν σε μια σχέση παραγωγικής αλληλεξάρτησης, διαμορφώνοντας το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού σχηματισμού που, αν εξελισσόταν, θα αποτελούσε τον αναντίρρητο ηγεμόνα του πλανήτη.
Παρεμπιπτόντως, αυτή θα ήταν και η πιο σοφή κίνηση για την Ευρώπη, δεδομένου ότι αν δεν κινηθεί προς μια ευρωρωσική προσέγγιση, ουσιαστικά ωθεί τη Ρωσία προς την αγκαλιά της Κίνας. Έτσι, πάλι ενδέχεται να προκύψει ένας κυρίαρχος ευρασιατικός γεωπολιτικός σχηματισμός, μόνο που στη θέση της Δυτικής Ευρώπης θα βρίσκεται η Κίνα. Το αποτέλεσμα θα είναι η παγκόσμια ισχύς να μετατοπιστεί προς ανατολάς, η Ευρασία να «ασιατικοποιηθεί» και η Ευρώπη, ως γεωπολιτική και πιθανώς και ως γεωγραφική έννοια, να περάσει στην ιστορική λήθη.
«Κλουβί» ή σφαίρα επιρροής η ευρασιατική περιφέρεια;
Εν τέλει, όλα είναι θέμα συνδυασμού πολιτικής και γεωγραφίας, που σήμερα ευνοεί τη Ρωσία. Σε γενικές γραμμές, η Ρωσία είναι σε θέση να αξιοποιήσει την κεντρική της θέση στην Ευρασία και να επιδράσει αποφασιστικά στη γεωπολιτική πορεία των χωρών στην ευρασιατική περιφέρεια. Η Κίνα, για παράδειγμα, όσο ισχυρή και να γίνει στο μέλλον, όσο και να αναπτυχθούν η οικονομία, η τεχνολογία και η στρατιωτική της ισχύς, θα βρίσκεται σε μια απομονωμένη θέση στην ευρασιατική περιφέρεια και η μελλοντική γεωπολιτική της πορεία θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τη σχέση που θα διαμορφώσει με τη Ρωσία.
Το ίδιο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ισχύει και για την Ινδία, το Ιράν, το Βιετνάμ, το Πακιστάν και για μια σειρά από άλλες αναδυόμενες μεγάλες και μεσαίες δυνάμεις της ευρασιατικής περιφέρειας. Επιπροσθέτως, η κεντρική θέση της Ρωσίας στην Ευρασία ωθεί όλες αυτές τις χώρες να διατηρούν στενές σχέσεις μαζί της ακριβώς για να μην την οδηγήσουν σε προνομιακές σχέσεις με κάποιον αντίπαλό τους, όπως η Κίνα έναντι της Ινδίας και το αντίστροφο.
Βέβαια, στο παρελθόν, η περιφέρεια της Ευρασίας, δηλαδή η Rimland, κατά τους Αγγλοσάξωνες γεωπολιτικούς θεωρητικούς, λειτουργούσε ως το «κρηπίδωμα ανάσχεσης» της Heartland, δηλαδή της Ρωσίας. Αυτό επιτυγχανόταν χάρη στην αμερικανική ισχύ. Σήμερα όμως όχι μόνο η ισχύς αυτή έχει μειωθεί, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν να αποτραβιούνται στον εαυτό τους, αντιμετωπίζοντας μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας.
Έως ότου, λοιπόν, οι ΗΠΑ κάνουν restart και διεκδικήσουν εκ νέου μια κυρίαρχη θέση στο διεθνές σύστημα, δημιουργείται ένα κενό, το οποίο ευνοεί τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Rimland δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις ΗΠΑ και την αποφασιστική τους παρέμβαση στην Ευρασία. Έτσι, η περιφέρεια της Ευρασίας από κλουβί της ρωσικής άρκτου μετατρέπεται σε μια τεράστια εν δυνάμει σφαίρα επιρροής της Μόσχας.
Αξίζει δε να επισημανθεί ότι ακόμη κι αν οι ΗΠΑ συνέλθουν γρήγορα από την πολυδιάστατη κρίση που αντιμετωπίζουν και επιχειρήσουν να ελέγξουν τη Rimland, ενδέχεται να ανακαλύψουν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά σε σχέση με το παρελθόν. Κι αυτό γιατί η Κίνα έχει ανέλθει επικίνδυνα. Η ύπαρξη μιας ενιαίας Rimland που θα λειτουργούσε ως φράγμα έναντι της Ρωσίας προϋποθέτει μια Κίνα σχετικά αδύναμη και, ει δυνατόν, φιλική έναντι των ΗΠΑ.
Όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν μετά την επίσκεψη Νίξον στον Μάο, όταν η Κίνα ουσιαστικά μετετράπη σε άτυπο πλην ουσιώδη σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως μια Κίνα που θα έχει εξελιχθεί σε υπερδύναμη εξ αντικειμένου θέτει εν αμφιβόλω όχι απλώς τη λειτουργικότητα, αλλά και την ίδια την έννοια της Rimland.
Για να το πούμε με απλά λόγια, μπορείς να αναπτύξεις έναν δακτύλιο ανάσχεσης γύρω από τη Ρωσία ή γύρω από την Κίνα, δεν μπορείς όμως να το κάνεις γύρω κι από τους δύο ταυτόχρονα. Άρα ακόμη και μια ταχέως ανακάμπτουσα Αμερική μάλλον θα οδηγηθεί σε μια λογική πολυπολικής τριγωνικής σχέσης, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ Ρωσίας και Κίνας και αποτρέποντας αυτές τις δύο από το να διαμορφώσουν στενή και μακρόπνοη γεωστρατηγική συνεργασία. Και σε αυτή την περίπτωση όμως το κεντρικό κομμάτι του τριγώνου θα είναι η Ρωσία.
Με άλλα λόγια, η άνοδος της Κίνας αποτελεί έναν παράγοντα που τοποθετεί την Ρωσία στη θέση της «παραγοντικής δύναμης» του πλανήτη, δηλαδή της χώρας που θα έχει τις δυνατότητες να επιδράσει περισσότερο στη διαμόρφωση του μελλοντικού διεθνούς συστήματος.
Άρα, λοιπόν, οι σκέψεις για τη διαμόρφωση των όποιων σχέσεων και συνεργασίας της χώρας μας με τη Ρωσία στο μέλλον θα πρέπει να ξεκινούν από αυτό το σημείο αφετηρίας: ότι η Ρωσία ενδέχεται να εξελιχθεί στη σημαντικότερη χώρα του πλανήτη. Τόσο απλά.
Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν η Ελλάδα επιμένει να παραμένει δεμένη στο αμερικανικό άρμα – υποθέτοντας, βέβαια, ότι και οι ΗΠΑ θέλουν κάτι τέτοιο… -, μια προνομιακή σχέση με τη Ρωσία ενδεχομένως θα έχει μεγάλη σπουδαιότητα και για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, δεδομένης της δυναμικής και πολύπλευρης φύσης ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή Περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 343, σελ. 13-15
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια